Εν αρχή ην οι αρχηγοί.
Ο Μητσοτάκης με τη δοξαστική νίκη του, γιατί μόνο αυτή η λέξη ταιριάζει, δεν εδραιώθηκε απλώς στην αρχηγία της ΝΔ. Την απέκδυσε από τα τελευταία ρετάλια του «καραμανλισμού» - όπου με αυτό δεν εννοούμε την όποια πολιτική παρακαταθήκη του ιδρυτή της παράταξης, αλλά εκείνα τα πρόσωπα που κρυμμένα στη λεοντή του, και μόνο με την επίκλησή του, διεκδικούσαν την συνδιαχείριση του κόμματος της συντηρητικής παράταξης. Με αυτό έστηναν και τα εσωκομματικά τους «μαγαζάκια».
Κάποιοι μάλιστα φορώντας αυθαίρετα το φωτοστέφανο του καραμανλισμού, το μετέφεραν ως προίκα στον ΣΥΡΙΖΑ, ώσπου αυτό ξεθώριασε, και έμεναν οι ίδιοι ράκη του δάνειου κλέους. Πολύ χειρότερα που αποδείχτηκαν άνευ λαϊκού αντικρίσματος (ψήφου), ως κύμβαλα αλαλάζοντα. Η ΝΔ εκ του αποτελέσματος, έγινε σε αυτή τη χρονική στιγμή, κόμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη, όχι του «μητσοτακισμού».
Το κατάλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ και έδωσε γραμμή σε φιλικές πένες να προσπαθούν να ξορκίσουν την παντοκρατορία του Πρωθυπουργού, αναπαράγοντας τη ρήση του Αλέξη για «Ανεξέλεγκτο Μητσοτάκη». Δηλαδή και έτσι να είναι, θα φοβηθεί ο λαός «το ανεξέλεγκτο» τη στιγμή που ο ίδιος κατέστησε τον Μητσοτάκη παντοκράτορα και «ανεξέλεγκτο»;
Ο έτερος νικητής είναι ο Ανδρουλάκης. Όμως παράδοξα αυτοδοξαστικοί οι τόνοι του. Κατανοητοί για επινίκια βραδιά εκλογών, αλλά κατά την ταπεινή μας γνώμη η νίκη δεν ήταν τόσο προφανής και περιφανής.
Με τέτοια μνημειώδη κατακρήμνιση του ΣΥΡΙΖΑ, η άνοδος από το 8,10% στο 11,45% δεν δικαιολογεί τέτοιους υψίφωνους πανηγυρικούς τόνους. Είναι μια αρχή αλλά όχι απόδειξη ότι το ΠΑΣΟΚ αναγεννάται.
Ο ίδιος ο Ανδρουλάκης επιζητούσε ισχυρή εντολή προσδιορίζοντάς την στο 12%, σε συνθήκες όπου ο ΣΥΡΙΖΑ αναμενόταν να αγγίξει το 30%. Παρά την εκκωφαντική κατάρρευση, το 12% δεν το κατόρθωσε. Μάλλον προβληματισμός ταιριάζει στο ΠΑΣΟΚ παρά δοξαστικές ιαχές.
Και τέλος ο μεγάλος ηττημένος, ο Τσίπρας. Η χθεσινή του δήλωση είναι αυθωρεί καταστρατήγηση των αποφάσεων που ελήφθησαν παρουσία του, μόλις πριν λίγη ώρα στο Εκτελεστικό Γραφείο. Όπως η αλλαγή στρατηγικής με σαφές και εύληπτο μήνυμα, η ανάδειξη προγραμματικών προτάσεων, και η ανάδειξη νέων προσώπων.
Αντί ως αρχηγός να επιδείξει γενναιότητα και να αναλάβει την ευθύνη των λαθών του (δεν λέμε να παραιτηθεί, πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει άλλος στον ΣΥΡΙΖΑ), άρχισε να… μυξοκλαίει (συγγνώμη για την έκφραση). Και ενώ υποτίθεται ότι αποφασίστηκε να απευθύνει προσκλητήριο συσπείρωσης «στον δημοκρατικό κόσμο της χώρας», άρχισε να κατηγορεί… το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ, αυτούς δηλαδή στους οποίους θα απηύθυνε το προσκλητήριο!
Τους κατηγόρησε ότι ως «προοδευτικές δυνάμεις» στις οποίες έτεινε το χέρι της συνεργασίας «είχανε μέτωπο σχεδόν αποκλειστικά ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ». Και χθες την ώρα μιας ιστορικής εκλογικής νίκης της δεξιάς, κατά τον Τσίπρα πάντα, «αυτοί πανηγυρίζανε περισσότερο από τους Νεοδημοκράτες για την πτώση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ. Εμείς κοιτάζαμε τη χώρα, είπε, εκείνοι το δικό τους χωράφι», είπε.
Επιτέθηκε στο ΠΑΣΟΚ, που παλιά οι συριζαίοι το έβριζαν συν γυναιξί και τέκνοις, επειδή δεν συγκατατέθηκε να γίνει άβουλο υποπόδιό του στην κυβέρνηση ανοχής που μηχανεύτηκε, όταν στέρεψε η ελπίδα για κυβέρνηση συνεργασίας.
Το ΠΑΣΟΚ του απάντησε δικαίως ότι «έξυσε τον πάτο του βαρελιού απευθύνοντας προσκλητήριο στους ψηφοφόρους Κασιδιάρη και των δολοφόνων του Παύλου Φύσσα, αγκαλιάζοντας τα στελέχη του Πάνου Καμμένου, και ξεπλένοντας την κυβέρνηση της χρεοκοπίας του Κώστα Καραμανλή, εντάσσοντας στα ψηφοδέλτιά τον Ευάγγελο Αντώναρο».
Το γεγονός ότι θέσπισε την απλή αναλογική αλλά δεν φρόντισε να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις συμμαχιών που αυτή απαιτεί, δεν τον προβλημάτισε. Με την πρώην αυτοκρατορική νοοτροπία, που του είχε προσδώσει η διπλή νίκη του 2015, θεωρούσε τα υπόλοιπα κόμματα της μη δεξιάς αντιπολίτευσης απλώς… «υπόλοιπα». Ως υποχρεωμένα να δώσουν διαπιστευτήρια στην αριστερή εξοχότητά του.
Ο ίδιος, ως άσπιλος της Αριστεράς, δεν έφταιξε σε τίποτα. Και στην αυταρέσκειά του δεν έχει κατανοήσει ακόμη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι «Το κόμμα της αριστερής αντιπολίτευσης». Είναι απλώς ένα κόμμα μέσα στα άλλα, το οποίο μάλιστα καθεύδει, λαϊκή βουλήσει. Και ο αρχηγός του δεν έχει το θάρρος να παραδεχθεί τα λάθη του. Σε κάθε αποτυχία του φταίνε οι άλλοι.