Πρόκειται για… κατόρθωμα του Νίκου Ανδρουλάκη. Με τον Μητσοτάκη πληγωμένο από το δυστύχημα Τεμπών να συνέρχεται αργά, τον Τσίπρα εκτεθειμένο για μια ακόμη φορά στο προσφιλές σπορ της κωλοτούμπας, ακυρώνοντας την αποπομπή Πολάκη, ο Προέδρος του ΠΑΣΟΚ κατόρθωσε να χάσει σε δημοτικότητα, παρότι δηλώνει - και αντικειμενικά είναι - «νέος και άφθαρτος».
Στην έρευνα της Marc για το Πρώτο Θέμα, η δημοτικότητά του από 32,1% στις αρχές Φεβρουαρίου, και με ενδιάμεση στάση το 27,9% στις αρχές Μαρτίου, στο τέλος του μηνός κατέπεσε στο 24,6%. Τον πέρασε ακόμη και ο Δημήτρης Κουτσούμπας του ΚΚΕ (30,9%).
Ναι σύμφωνοι, η δημοτικότητα δεν μεταφράζεται σε προτίμηση ψήφου, αλλιώς θα είχαμε Πρωθυπουργό τη δεκαετία του 70 τον… Λεωνίδα Κύρκο («μας αγαπάνε αλλά δεν μας παντρεύονται» έλεγε σατιρίζοντας τη δημοφιλία του). Και οι αριθμοί δεν διαβάζονται απόλυτα αλλά ως ένδειξη υπαρκτής τάσης του κοινωνικού σώματος.
Αλλά όταν σε δυο μήνες που οι άλλοι αρχηγοί ταλανίζονται, ο ένας για το ρήγμα στο επιτελικό του κράτος, ο άλλος εκτίθεται για αναντιστοιχία και υποκρυπτόμενο φόβο συρρίκνωσης (και γι’ αυτό διατηρεί Πολάκη), ο Ανδρουλάκης κάπως στραβά αρμενίζει για να χάνει 8% σε δημοτικότητα.
Τις συμπληγάδες στο αρμένισμά του, τις ύψωσε ο ίδιος με το περίφημο «ούτε Μητσοτάκης ούτε Τσίπρας για πρωθυπουργοί». Στην ανωτέρω δημοσκόπηση το 66,3% των πολιτών τη θεωρεί λάθος και σωστή μόνο το 24,8%. Φαίνεται λόγω απειρίας και απουσίας ώσμωσης με την κοινωνική βάση, ο πρώην ευρωβουλευτής μετέφερε μηχανιστικά, θέλοντας να επιβάλει άκριτα, τις παραστάσεις του από τας Ευρώπας.
Μόνο που εδώ τέτοια θεώρηση αντιτίθενται στην πολιτική μας ιστορία και την εθιμική συμπεριφορά των ψηφοφόρων. Όσοι ψηφίζουν κόμματα εξουσίας ψηφίζουν και τον αρχηγό τους για Πρωθυπουργό. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στην περίπτωση Μητσοτάκη, ο οποίος συσπείρωσε στη ΝΔ ψηφοφόρους που βρίσκονταν εκτός του πλαισίου των παραδοσιακών οπαδών της. Και τώρα δεξιοί, συριζαίοι και αδιάφοροι, βλέπουν τον αρχηγό ενός κόμματος πέριξ του 10%, να έχει την προπέτεια να επιβάλει τον Πρωθυπουργό της χώρας (έτσι το εκλαμβάνουν).
Τον έβλαψε και το γεγονός ότι αυτοπροτάθηκε ως Πρωθυπουργός, στην συνέντευξη στην Κοσιώνη του Σκαι. Θεωρήθηκε υπερφίαλο. Και δεν ήταν η πρώτη φορά. Το είχε κάνει και στις αρχές Σεπτεμβρίου στην εκπομπή του Παπαδάκη στον Αντ1. Είχε πει περίπου: Αν ο άλλος από το 39% πέσει στο 30%, ή από το 30%στο 26, ενώ εγώ τα διπλασιάσω, γιατί δεν κάνω για Πρωθυπουργός; Άλλωστε η χώρα χρειάζεται Πρωθυπουργό με ευρωπαϊκή εμπειρία.
Προφανώς τα μηνύματα για την μη ευοίωνη υποδοχή της πρότασής του από τους πολίτες, τα έλαβε. Έτσι προχθές στις Σέρρες ανέκρουσε πρύμναν. Και χωρίς την προηγούμενη οίηση, φάνηκε καθησυχαστικός και μειλίχιος, λέγοντας: «Ισχυρίζονται ότι θα επιλέξω εγώ τον πρωθυπουργό. Είναι προφανές ότι όλο αυτό είναι ένα επικοινωνιακό παιγνίδι».«Όταν υπάρχουν κυβερνήσεις συνεργασίας, οι συγκλίσεις είναι και στα πρόσωπα. Ιδιαίτερα στο πρόσωπο του Πρωθυπουργού που πρέπει να είναι πρόσωπο κοινής αποδοχής. Αρα δεν θα πω εγώ «Ποιος» σε ένα πρόσωπό κοινής αποδοχής».
Και παθαίνοντας… ΣΥΡΙΖΑ διερωτήθη: Γιατί η φασαρία; Διότι θέλουν να πείσουν το λαό οι γνωστοί μιντιάρχες ότι το δίλημμα είναι «Μητσοτάκης ή χάος».
Θα έπρεπε να ξέρει ότι πάντα σημασία δεν έχει μόνο τι λες, αλλά και πως το λες. Και η εκφραστική Ανδρουλάκη στις Σέρρες όντως είχε απόκλιση από το αρειμάνιο «πολεμικό» ύφος με το οποίο δήλωνε: Μητσοτάκης και Τσίπρας δεν πρόκειται να δουν Πρωθυπουργία από τον ίδιο.
Και αντί των συναινέσεων που αναφέρει τώρα, μιλούσε για σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση και άλλα νεφελώδη, που δεν θα ήταν υπερφίαλα μόνον εάν σχημάτιζε δική του αυτοδύναμη κυβέρνηση, κάτι που δεν υπήρχε στον ορίζοντα ούτε για αστείο.
Έτσι, αντί για σταθεροποιητικός παράγοντας κύρους που θα μπορούσε να είναι, εξελήφθη από το λαό αν όχι ως παράγοντας αποσταθεροποίησης, σίγουρα ως ανεχέγγυος εταίρος για το πρώτο κόμμα - το οποίο, όπως είπε και ο ίδιος στις Σέρρες, «δεν θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ».
Ο Μητσοτάκης δήλωνε από πάντα ότι θα πάει σε δεύτερη εκλογή για να κάψει την απλή αναλογική και να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Αλλά ο Ανδρουλάκης με τις «γενναίες» διακηρύξεις του, του πρόσφερε και τη νομιμοποιητική βάση να το κάνει.