Στο κανταράκι της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας ζυγίζεται εδώ και χρόνια η δημοκρατική ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στο οξύ ζήτημα της Χρυσής Αυγής.
Τα έργα και οι ημέρες είτε στα κυβερνητικά, είτε στα αντιπολιτευτικά έδρανα αποτελούν αδιάψευστα τεκμήρια ότι η αντιμετώπιση του Νίκου Μιχαλολιάκου και των επιγόνων ή των διαδόχων του υποτάσσεται στις μικροπολιτικές σκοπιμότητες που εκπορεύεται από τη στρατηγική της Κουμουνδούρου.
Ένα επικίνδυνο παιχνίδι με τους θεσμούς και τη δημοκρατία που καμουφλαρίστηκε με το ατού ενός δήθεν ιστορικού πλεονεκτήματος. Κλονίστηκε από τις παραλείψεις της «πρώτης φοράς», κατέρρευσε με την προ μηνών ανάρμοστη- για την κρισιμότητα της περίστασης- άρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να συμπαραταχθεί με τον δημοκρατικό φραγμό απέναντι στο ναζιστικό μόρφωμα και πλέον εξαϋλώνεται από την επικυρωμένη ταύτιση της Κουμουνδούρου με όσα δήθεν αντιπαλεύει ιδεολογικά, επιλέγοντας την όχθη της αποχής.
Στον ΣΥΡΙΖΑ κάλλιστα μπορεί να καταλογιστεί ότι φρόντισε με αδιανόητη επιμέλεια, αν όχι με πολιτικό δόλο, να δημιουργήσει το πεδίο της πολιτικής νομιμοποίησης της εγκληματικής οργάνωσης.
Με ενέργειες οι οποίες ανάλογα με τη συγκυρία, είτε αποσκοπούσαν στην επίτευξη στόχων ευθέως συνδεδεμένους με την εξυπηρέτηση της αριστερής παντιέρας του αντιμνημονιακού αγώνα, είτε για να πληγούν οι θεσμοί. Μαζί άλλωστε είχαν ψηφίσει το 2014, για να αποτρέψουν την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας που είχε ως αποτέλεσμα την πτώση της κυβέρνησης Σαμαρά, τη διάλυση της Βουλής και την πρόκληση πρόωρων εκλογών. Δεν έχει παραγραφεί η έγερση ζητημάτων δημοκρατικής εγκυρότητας, για την ψηφοφορία επί διατάξεων σε νομοσχέδια της αμέσως προηγούμενης, κοινοβουλευτικής περιόδου, επειδή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας δεν είχαν παραστεί οι έγκλειστοι βουλευτές της Χρυσής Αυγής.
Δεν μεσολάβησε μακρύς χρόνος έως την καταγραφή του επόμενου κρούσματος, όταν ο διάδοχος της Ζωής Κωνσταντοπούλου στην Προεδρία της Βουλής, Νίκος Βούτσης, με φόντο την εξόρμηση του ΣΥΡΙΖΑ για την εξεύρευση των 200 ψήφων που ήταν απαραίτητες για την αλλαγή του εκλογικού συστήματος, έδινε κοινοβουλευτικό «συγχωροχάρτι» στην Χρυσή Αυγή. Ο κ. Βούτσης υποστήριζε τότε ότι η Βουλή τελεί εν λειτουργία 300 βουλευτών και ουδέποτε είχαν αφαιρεθεί ψήφοι από καμία πτέρυγα της Εθνικής Αντιπροσωπείας: «Στη Βουλή δεν υπάρχουν ευπρόσδεκτες και μη ευπρόσδεκτες ψήφοι», είχε αναφέρει χαρακτηριστικά.
Δεν απαλείφθηκαν φυσικά τα τουρ στην εσχατιά της νησιωτικής Ελλάδας, υπό την αιγίδα του τότε συγκυβερνήτη του Αλέξη Τσίπρα, στα οποία παρά το μποϊκοτάζ των υπολοίπων μελών της Επιτροπής Εξωτερικών και Άμυνας της Βουλής, συμμετείχαν κανονικά βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και των Ανεξάρτητων Ελλήνων που φωτογραφίζονταν στο ακριτικό Καστελόριζο μαζί με τους χρυσαυγίτες. Στον πολιτικό «καθαγιασμό» της Χρυσής Αυγής συνέβαλλαν και δηλώσεις υπουργών της κυβέρνησης Τσίπρα που επιχειρούσαν να υπερασπιστούν αυτές τις παρά φύσει συνευρέσεις. «Η εικόνα της συνύπαρξης στο Καστελόριζο και στη Ρω σε πολλούς μας δεν άρεσε.
Από την άλλη όμως πρέπει να αποφασίσουμε τι προτιμούμε: μια προσπάθεια ένταξης της Χρυσής Αυγής στο κλίμα της δημοκρατίας ή τη διαρκή ρήξη. Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να προηγηθεί η ουσία μιας σύγκλισης», είχε αναφέρει ο χαρακτηριστικά ο τότε, υπουργός Δικαιοσύνης, Νίκος Παρασκευόπουλος. Ο κ. Παρασκευόπουλος υπερθεματίζοντας προς αυτήν την κατεύθυνση, υποστήριζε ότι: «Η Χρυσή Αυγή πρέπει να δεχθεί έμπρακτα την υπαγωγή της στους θεσμούς της Δημοκρατίας. Και αυτή την στάση, αν και όταν εκδηλωθεί, πρέπει να τη στηρίξουν τα δημοκρατικά κόμματα».
Αυτά τα πολιτικά «ανδραγαθήματα» αποτελούν τον καθρέφτη του ΣΥΡΙΖΑ και η αντανάκλαση είναι απόλυτα ευκρινής: δεν είναι αθώοι.