Του Γιάννη Σιδέρη
«Είναι θλιβερό είναι εξοργιστικό» έλεγε με εισαγγελικά δραματοποιημένο τόνο ο πρωθυπουργός μιλώντας χθες στην Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ στις 8 Νοεμβρίου, «όταν μέσα στους καταλόγους της χρυσής ντροπής φιγουράρουν ονόματα και αποκαλύψεις που ρίχνουν βαριά σκιά στο πολιτικό προσωπικό της χώρα. Εδώ δεν μιλάμε για κόμματα. Μιλάμε για κομμάτια και θρύψαλα κάθε υπόνοιας ήθους και πολιτικής καθαρότητας. Σας καλώ να σκεφτείτε τι θα γινόταν αν μέσα στα χρυσά ονόματα των παραδείσων που αποκαλύπτονται υπήρχε ένα έστω όνομα υπουργού ή πολιτευτή της Αριστεράς».
Ξεκινώντας από το τελευταίο, τίποτα δεν θα γινόταν, όπως δεν γίνεται. Υπάρχει το πλέον εμβληματικό όνομα εμπλεκόμενο με offshore, η κομματική εφημερίδα «Αυγή», μέτοχος της οποίας είναι τέτοιας υφής εταιρία και όχι με συνεισφορά πέντε - έξι χιλιάδων, όπως είπε ο αγαπητός κατά τα άλλα, αρθρογράφος της Αυγής. Απλώς αυτή είναι αριστερή offshore και εξ αυτού καθαγιασμένη.
Σαφώς ο κ. Τσίπρας γνωρίζει τι σημαίνει offshore. Και να μην ήξερε, τον Τσακαλώτο να ρωτούσε που είχε τα λεφτά του στην Blackrock, η οποία είναι διακλαδωμένη σε όλο τον πλανήτη, θα του έλεγε (και την οποία Blackrock ο ΣΥΡΙΖΑ κατήγγειλε πριν γίνει κυβέρνηση).
Αλλά δεν έχει σημασία αν ξέρει. Απευθύνεται στους φανατικούς που τον ακολουθούν και στους λειτουργικά αναλφάβητους, που δεν κατανοούν ότι ναι μεν οι offshore δημιουργήθηκαν για καταφυγή και προστασία του υπερεθνικού Κεφαλαίου και όσων το νέμονται (50% των κεφαλαίων που διακινούνται παγκοσμίως περνά από αυτά τα φορολογικά καταφύγια), ναι μεν πρέπει να υπάρξει έντονη πολιτική πίεση των κομμάτων και των λαών για κατάργησή τους, αλλά οι εταιρίες αυτές δεν είναι παράνομες, και δεν σημαίνει εξ ορισμού ξέπλυμα χρήματος από παράνομα και φοροδιαφεύγοντα κεφάλαια.
Τα πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι αυτές οι εταιρίες δεν αντιμετωπίζεται μέσα στο πλαίσιο των ψυχρών παραγωγικών σχέσεων, που θα έλεγε και ο πρόπατοράς τους Κάρολος, ως ένα δηλαδή καπιταλιστικό εργαλείο. Ο ΣΥΡΙΖΑ σκοπίμως για τη δημιουργία εντυπώσεων τις αντιμετωπίζει με έναν ηθικολογικό ζηλωτισμό ιεραεξεταστικής ρητορικής – για τους αντιπάλους πάντα.
Αν ήθελε μπορούσε να το αντιμετωπίσει. Παράδειγμα υπάρχει: Είναι η Αργεντινή. Η χώρα που ο κ. Τσίπρας ζήλεψε και είχε δηλώσει «μακάρι να είχαμε γίνει», απαγόρευσε τις υπεράκτιες εταιρείες που δεν μπορούν να αποδείξουν ότι έχουν πραγματική οικονομική δραστηριότητα στις χώρες όπου στα μητρώα των οποίων είναι εγγεγραμμένες. Ήταν η πρώτη τέτοια απόφαση σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ιδού η Ρόδος. Γιατί δεν το κάνει;
Ετερόκλητοι όχλοι συλλαλητηρίων
Όμως η χθεσινή ομιλία του πρωθυπουργού φαίνεται να δικαιώνει όσους είχαν ισχυριστεί ότι επέσπευσε την δρομολογημένη υπόθεση της Novartis, λόγω συλλαλητηρίων.
