Του Γιάννη Κ. Τρουπή
Στο παραένα των πολλαπλών εκλογικών αναμετρήσεων πολύς λόγος γίνεται για τον περίφημο πήχη των εκλογών. Για το όριο δηλαδή, το οποίο αν περάσει η διαφορά μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ (εφόσον ασφαλώς επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις) τότε οι πολιτικές εξελίξεις θα τρέξουν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Παρά το γεγονός ότι σε οποιαδήποτε κάλπη η νίκη είναι νίκη έστω και με μία ψήφο διαφορά, στην συγκεκριμένη αναμέτρηση της Κυριακής τον πήχη τον έχει βάλει ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας στις προηγούμενες ευρωεκλογές, το 2014.
Τότε, ο ΣΥΡΙΖΑ έλαβε ποσοστό 26,5% και κέρδισε τη Νέα Δημοκρατία με μόλις 3,8% διαφορά. Παρόλο που το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ ήταν χειρότερο ακόμη και από αυτό που είχε λάβει στις εθνικές εκλογές του 2012 (26,9%), ο κ. Τσίπρας τον Ιούνιο του 2014, και πιο συγκεκριμένα το βράδυ των αποτελεσμάτων, μίλησε για “ιστορική ανατροπή” και “μεγάλη δυσαρμονία ανάμεσα στη βούληση του λαϊκού σώματος και τους συσχετισμούς στη Βουλή”.
Ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης μάλιστα είχε προχωρήσει και ένα βήμα παραπέρα, κλιμακώνοντας την τότε στρατηγική του. Την επομένη μέρα των ευρωεκλογών, πήγε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια και απαίτησε να προκηρυχθούν άμεσα εθνικές εκλογές. “Όταν καταγράφεται μία τόσο έντονη δυσαρμονία, η κυβέρνηση δεν νομιμοποιείται να προχωρήσει σε οποιαδήποτε απόφαση που θα δεσμεύει τον λαό και τη χώρα” είχε τονίσει ο κ. Τσίπρας, φτάνοντας στο σημείο να καλέσει τον τότε πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά “να μην διανοηθεί να προχωρήσει στον διορισμό του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και του επόμενου επιτρόπου της χώρας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δίχως τη συμφωνία του ΣΥΡΙΖΑ”, όπως είχε πει.
Ο κ. Τσίπρας μάλιστα είχε αναπτύξει και το σκεπτικό με βάση το οποίο ζητούσε την προσφυγή στις εθνικές κάλπες.
“Το σύνταγμά μας ορίζει ότι πως όταν υπάρχει μια τόσο έντονη δυσαρμονία της λαϊκής βούλησης με την εφαρμοζόμενη κυβερνητική πολιτική, τότε η λύση είναι η προσφυγή στην λαϊκή ετυμηγορία. Δηλαδή να οδηγηθεί το συντομότερο δυνατόν η χώρα σε εθνικές εκλογές, για να αποκατασταθεί η δημοκρατική ομαλότητα στον τόπο" ήταν η χαρακτηριστική φράση του τότε αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Χρήσιμο επίσης είναι να υπενθυμίσουμε και ορισμένα αριθμητικά δεδομένα παλαιότερων ευρωαναμετρήσεων ώστε να αντιληφθούμε καλύτερα ποιά είναι η διαχρονική διαφορά μεταξύ νικητή-ηττημένου σε ευρωπαϊκές και εθνικές εκλογές.
Σε όλες τις ευρωεκλογές οι οποίες προηγήθηκαν των εθνικών εκλογών ποτέ η διαφορά νικητή και χαμένου δεν ξεπέρασε τις 4,4 μονάδες. Αντιθέτως στις περισσότερες ευρω-αναμετρήσεις η διαφορά των δύο πρώτων κομμάτων ήταν ακόμη μικρότερη: 3,1% το 1999, 3,6% το 1984 και 3,8% στις τελευταίες ευρωεκλογές του 2014 που τις κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ενδιαφέρον έχει επίσης το στοιχείο ότι ειδικά στις δύο τελευταίες ευρω-αναμετρήσεις που έγιναν ελάχιστους μήνες πριν από τις εθνικές εκλογές, η διαφορά που καταγράφηκε στις δεύτερες κάλπες διευρύνθηκε με εντυπωσιακό τρόπο. Το 4,4% που κέρδισε το ΠΑΣΟΚ τη ΝΔ στις ευρωεκλογές το 2009 έγινε 10,4% τέσσερις μήνες αργότερα στις εθνικές κάλπες, ενώ και ο ΣΥΡΙΖΑ που κέρδισε τη ΝΔ με 3,8%, στις ευρωεκλογές του 2014, έξι μήνες μετά επικράτησε στις εθνικές εκλογές με 8,5%.
Με αυτά τα δεδομένα το ερώτημα που τίθεται πλέον ελάχιστες ώρες πριν ανοίξουν οι κάλπες είναι το εξής: Αν χάσει τις εκλογές, θα κάνει πράξη αυτό που ο ίδιος ως αρχηγός της αντιπολίτευσης έλεγε ότι θα έπρεπε να κάνει τότε ο κ.Σαμαράς; Θα πάει δηλαδή αυτή τη φορά στον κ. Παυλόπουλο για να υποβάλει την παραίτησή του, όταν ο ίδιος δηλώνει μέχρι και σήμερα ότι «δεν υπάρχει ούτε μια πιθανότητα στο εκατομμύριο να ηττηθεί;»
Όποια και αν είναι η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα η ουσία είναι μία: Εάν το αποτέλεσμα επιβεβαιώσει την προσδοκώμενη από τους πολίτες πολιτική αλλαγή, το βράδυ των εκλογών ο κ. Τσίπρας θα περιέλθει σε απόλυτο πολιτικό αδιέξοδο, γιατί για πρώτη φορά ο πρωθυπουργός θα κληθεί να διαχειριστεί μια ήττα για την οποία την αποκλειστική ευθύνη θα έχει ο ίδιος.
Ενδιαφέρον όμως θα έχει εκτός από την αντίδραση του κ.Τσίπρα, ποιά θα είναι η κίνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη το βράδυ των εκλογών, σε περίπτωση που η ΝΔ κατακτήσει μία “καθαρή” νίκη. Θα ακολουθήσει το παράδειγμα Τσίπρα του 2014 ή θα επιλέξει μία διαφορετική τακτική;
Σαφής εικόνα δε φαίνεται να υπάρχει ακόμα για το τί ακριβώς θα πράξει ο κ.Μητσοτάκης. Το βέβαιο όμως είναι ότι ο πρόεδρος της ΝΔ δεν σκοπεύει να συμπεριφερθεί όπως ο κ. Τσίπρας. Ούτε στο Ζάππειο προτίθεται να πάει, ούτε σχεδιάζει να τον κ. Παυλόπουλο, δεδομένου μάλιστα ότι ο πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έχει καμία σχετική αρμοδιότητα.