Στο άρθρο του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ κ. Αλέξη Τσίπρα στην «Εφημερίδα των Συντακτών» γίνεται μια αναφορά σε ένα σχέδιο θεσμικής επανεκκίνησης που θα αφορά όχι μόνο την ΕΥΠ, αλλά και τη Δικαιοσύνη, την λειτουργία των ΜΜΕ, τις ανεξάρτητες αρχές και τους ελεγκτικούς μηχανισμούς.
Η μονολεκτική αυτή αναφορά για επανεκκίνηση στα ΜΜΕ, για την οποία ο κ. Τσίπρας δεν παρέθεσε περισσότερες λεπτομέρειες, μπορεί να ξυπνήσει σε κάποιους μνήμες από το 2013, όταν οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τα ΜΜΕ είχαν παρουσιαστεί σε ειδική εκδήλωση προϊδεάζοντας σε μεγάλο βαθμό για το τι θα ακολουθήσει στο μέλλον.
Τότε, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ μιλούσε για «καλοστημένη επιχείρηση εξαπάτησης από τα τρία κόμματα και τα μέσα ενημέρωσης που λειτουργούν ως χορηγοί επικοινωνίας της κυβέρνησης και της πολιτικής του Μνημονίου».
Η δήλωσή του αυτή, όπως ήταν φυσικό, ξεσήκωσε τις διαμαρτυρίες πολλών από τα ΜΜΕ και δεν ήταν λίγοι οι αρθρογράφοι που είχαν επισημάνει ότι θέτει επισήμως υπό αμφισβήτηση την ελεύθερη επιχειρηματική λειτουργία του Τύπου, λέγοντας ότι «δεν μπορεί η ενημέρωση να αντιμετωπίζεται σαν μια οποιαδήποτε άλλη επιχειρηματική δράση». Και μάλιστα το κυρίαρχο ερώτημα ήταν το πώς θα έπρεπε να να αντιμετωπίζεται.
Και ακόμη, όπως ανέφεραν, η αμφισβήτηση του Τύπου, η παρεμπόδιση ή και η καταστολή της λειτουργίας του αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα ιδιόμορφων καθεστώτων της Λατινικής Αμερικής.
Άλλες απόψεις που διατυπώθηκαν, τότε, από έγκυρα μέσα της εποχής, παρατήρησαν ότι ο κ. Τσίπρας παρέβλεψε δύο σημαντικές παραμέτρους.
Η πρώτη έχει να κάνει με την αποδοχή και παρακολούθηση των μέσων, στα οποία αναφέρετο, από όλο τον κόσμο, ακόμη και αν κάποιοι εκφράζονται, ίσως, με τα χειρότερα λόγια εναντίον τους.
Η δεύτερη αφορά στην πολυφωνία και το πλήθος των πηγών ενημέρωσης. Την εποχή του Διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ο καθένας βρίσκει ότι θέλει από όποια πηγή θέλει, ανέφεραν. Συνεπώς, δεν μπορούμε να συζητάμε για μονοπώλιο ενημέρωσης καθώς όσες, δυνατότητες έχουν οι εκδότες εφημερίδων, οι ιδιοκτήτες τηλεοπτικών σταθμών έχουν όλα τα μέσα, κυρίως τα ηλεκτρονικά.
Βέβαια, δεν είναι μόνο αυτές οι περιπτώσεις που δείχνουν την απαξίωση του ΣΥΡΙΖΑ προς τα ΜΜΕ και τον ρόλο τους, δημιουργώντας εύλογα ερωτηματικά για το πώς εννοεί ο κ. Τσίπρας την επανεκκίνηση.
