Κάθε μέρα που περνά και μας φέρνει πιο κοντά στις εκλογές της 21ης Μαΐου, ο Αλέξης Τσίπρας συνειδητοποιεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα έλθει δεύτερος και με διαφορά από τη Νέα Δημοκρατία και τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Και επομένως, καθώς τα νούμερα δεν θα βγαίνουν ούτε για κυβέρνηση ηττημένων, έχει ήδη περάσει στο Plan B. Μιλά πια ανοιχτά για κυβέρνηση με ανοχή. Δηλαδή στο μυαλό του υπάρχει ένα ακόμη καταστροφικότερο για τη χώρα σενάριο.
Στη συνέντευξή του στο Star και στη Μάρα Ζαχαρέα (10/4/23) - εκεί που αναφερόμενος στις δηλώσεις Ανδρουλάκη μίλησε για «λόγια του αέρα», ο κ. Τσίπρας ήταν σαφής: Δεν θα διστάσει να σχηματίσει… κυβέρνηση στον αέρα! Ανεμομαζώματα διαολοσκορπίσματα!
Αφού δήλωσε πως «όλα τα έχει σκεφτεί», μας είπε πρώτα πως «υπάρχουν δύο εκδοχές» και μετά μας είπε πως «υπάρχουν πολλές εναλλακτικές εκδοχές». Στην ίδια παράγραφο!
Είπε συγκεκριμένα: «Υπάρχουν δυο εκδοχές. Υπάρχει η εκδοχή της συμμετοχής σ’ ένα κυβερνητικό σχήμα, υπάρχει η εκδοχή της ανοχής, της στήριξης μιας κυβέρνησης προκειμένου να γίνει πράξη η πολιτική αλλαγή και να μην πάμε σε δεύτερες και τρίτες εκλογές, υπάρχουν πολλές εναλλακτικές εκδοχές. Και για τον κ. Βαρουφάκη»!
Τόσο εύκολα περνά από την άρνηση της κυβέρνησης των ηττημένων στην αποδοχή κυβέρνησης με ψήφο ανοχής προς την μειοψηφία των ηττημένων.
Τα πάντα για την εξουσία, αλλά η βαλίτσα αυτή δεν πάει μακριά
Με λίγα λόγια, ο κ. Τσίπρας δεν θα διστάσει να επιστρέψει στην εξουσία χωρίς η κυβέρνησή του να διαθέτει την Δεδηλωμένη στη Βουλή. Και δεν θα δίσταζε, για χάρη της εξουσίας, να βρίσκεται σε μια διαρκή κατάσταση ομηρίας από αυτούς που θα μπορούν ανά πάσα στιγμή να αποσύρουν την ανοχή τους και να ρίξουν την κυβέρνησή του αν δεν υποκύπτει στους εκάστοτε εκβιασμούς τους. Στους οποίους εκβιασμούς είναι διατεθειμένος να υποκύπτει – αλλά η διεθνής εμπειρία έχει δείξει πως αυτή η βαλίτσα δεν πάει μακριά.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο κ. Τσίπρας εκφράζει δυνατά τις πονηρές σκέψεις του. Δεν του ξέφυγε. Επέλεξε την προπαγανδιστική στρατηγική της εξοικείωσης της κοινής γνώμης με τις μύχιες επιθυμίες του.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο χρειάζεται, περισσότερο από ποτέ, να χτυπήσει καμπάνα συναγερμού κατά της χαλαρής ψήφου της 21ης Μαΐου.
Κυβέρνηση μειοψηφίας με ψήφο ανοχής είχαν στο μυαλό τους και πριν από τις εκλογές του 2019, όταν και πάλι διαφαινόταν η νίκη της Νέας Δημοκρατίας. Και τότε, ο κ. Τσίπρας ήλπιζε ότι η διαφορά του ΣΥΡΙΖΑ από τη Νέα Δημοκρατία, που θα έκοβε πρώτη το νήμα, θα ήταν μικρή. Και πως θα είχε την δυνατότητα να κάνει αυτό το οποίο επιχειρεί και πάλι.
