Του Βασίλη Γεώργα
Η νέα προσπάθεια ανασυγκρότησης της λεγόμενης «κεντροαριστεράς» στην Ελλάδα είναι ίσως ό,τι σημαντικότερο πολιτικά συμβαίνει στη χώρα τα τελευταία χρόνια μετά την ταχεία αναρρίχηση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και την εκκωφαντική κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ.
Ας μην έχουμε καμιά αμφιβολία ότι οι εξελίξεις που συντελούνται πλέον στη κεντροαριστερά θα είναι καθοριστικές για τον χρόνο των επόμενων εκλογών και συνολικά για την επόμενη ημέρα στην Ελλάδα. Υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι για αυτό. Ο κυριότερος είναι πως πλέον πως ζούμε την αντίστροφη πορεία της διαδικασίας που βιώσαμε την περίοδο 2012-2015. Παρά τις μεταστάσεις του «παλαιού ΠΑΣΟΚ» στο εσωτερικό του, ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει πως στα τρία χρόνια που έχει την εμπειρία της εξουσίας, απέτυχε να προσεταιριστεί και να εκφράσει το προοδευτικό φιλοευρωπαϊκό κέντρο και πλέον φυλλορροεί ταχύτατα.
Ένας πολύ μεγάλος αριθμός μετριοπαθών ψηφοφόρων που παρασύρθηκαν από τον απατηλό ριζοσπαστισμό του Αλέξη Τσίπρα έχουν σήμερα αποξενωθεί από τη ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ταυτόχρονα δεν έλκονται απαραιτήτως ούτε από την τρισυπόστατη μορφή της Νέας Δημοκρατίας του Κυριάκου Μητσοτάκη, ούτε όμως και από το ΠΑΣΟΚ στη μορφή που υφίσταται και πολιτεύεται σήμερα.
Το έλλειμμα εκπροσώπησης είναι πλέον εμφανές και αυτό που λείπει είναι ο φορέας που θα το καλύψει. Αν βρεθεί κάποιος που θα εμπνεύσει τους μετέωρους ψηφοφόρους του χώρου, η αποδόμηση του ΣΥΡΙΖΑ θα λάβει πρωτοφανείς διαστάσεις, η χώρα θα οδηγηθεί ταχύτερα σε εκλογές αλλά και οι προσδοκίες της Ν.Δ για αυτοδυναμία στις επόμενες κάλπες θα δοκιμαστούν.
Δεν είναι μόνο οι καταγραφές των δημοσκοπήσεων αλλά και η δονούμενη ατμόσφαιρα τριγύρω που υποδεικνύουν την ύπαρξη ενός μεγάλου κενού ανάμεσα στο δίπολο της «αριστεράς»- «Δεξιάς». Κι επειδή η φύση και η ζωή απεχθάνονται τα κενά, αν μπορεί κανείς να στοιχηματίσει σε κάτι είναι ότι με κάποιο τρόπο αυτή η κοινωνική και πολιτική αναγκαιότητα ανασυγκρότησης του ενδιάμεσου πόλου, θα βρει κάπου διέξοδο πολύ σύντομα.
Η συγκρότηση ενός ενιαίου φορέα εκπροσώπησης της κεντροαριστεράς προϋποθέτει ηγεσία που θα εμπνεύσει, και προτάσεις που θα κερδίσουν την εμπιστοσύνη του κόσμου μέσα στα αυστηρά πλαίσια που καθορίζουν οι μνημονιακές υποχρεώσεις της χώρας, οι προσδοκίες ανασυγκρότησης μετά την έξοδο από αυτό, και ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της.
Δεν μπορούμε να ξέρουμε από τώρα ποιο θα είναι το πρόσωπο που θα επιλεγεί να ηγηθεί αυτής της προσπάθειας και αν θα το επιτύχει. Υπάρχουν ήδη αξιόλογες υποψηφιότητες οι οποίες προφανώς θα γίνουν ακόμη περισσότερες το επόμενο διάστημα. Το εύλογο ερώτημα είναι με ποιόν και προς τα πού.
Η γενικότερη αίσθηση είναι πως ακόμη δεν έχει εμφανιστεί εκείνο το πρόσωπο ή η ομάδα ανθρώπων που θα κάνει τη διαφορά, και εύλογα υπάρχει προσμονή αλλά και πολιτική αγωνία τόσο από τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και από την Ν.Δ για τον πολιτικό σχηματισμό που θα επιχειρήσει να εκφράσει το μέσον και αριστερά του πολιτικού φάσματος και θα διεκδικήσει ψήφους από τις δεξαμενές τους.
Οι εξελίξεις στην λεγόμενη κεντροαριστερά, δεν είναι μόνο το κλειδί για τις επόμενες εκλογές αλλά συνολικά για την επιβίωση του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα διακυβέρνησης. Η προσπάθεια που έγινε το προηγούμενο διάστημα από το κυβερνών κόμμα να προσεταιριστεί μέσω του «συστήματος Λαλιώτη» το «όλον ΠΑΣΟΚ», απέτυχε παταγωδώς και αντί να ρίξει γέφυρες με τους «κεντρώους» ψηφοφόρους, τις έκοψε.
Η ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς είναι όμως και κλειδί και για τον τρόπο διακυβέρνησης της χώρας την επαύριο των επόμενων εκλογών. Από το πολιτικό σκηνικό λείπει σήμερα ένα σύγχρονο «ΠΑΣΟΚ» που θα κάνει αύριο αντιπολίτευση στη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Όχι όμως αντιπολίτευση για να πετά πέτρες και να στήνει λαϊκά δικαστήρια στο Σύνταγμα κατά του «Μινώταυρου», αλλά αντιπολίτευση με γνώμονα τις επιλογές για την ανασυγκρότηση της οικονομίας και της κοινωνίας.
Η αποκαθήλωση του ΣΥΡΙΖΑ προσφέρει μια ιστορική ευκαιρία να γεννηθεί ένας νέος σύγχρονος πολιτικός χώρος έκφρασης με περισσότερη λογική και λιγότερο λαϊκισμό. Αν δεν το καταφέρει η λεγόμενη «κεντροαριστερά», θα είναι τελικά κάτι άλλο που θα καλύψει το κενό. Και δεν σημαίνει πως ότι καινούριο προκύψει, θα είναι οπωσδήποτε καλό.