Τρομοκρατήθηκε και τρομοκρατήθηκε διττά:
Αφενός υπαρξιακά: Με την είσοδο στα μνημόνια, ο ΣΥΡΙΖΑ την κραυγή των πλατειών, το πάθος των δρόμων, τα οικειοποιήθηκε ως όχημα για την εξουσία. Θεώρησε όμως πως θα ήταν εσαεί ο αποκλειστικός νομεύς τους ( βλέπετε τον κόσμο να διαδηλώνει; είχε διερωτηθεί ο κ. Τσίπρας σε συνέντευξη) και τρόμαξε όταν είδε ότι ο προνομιακός του χώρος κατελήφθη από «αλλότρια» πλήθη.
Αφετέρου πρακτικά: Με τόσο πλήθος και τόσο πάθος στο δρόμο καθίσταται δύσκολη και απονομιμοποιημένη η όποια εύκολη και ετεροβαρής «λύση» του Σκοπιανού, για να μπορεί να καυχάται ότι έλυσε αυτό που οι άλλοι δεν μπορούσαν για 25 χρόνια.
Έτσι απευθυνόμενος κυρίως στην ηγεσία της ΝΔ, διερωτήθη πομπωδώς: «Μήπως ορισμένοι γνωρίζοντας πολύ καλά τι έρχεται, έσπευσαν να αλλάξουν τις πάγιες θέσεις τους μπας και βρουν κάλυψη στους ετερόκλητους όχλους των συλλαλητηρίων; Να πουλήσουν πατριωτισμό για να διαπραγματευτούν συγκάλυψη;».
Ας του απαντήσουν αυτοί που ρωτήθηκαν.
Εμείς βρεθήκαμε, δημοσιογραφική ανάγκη, στο Αθηναϊκό συλλαλητήριο. Είδαμε ανθρώπους πασών των γεναιών, ήρεμους, χαρούμενους, με μια αθώα (ας την πούμε και «αφελή» αγάπη προς την Πατρίδα, αν υπάρχει αφελής αγάπη προς την πατρίδα) και με γνώση του θέματος «Μακεδονία» που ενδεχομένως να περιορίζεται σε αυτή που αποκόμισαν από το σχολείο.
Ανθρώπους όμως που δεν συντάχτηκαν με τα σποραδικά συνθήματα κάποιων ακραίων «προδότες - αλήτες - πολιτικοί», κάτι που δεν είχαν κάνει οι «αγανακτισμένοι». Που τραγουδούσαν εν χωρώ τα τραγούδια του Μίκη, σε μια ειρηνική συνύπαρξη. Που ανέμιζαν τις γαλανόλευκες με σεβασμό, ως έμβλημα της εθνότητά τους και δεν τη θεωρούσαν «ένα κομμάτι πανί», όπως πολλοί εκ των συντρόφων του ΣΥΡΙΖΑ.
Ήταν οι συμπαθείς πολίτες της διπλανής πόρτας. Δεν άφριζαν, δεν έστησαν κρεμάλες, δεν οργίστηκαν, δεν φώναξαν «να καεί το μπουρδέλο η Βουλή», δεν έδειραν κανέναν Τέλογλου και κανέναν Χατζηδάκη, δεν χαρακτήρισαν καν «προδότες» τον ίδιο τον Πρωθυπουργό και τον ΥΠΕΞ του.
Έχουμε παρακολουθήσει αναρίθμητες συγκεντρώσεις. Αν σε κάποια δεν υπήρχαν όχλοι κ. πρωθυπουργέ, ήταν αυτή!