Στις 2 Ιανουαρίου 2019, σε συνέντευξή του στον ρ/σ News 24/7 και τον Βασίλη Σκουρή, ο τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος κ. Τζανακόπουλος είχε πει με αφορμή την αναζήτηση των 151 ψήφων για την υπερψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών και με δεδομένο ότι ο κ. Καμμένος δεν θα ψήφιζε:
«Δεν προκύπτει ότι θα υπάρξει κατά κανένα τρόπο απώλεια της εμπιστοσύνης της Βουλής. Ο κύριος Καμμένος έχει δηλώσει σαφώς ότι ναι μεν θα αποχωρήσει από την κυβέρνηση, ωστόσο δεν θα υπερψηφίσει ποτέ μια πρόταση δυσπιστίας την οποία θα κατέθετε ο κύριος Μητσοτάκης ή οποιοσδήποτε άλλος από την παρούσα Βουλή. Με αυτή την έννοια, θα έχουμε μια κυβέρνηση η οποία, όπως και σε πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης, την Ισπανία, την Πορτογαλία, θα λειτουργεί με τη λεγόμενη ανοχή ενός μέρους του Κοινοβουλίου. Άρα, δεν υφίσταται κανένας απολύτως λόγος για να υπάρξει οποιαδήποτε πολιτική εξέλιξη σχετικά».
Δηλαδή, είχαν από τότε προκρίνει τη λύση Ισπανίας και Πορτογαλίας με τις κυβερνήσεις μειοψηφίας (ηττημένων) και την ανοχή.
Στο ερώτημα του δημοσιογράφου αν «μπορεί να πάει μακριά μια τέτοια κυβέρνηση» ο κ. Τζανακόπουλος προχώρησε σε νέα επεξήγηση:
«Προσέξτε, πριν από λίγους μήνες υπήρξε μια κοινοβουλευτική και κυβερνητική ανατροπή στην Ισπανία. Το σοσιαλιστικό κόμμα ανήλθε στην κυβερνητική εξουσία με την ανοχή των Podemos και σχεδιάζει να ολοκληρώσει την τετραετία υπό αυτή τη συνθήκη και υπό αυτούς τους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς, που στηρίζονται ακριβώς στην ανοχή ενός μέρους του ισπανικού κοινοβουλίου. Και μάλιστα αυτή τη συνθήκη σκοπεύει να τη διατηρήσει για τα τρία επόμενα χρόνια.
Επομένως, δεν μπορώ να καταλάβω για ποιον λόγο, ας πούμε, στην Ισπανία ή στην Πορτογαλία μπορούν κόμματα να διατηρούνται κατ’ αυτό τον τρόπο στην κυβέρνηση για δύο και τρία ή και τέσσερα ακόμα χρόνια και η ΝΔ τόσο πολύ θέλει να επιταχύνει εξελίξεις, όταν φαίνεται ότι δεν έχει τους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς για να κάνει κάτι τέτοιο».
