Του Απόστολου Χονδρόπουλου
Η εξαγγελία του Κυριάκου Μητσοτάκη για μείωση του ΕΝΦΙΑ δεν αποτελεί έκπληξη, καθώς από το φθινόπωρο του 2015, ως υποψήφιος Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, έχει επανειλημμένα διατυπώσει την άποψη πως η Ελλάδα έχει τον υψηλότερο φόρο ακίνητης περιουσίας σε ολόκληρη την Ευρώπη, ο οποίος θα μπορούσε να μειωθεί κατά 30% σε μία διετία, με την εξεύρεση ισοδυνάμων. Τα ισοδύναμα αυτά μπορούν να προέλθουν από εξοικονόμηση δαπανών και από την εφαρμογή μίας άλλης πολιτικής που θα ανοίγει νέο αναπτυξιακό κύκλο στην οικονομία.
Έχει όμως ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι αναλαμβάνει σχετική δέσμευση απέναντι στους Έλληνες πολίτες σε μία περίοδο που η ΝΔ δεν βρίσκεται, όπως πέρυσι , σε φάση παρατεταμένης κρίσης και εσωστρέφειας μετά από αλλεπάλληλες εκλογικές ήττες και με την εξουσία να αποτελεί άπιαστο όνειρο για εκείνη σε συνθήκες πολιτικής κυριαρχίας του ΣΥΡΙΖΑ. Βρίσκεται εδώ και καιρό σε θέση ισχύος, με ξεκάθαρο δημοσκοπικό προβάδισμα και με μεγάλη διαφορά στην παράσταση νίκης. Και η διαφορά ανάμεσα στην άποψη που διατυπώνει ένας υποψήφιος πρόεδρος κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης και στη δέσμευση που αναλαμβάνει πλέον ένας αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης με δυναμική νικητή στις επόμενες εκλογές, όποτε και αν γίνουν, είναι ασφαλώς πολύ σημαντική.
Δεν μπορεί ωστόσο να παραγνωρίσει κανείς πως μία τέτοια εξαγγελία μπορεί να εγείρει και επιφυλάξεις. Όχι γιατί υπάρχει έστω και ένας Έλληνας πολίτης που να μην ζητά την δραστική μείωση αυτού του κατά κοινή ομολογία δυσβάσταχτου φόρου. Αλλά διότι υπάρχουν πολλές χιλιάδες Έλληνες που ενδεχομένως να σκέφτονται πως ένας ακόμη αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης υπόσχεται κάτι που είναι αμφίβολο εάν ως πρωθυπουργός θα μπορέσει να υλοποιήσει. Ίσως και λόγω της στάσης των θεσμών που ειρήσθω εν παρόδω, δεν υπήρξε πάντοτε εποικοδομητική όταν και η προηγούμενη κυβέρνηση Σαμαρά επιχειρούσε να δρομολογήσει στοχευμένες μειώσεις φόρων.
Η διάψευση των προσδοκιών που είχαν δημιουργήσει οι υποσχέσεις του Αλέξη Τσίπρα έχει αφήσει το αποτύπωμά της πάνω σε ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, καθώς και ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης έχει πολλές φορές αναγνωρίσει πως ειδικά μετά από αυτή την «τραυματική εμπειρία», οι πολίτες είναι δικαιολογημένα καχύποπτοι απέναντι τους πολιτικούς. Κάτι που ο ίδιος τονίζει πως θέλει να αλλάξει, χτίζοντας «σχέσεις εμπιστοσύνης στη βάση της αλήθειας»
Δεν είναι η πρώτη φορά που οι πολίτες ακούν για μείωση του συγκεκριμένου φόρου. Μείωση του ΕΝΦΙΑ είχε εξαγγείλει και ο Αντώνης Σαμαράς παρουσιάζοντας, κατά την προεκλογική περίοδο του Ιανουαρίου 2015, το πρόγραμμα της ΝΔ για Ανάπτυξη και Μεταρρυθμίσεις-Ελλάδα 2021. Αρχής γενομένης από το 2015 κατά 7%, με σκοπό να φθάσει τα επόμενα χρόνια να αποφέρει έσοδα 1% του ΑΕΠ αντί 1,43% και τελικά να αποδοθεί στην ΤΑ.
