Η ασπίδα που κάθε ευνομούμενη πολιτεία υψώνει μπροστά από τη δικαιοσύνη, ανάμεσα στα άλλα, διαθέτει το περίβλημα που σφυρηλατείται με τη διαφύλαξη του κύρους της. Ορκισμένοι ταγοί αυτής της αποστολής είναι οι ίδιοι οι λειτουργοί της Θέμιδας, και πυξίδα τους οι νωπές μνήμες από τις ωμές παρεμβάσεις, του πολιτικού συστήματος στο έργο της και συμπεριφορές που πλήγωσαν το κύρος της.
Στις δημοκρατίες η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης είναι προστατευμένη, αλλά οι εντολοδόχοι της δεν είναι στο απυρόβλητο όταν την εμφανίζουν να σηκώνει μπαϊράκι σε έναν άλλο θεσμό. Διότι η διάκριση είναι ο ομφάλιος λώρος που συνδέει τις εξουσίες με το οξυγόνο της Δημοκρατίας που δεν διακόπτεται όταν η νομοθετική εξουσία δίνει εργαλεία στη δικαστική εξουσία.
Η μεταφορά δε, της όποιας διαφωνίας, από τα θεσμικά κανάλια στη δημόσια σφαίρα, όπως αυτή του Αντιεισαγγελέως του Αρείου Πάγου, Χρήστου Τζανερίκου, είναι ανάρμοστη τόσο με την περίσταση όσο και με το επίδικο, ενώ απάδει και με τον ρόλο για τον οποίο εντέλλεται από το Σύνταγμα.
Οι δικασταί που υπάρχουν εις τα Αθήνας αλλά και ανά την ελληνική επικράτεια, πιστοποιούν την ανεξαρτησία τους πρωτίστως κλείνοντας τα αυτιά στις απειλές που εκτοξεύουν εναντίον τους. Ταυτόχρονα με την αποφυγή ενεργειών που ενδέχεται να δημιουργούν οχληρούς συνειρμούς που είτε θα δημιουργούν μια βάση νόμιμης αμφισβήτησης της ευθυκρισίας τους, που αποτελεί προαπαιτούμενο για την εκτέλεση του έργου τους, ή για την απόσχιση τους από το καθεστώς που προσήκει στη θέση τους.
Διότι είναι πρωτοφανές ένας δικαστικός λειτουργός να κοινολογεί την κρίση του για μια υπόθεση η οποία ακόμη δεν έχει περιέλθει σε αυτήν τη διαδικασία. Επιδείνωσε μάλιστα αυτήν την ακροβασία που πλήττει τον ίδιο αλλά και τη δικαιοσύνη, καταγγέλλοντας δημόσια παρεμβάσεις στο έργο της δικαιοσύνης. Μια αδιανόητη πράξη στα μεταπολιτευτικά χρονικά στα οποία ουδέποτε κατεγράφη εν ενεργεία δικαστικός λειτουργός να επεμβαίνει στη διαδικασία νομοθέτησης από την Εθνική Αντιπροσωπεία.
Παρενέβη με αυτόν τον τρόπο την ίδια την θεσμική πρακτική που θέλει τον λόγο των δικαστών που καθίσταται δημόσιος, να αρθρώνεται μέσα από τις αποφάσεις τους και όχι δια της ανεπίτρεπτης οδού των δελτίων Τύπου. Μια επιλογή διάνοιξης ενός αχρείαστου πεδίου σύγκρουσης με τη Βουλή, με την κυβέρνηση και τη δημόσια διοίκηση, όταν το ζητούμενο δεν είναι η διάγνωση της ορθότητας ή όχι της νομοθέτησης, αλλά ο δημοκρατικός αποκλεισμός του εκλογικού δρόμου που μπορεί να οδηγήσει ακόμη ένα ναζιστικό μόρφωμα στη Βουλή. Περαιτέρω, αναίτια εμπλέκει τη δικαιοσύνη στην πολιτική αντιπαράθεση και πυκνώνει τις σκιές που δημιούργησε η έσχατη ανάμιξη ενός πρώην δικαστικού στην ίδια υπόθεση.
Ο καμβάς όμως αυτής της υπόθεσης φιλοτεχνείται από ακόμη ένα μελανό χρώμα με υπαιτιότητα του ΣΥΡΙΖΑ. Η αξιωματική αντιπολίτευση από το πρώτο χτύπημα του δημοκρατικού τόξου κατά παραφυάδας του χρυσαυγιτισμού επέδωσε τα γνωστά διαπιστευτήρια που την αναδεικνύουν ως εθνική εξαίρεση. Το παρών στην ψηφοφορία ρύθμιση που εισήχθη από την κυβέρνηση ήταν ακόμη μια απόδειξη ότι ο προσανατολισμός της ηγετικής ομάδας της Κουμουνδούρου δεν συγκλίνει με τη δημοκρατική αναγκαιότητα.
Στη νέα φάση που εισάγεται αυτή η μάχη, ο ΣΥΡΙΖΑ αρκείται στις διφορούμενες διαρροές για τη στάση που θα κρατήσει, αλλά ως επικρατέστερη εκδοχή θεωρείται η επιλογή της όχθης της αποχής. Κουνάει το δάκτυλο προς την κυβέρνηση και στοχοποιεί τον πρωθυπουργό ότι δήθεν αποτελεί τον μεγαλύτερο χορηγό του κόμματος Κασιδιάρη, λησμονώντας τα πολιτικά «κεσάτια» και τις αβελτηρίες της διακυβέρνησης του στην δημοκρατική προσπάθεια να εξοντωθεί η «μήτρα» του νέο-χρυσαυγιτισμού.