Επίθεση στη Γεννηματά
Και αυτό πήγε μέχρι τέλους (κυριολεκτικά):
Στις 25 Ιουνίου 2019, μιλώντας και πάλι στο Star και στη Μάρα Ζαχαρέα, ο κ. Τσίπρας είχε επιτεθεί στην αείμνηστη Φώφη Γεννηματά (αφού με δύο Tweet για την 23η επέτειο θανάτου του Ανδρέα Παπανδρέου αποθέωσε το ΠΑΣΟΚ):
«Δεν μπορεί σήμερα να θέλει ένας πολιτικός χώρος ένα πολιτικό Κόμμα που είναι διάδοχο του ΠΑΣΟΚ, του ιστορικού ΠΑΣΟΚ, να αυτοπροσδιορίζεται στο χώρο της Δημοκρατικής Παράταξης και της Κεντροαριστεράς και να δουλεύει για την εγκαθίδρυση του κ. Μητσοτάκη στη διακυβέρνηση του τόπου. Βλέπω όμως ότι ενώ όλοι οι Σοσιαλιστές στην Ευρώπη, όλη η Σοσιαλδημοκρατία αγκαλιάζει τον ΣΥΡΙΖΑ, εδώ στην Ελλάδα η κα Γεννηματά αγκαλιάζει τον κ. Μητσοτάκη και τη Νέα Δημοκρατία και αυτό είναι μια αντίφαση. Είδα τις δηλώσεις της ότι ό,τι και να γίνει στις εκλογές θα δώσει ψήφο ανοχής στην Κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη, πρώτον. Και δεύτερον ότι θα καταργήσει την απλή αναλογική. Και πάλι σηκώνω τα χέρια ψηλά! Τι λογική έχει για ένα Κόμμα το οποίο είναι το 6, το 7, το 8% και άρα ένα Κόμμα που θα έπαιζε κεντρικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της χώρας και θα διαμόρφωνε την προοπτική της διακυβέρνησης, να θέλει να καταργήσει την απλή αναλογική;»
Δηλαδή κατά τον κ. Τσίπρα του 2019 με ένα 6% παίζεις κεντρικό ρόλο. Ενώ κατά τον κ. Τσίπρα του 2023, αν πάμε σε δεύτερες εκλογές, το ίδιο κόμμα θα συντριβεί στις μυλόπετρες των δύο «μεγάλων» και επομένως δεν θα μπορεί να παίξει κανένα ρόλο!
Ναι σε ανοχή του ΚΚΕ, όχι σε ανοχή στον Μητσοτάκη
Στις 27 Ιουνίου 2019, δηλαδή λίγες μέρες πριν από τις εκλογές, μιλώντας στο Open και στην Έλλη Στάη, ο κ. Τσίπρας είπε:
«Και στο Κομμουνιστικό Κόμμα θα απευθυνόμασταν για ψήφο ανοχής, όπως θέλει η κα Γεννηματά να στηρίξει Πρωθυπουργό τον κ. Μητσοτάκη και του δίνει ανοχή. Αν κερδίσει ο κ. Μητσοτάκης εκλογές με μια ψήφο, ποιον θα στηρίξει; Σε ποιον θα δώσει ψήφο ανοχής;»
Στην παρατήρηση της δημοσιογράφου ότι η Φώφη Γεννηματά είπε «δεν θα αφήσουμε τη χώρα να πάει στα βράχια, τη χώρα ακυβέρνητη, τη χώρα να μπει σε περιπέτειες», ο κ. Τσίπρας επέμεινε:
«Έχει πει πολύ συγκεκριμένα ότι θα δώσει ψήφο ανοχής σε Κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη, και πιστεύω ότι αυτό είναι μια δήλωση που θα στοιχίσει πολιτικά στο ΚΙΝΑΛ. Διότι ο κόσμος του παλιού ΠΑΣΟΚ, πιστεύω -ο απλός κόσμος όχι τα στελέχη- δεν μπορούν να διανοηθούν πως είναι δυνατό η μετεξέλιξη του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου να είναι ένα κόμμα που σήμερα στηρίζει, ή μπορεί να στηρίξει, τον κ. Μητσοτάκη για να αναλάβει Πρωθυπουργός».
Δηλαδή ο κ. Τσίπρας μπορούσε να ζητήσει ανοχή από το ΚΚΕ, αλλά η Γεννηματά δεν μπορούσε να δώσει ανοχή στον Μητσοτάκη!
Το 2015 ξόρκιζε την ανοχή και… ολόκληρη ευκαιρία
Αλλά νωρίτερα, πριν από τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015, ο κ. Τσίπρας είχε αποκηρύξει και εξορκίσει μια κυβέρνηση με ανοχή.