Θα πρέπει να θυμηθούμε, πριν από δύο περίπου χρόνια, την Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ να ασχολείται, με ανακοινώσεις της, να σχολιάζει ή να απαντά σε πολιτικά άρθρα και κριτικές δημοσιογράφων, αγνοώντας ότι στο πλαίσιο της λειτουργίας των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων είναι και η άσκηση κριτικής στα πολιτικά κόμματα και πρόσωπα,
Ακόμη, την ίδια εποχή, η ΚΟ του κόμματος κατέθεσε ερώτηση για τη μη χρηματοδότηση κάποιου συγκεκριμένου ΜΜΕ, σαν να μην υπάρχουν άλλα ΜΜΕ στη χώρα που να έχουν βρεθεί σε παρόμοια θέση, ενώ ο Τομέας Επικοινωνίας του κόμματος προέβη σε διαμαρτυρία για τη μονομέρεια, όπως χαρακτήρισε, των περισσότερων ΜΜΕ, χωρίς όμως να καταθέτει συγκεκριμένες προτάσεις που θα διασφαλίζουν το κοινωνικό και δημοκρατικό δικαίωμα της σφαιρικής και αντικειμενικής πληροφόρησης κι ενημέρωσης για όλους, όπως ανέφερε.
Δεν πρέπει ακόμη να ξεχνάμε, την ίδια εποχή, τον βαρύ χαρακτηρισμό «υπόκοσμος» τον οποίο εφημερίδα προσκείμενη στον ΣΥΡΙΖΑ προσέδωσε στα ΜΜΕ που, όπως υποστήριζε, διαπλέκονται με την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Ο χαρακτηρισμός αυτός προκάλεσε τις αντιδράσεις ακόμη και φίλα προσκείμενων στον ΣΥΡΙΖΑ μέσων αλλά και πολλών δημοσιογράφων.
Για να φθάσουμε στην δύσκολη για όλους εποχή της πανδημίας τον Ιούνιο του 2020, όταν σατιρικό - δήθεν - βίντεο κλιπ του ΣΥΡΙΖΑ για χρηματοδότηση συγκεκριμένων ΜΜΕ, έθιγε και προσέβαλε όχι μόνο όλα τα ΜΜΕ αλλά και τους εργαζόμενους δημοσιογράφους, αναγκάζοντας μάλιστα την ΕΣΗΕΑ να απαντήσει στηλιτεύοντας τον απαράδεκτο, όπως χαρακτήριζε, διασυρμό «συλλήβδην του δημοσιογραφικού κόσμου μέσω του προκλητικού video που δημοσιεύσατε στο βωμό της πολιτικής αντιπαράθεσης και της αντιπολιτευτικής τακτικής».
«Η ΕΣΗΕΑ», συνέχιζε η ανακοίνωση «διαχρονικά και σταθερά ζητεί διαφάνεια και ισοτιμία σε οποιαδήποτε διαδικασία σχετίζεται, άμεσα ή έμμεσα, με οικονομική ενίσχυση των ΜΜΕ.
Σας υπενθυμίζουμε, άλλωστε, ότι με επιστολή μας μέσα στον Μάιο σας απευθύναμε, όπως και σε όλα τα κόμματα, πρόσκληση για συνάντηση, προκειμένου να συζητήσουμε το φλέγον ζήτημα της ενίσχυσης του έντυπου Τύπου και τα κριτήρια που θα τη διέπουν. Δυστυχώς, δεν ανταποκριθήκατε. Αντίθετα, επιλέγετε να επιτίθεστε στο σύνολο των δημοσιογράφων που στην πλειονότητά τους εργάζονται -όσοι έχουν ακόμη δουλειά- κάτω από εξαιρετικά δυσμενείς εργασιακές και μισθολογικές συνθήκες».
Eίναι πολλά ακόμη που θα πρέπει να υπενθυμίσουμε, όπως το 2016, την υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών που χειρίστηκε ο Νίκος Παππάς, και η οποία κατέληξε με την παραπομπή του ιδίου και του επιχειρηματία Χρήστου Καλογρίτσα στο ειδικό δικαστήριο. Επίσης οι περιπτώσεις του Έθνους και του ΔΟΛ, αλλά και η απόπειρα χειραγώγησης της ενημέρωσης, η οποία έγινε εντονότερη λίγο πριν τις εκλογές του 2019.
Oλες οι παραπάνω αναφορές και περιπτώσεις είναι σαφές ότι δεν συνιστούσαν ούτε συνιστούν κάποια προσπάθεια βελτίωσης του τοπίου της ενημέρωσης.
Πόσο μάλλον θεσμικής επανεκκίνησης.