Τη συνέχεια τη γνωρίζουμε. Στις εκλογές επικράτησε η εξαγγελία του Αλέξη Τσίπρα περί κατάργησης του ΕΝΦΙΑ, ο οποίος όχι μόνο παραμένει μέχρι σήμερα το ίδιο επαχθής ως φόρος, αλλά σε πολλές περιπτώσεις είναι πλέον και αυξημένος.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης διαβεβαίωσε χθες πως είναι σε θέση να εξασφαλίσει τα 700-800 εκατ. που απαιτούνται από εξοικονόμηση κρατικών δαπανών. Και είτε στη ΔΕΘ, είτε το επόμενο διάστημα που η ΝΔ θα ξεδιπλώνει λεπτομερώς το πρόγραμμά της, θα μιλήσει αναλυτικότερα και για τις πηγές περικοπής δαπανών ώστε να ξεκινήσει η σταδιακή μείωση της φορολογίας. Αλλά μεγάλη η διαφορά, υποστηρίζουν συνεργάτες του, είναι πως «σε αντίθεση με τον κ. Τσίπρα που ακόμη και το αυτονόητο όταν πει, κανείς δεν ξέρει αν θα το κάνει, ο Κυριάκος Μητσοτάκης άμα πει κάτι, δεν υπάρχει περίπτωση να μην το κάνει»
Όσο και αν επισημαίνεται από την Πειραιώς η "μεγάλη διαφορά αξιοπιστίας", μία τέτοια δέσμευση δεν παύει να συνιστά και ρίσκο για τον Πρόεδρο της ΝΔ. Πρωτίστως διότι η υλοποίησή της είναι σε συνάρτηση και με την στάση των θεσμών απέναντι στο αίτημα για μείωση ενός φόρου που συνεισφέρει ιδιαίτερα στα έσοδα. Ως εκ τούτου η ανάληψή της καταδεικνύει βεβαιότητα όχι μόνο για την αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής που θα εφαρμόσει η ΝΔ ως κυβέρνηση, αλλά και για την αξιοπιστία που θεωρεί πως θα έχει από την πρώτη στιγμή απέναντι στους θεσμούς. Ώστε να πειστούν να κάνουν αποδεκτές τέτοιου είδους αλλαγές, εμπιστευόμενοι από την πλευρά τους την "μεταρρυθμιστική φερεγγυότητα" του κ. Μητσοτάκη.
Σύμφωνα με όσα έχει πει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης λίγο πριν μεταβεί στη ΔΕΘ, η εικόνα της Ελλάδας στο μέλλον, με γαλάζια διακυβέρνηση, μπορεί να είναι η εξής: Ρυθμοί ανάπτυξης 4% μετά το 2018, ταχεία προώθηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που μπορούν να οδηγήσουν και σε προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων ύψους 100 δις την επόμενη πενταετία, έντονη εξωστρέφεια και αύξηση εξαγωγών κατά 10% το χρόνο, αλλά και δημιουργία 120.000 θέσεων εργασίας ετησίως. Και επίσης μειωμένος ΕΝΦΙΑ κατά 30% την επόμενη διετία, γενικότερη πολιτική σταδιακής μείωσης της υπερφορολόγησης, αλλά και γενικευμένη πλέον εφαρμογή ενός "αυστηρά κοστολογημένου" ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Και παράλληλα ανάδειξη σε εθνικό στόχο της διαπραγμάτευσης για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2018 σε 2% αντί 3,5% ώστε να εξοικονομηθούν περίπου 3 δις που, όπως είπε, θα κατευθυνθούν κυρίως για την μείωση της φορολογίας.
Στόχοι που εφόσον επιτευχθούν μπορούν, αναμφίβολα, να οδηγήσουν σε μία τελείως διαφορετική Ελλάδα, που θα αφήνει πίσω της την κρίση. Γι' αυτό ακριβώς συνιστούν και έναν πολύ ψηλό πήχη που ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης βάζει για την επόμενη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.