Δεν κομίζει γλαύκαν εις τα καθ΄ημάς η στήλη με τη διαπίστωση ότι είμαστε μια χώρα που στερείται σοβαρότητας. Η παγκόσμια πανδημία μόνο εδώ γίνεται αφορμή για σκληρές διαμάχες της Κεντρικής πολιτικής σκηνής και για σκυλοκαυγάδες στα τηλεπαραθύρια.
Πανάσχετοι με τον κορονοϊό πολιτικοί και δημοσιογράφοι δεν φείδονται να μιλούν επί ώρες γι’ αυτόν και να πλακώνονται μεταξύ τους, προς χαράν των πανελαρχών (γιατί αυτό γίνεται, πλακώνονται, δεν συζητούν. Αλλωστε οι αρχισυντάκτες των εκπομπών φροντίζουν να είναι εκρηκτική η σύνθεση των πάνελ).
Οι πολιτικοί εδώ και χρόνια έχουν καταλάβει ότι στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας, το εισιτήριο για τη Βουλή «κόβεται» στα τηλεπαράθυρα. Και εκεί ο μειλίχιος λόγος, ο ορθολογικός, ο οργανωμένος, ο επιχειρηματολογών, δεν κόβει εισιτήρια. Οποιος φωνάζει περισσότερο, όσες αρλούμπες και να εκφωνεί, από το κομματικό ακροατήριο περνιέται για δυναμικός, ικανός να υπερασπίσει το κόμμα του και να κατατροπώσει τον οχτρό. Χειροκροτείται και στις εκλογές ανταμείβεται.
Σε αυτό το κλίμα που προωθούν τα κανάλια (με διαφορά έντασης, ανάλογα με την εκπομπή και τον σταθμό) ο ψύχραιμος, ο επιστημονικά συγκροτημένος, αυτός που σέβεται τις αρχές του διαλόγου, ο ευγενής, περνάει ως «λαπάς» - όπως είχε πει κάποτε και ο Κούβελας για τους ποιητές.
Το κέντρο βάρους της πολιτικής διαμάχης από χρόνια έχει φύγει από τη Βουλή και διεξάγεται στα τηλεπαράθυρα, χωρίς αρχές αλλά με εντυπώσεις όπου λαμβάνει χώραν ένα κυριολεκτικά γελοίο ξεκατίνιασμα. Γι’ αυτό άλλωστε με την ιδιωτική τηλεόραση είδαμε και τόσα παρατράγουδα να εισέρχονται στη Βουλή. Και πιο παλιά όσο πιο trash η underground ήταν η εκπομπή τόσο πιο αντισυστημικό «είδωλο» γινόταν ο πολιτικός.
Τέτοια λατρεία νιώθουν οι πολιτικοί με την τηλεόραση, που ο εκπομπές συχνότατα έχουν γίνει και βήμα ανακοίνωσης κυβερνητικών μέτρων. Βολεύει και τους υπουργούς. Αντί να καλέσουν στο υπουργείο τους διαπιστευμένους (ήτοι εξειδικευμένους) συντάκτες και να τους ανακοινώσουν τα μέτρα, τα ανακοινώνουν στην τηλεόραση.
Βολικό βέβαια. Εκεί δεν θα βρουν αντίσταση, δεν θα περάσουν από την κρισάρα της εξειδίκευσης και της αντίρρησης, ώστε να επισημανθούν τα λάθη, οι αδυναμίες, οι αστοχίες. Εκ των πραγμάτων ένας παρουσιαστής, ένας εκπομπάρχης που είναι υποχρεωμένος να ασχολείται καθημερινά με όλα τα προβλήματα που ανακύπτουν στην επικαιρότητα, δεν διαθέτει την ιδιαίτερη γνώση και δεν μπορεί να εντοπίσει το τρωτό ή το ανεφάρμοστο των μέτρων που εξαγγέλλονται στην εκπομπή του. Αφήνει τον υπουργό να λέει τα δικά του.
Από την άλλη οι δημοσιογράφοι που καλούνται να συμμετάσχουν στον διάλογο, συνήθως δεν αναλαμβάνουν μόνο τον ρόλο της σκληρής αντιπολίτευσης όπως θα έπρεπε, αλλά τις περισσότερες φορές εκφράζουν και πολιτικές απόψεις που ταυτίζονται με τις κομματικές γραμμές της αντιπολίτευσης. Αλλά είναι οι τελευταίοι που φταίνε. Οι καλούντες γνωρίζουν τις απόψεις τους, και γι’ αυτό ακριβώς τους καλούν. Για να σηκωθεί κουρνιαχτός.
Όπως χθες με τον Αδωνι Γεωργιάδη που προκλήθηκε σκόπιμα και η απάντησή του παρερμηνεύτηκε δήθεν ότι πανηγύρισε επειδή είχαμε νεκρούς. Ετσι ακριβώς έγραψαν τα φιλικά Μέσα του ΣΥΡΙΖΑ, και έτσι σχολίασε ο ΣΥΡΙΖΑ καταλογίζοντάς του ότι δεν έχει ντροπή επειδή - δήθεν - πανηγυρίζει για τους 125 νεκρούς που έχουμε ανά εκατομμύριο!
Στην ουσία και προσκληθείς, είπε ότι πανηγυρίζει γιατί δεν έχουμε τους 1350 του Βελγίου ανά εκατομμύριο, άρα επειδή σώσαμε ζωές. Αλλά αρκετά έμπειρος είναι, ας πρόσεχε. Οταν όλη την ημέρα υπερεκτίθεσαι από κανάλι σε ραδιόφωνο και τούμπαλιν, αυτά παθαίνεις.
Τελικώς σε αυτό το νοσηρό τοπίο οι μόνοι κερδισμένοι οι τηλεοπτικοί σταθμοί, και μάλιστα εις τριπλούν.
Αφενός κάνουν εκπομπές με ελάχιστο κόστος. Γεμίζουν πολλές ώρες κάθε μέρα με την εθελουσία συνεργασία απλήρωτων συνεργατών, όπως έχουν καταντήσει οι πολιτικοί και δη των δύο μεγάλων κομμάτων (αυτούς κυρίως καλούν γιατί αυτοί δημιουργούν τζέρτζελο).
Δεύτερο δείχνουν ότι εκπληρούν τον ενημερωτικό τους ρόλο αφού βγάζουν ειδήσεις ή «ειδήσεις» που αναπαράγονται, είτε με τον καυγά στα παραθύρια, είτε με ανακοινώσεις υπουργών (π.χ. σχεδόν κάθε υπουργός Οικονομικών που… σέβεται τον εαυτό του, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, πρώτα θα κάνει ανακοινώσεις για τις συντάξεις στον Αυτιά και μετά στους συντάκτες του εργατικού ρεπορτάζ και στη Βουλή).
Και τρίτον με αυτή τη γοητευτική θέλξη που ασκεί η οθόνη στους πολιτικούς, οι καναλάρχες αποκτούν σημαντική πολιτική δύναμη στον ελληνικό μικρόκοσμο.
Και δεν πρόκειται να σταματήσει αυτό. Επειδή ο Ελληνας, και προ κρίσης έχει σταματήσει να αγοράζει εφημερίδες «γιατί όλες λένε ψέματα», θα συνεχίσει «ενημερωμένος από τον Κακαουνάκη», όπως συμβολικά τραγουδούσε ο Σαββόπουλος (έστω και αδίκως βέβαια γιατί ο μακαρίτης ήταν ρεπόρτερ με κεφαλαία γράμματα).