Σε συνέντευξή του στη Real News και τον Βασίλη Σκουρή (11/1/2015), είχε έτσι απαντήσει στο ερώτημα «Κυβέρνηση μειοψηφίας, με ψήφο ανοχής, θα δεχόσασταν να σχηματίσετε;»:
«Δεν θα συζητήσουμε κάτι το οποίο βάζει σε δοκιμασία την πολιτική της ανασυγκρότησης που έχει ανάγκη η ελληνική κοινωνία. Θα συζητούσαμε οτιδήποτε προωθεί ουσιαστικά –και εννοώ την λέξη- την στρατηγική που σας ανέλυσα προηγουμένως. Αλλά νομίζω ότι βιάζεστε. Ο λαός μας δε θα δώσει μισή ευκαιρία στον ΣΥΡΙΖΑ. Θα τη δώσει ολόκληρη. Στις 26 Γενάρη ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και ο λαός μας θα είναι αυτοδύναμος».
Δηλαδή, το 2015, στηριζόμενος στο εκλογικό σύστημα από το οποίο πρώτα θα επωφελείτο και μετά θα καταργούσε, ο κ. Τσίπρας ζητούσε αυτοδυναμία για τον ΣΥΡΙΖΑ. Διότι αλλιώς θα επρόκειτο για… μισή ευκαιρία! Και διακήρυσσε πως δεν θα δεχόταν συνεργασίες, διότι μια τέτοια κυβερνητική συνεργασία, πέραν του αυτονόητου προβλήματος πολιτικής αξιοπιστίας, θα δημιουργούσε αντικειμενικά προβλήματα στην υλοποίηση του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, που στοχεύει στην αποδέσμευση της Ελλάδας από την ολέθρια πολιτική της λιτότητας».
Δηλαδή το 2015, κατά τον κ. Τσίπρα, οι συνεργασίες θα τον εμπόδιζαν στην εφαρμογή του προγράμματός του!
Σήμερα, δεν έχει κανένα πρόβλημα όχι μόνο να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας – προφανώς θέτοντας σε κίνδυνο την εφαρμογή του προγράμματός του (λέμε τώρα) σε όλη του την έκταση – αλλά δέχεται και το χειρότερο: Μια κυβέρνηση με ψήφο ανοχής!
Ζητούσε ψήφο αυτοδυναμίας και ισχυρή εντολή!
Το επιβεβαίωσε και στις 23/1/2015, δυο μέρες πριν από τις εκλογές, κατά την διακαναλική συνέντευξή του στο Ζάππειο. Απαντώντας στην ερώτηση της Μαριτίνας Ζαφειριάδου από την Real News, αν θα πήγαινε σε μία Κυβέρνηση μειοψηφίας με ανοχή ή αν θα ζητούσε συνεργασίες και με ποιους και από ποιους «και δεδομένου ότι είπατε πως θα είστε όμηρος ως προς το να υλοποιήσετε το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης στην ολότητά του αν συνεργαστείτε, ποιες είναι αυτές οι κόκκινες γραμμές σε αυτό το πρόγραμμα που δε θα δεχθείτε να κάνετε πίσω από αυτές;», είπε:
«Κυρία Ζαφειριάδου μου δίνετε την ευκαιρία να επαναλάβω για ποιο λόγο απευθύνομαι σε κάθε Έλληνα και κάθε Ελληνίδα και τους ζητώ στήριξη και εντολή ισχυρή, εντολή κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, αλλά και ισχυρή διαπραγματευτική δύναμη, ισχυρή δύναμη για συγκρούσεις μέσα κι έξω από τη χώρα, συγκρούσεις με ασφάλεια, αναγκαίες ρήξεις με το χθες.
Σας είπα λοιπόν και είπα και εισαγωγικά, αυτό το διάστημα τις τελευταίες μέρες γίνεται μια μεγάλη μάχη. Ποια είναι αυτή η μάχη; Όλοι έχουν προεξοφλήσει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι νικητής, το Plan B -για να μιλήσω με όρους του παρελθόντος- της τρόικα ξέρετε ποιο είναι;
Το Plan B της τρόικα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ να μην έχει την απόλυτη πλειοψηφία, ώστε να αναγκαστεί να κυβερνήσει ή να στηριχθεί από δυνάμεις που στην Ελλάδα τέσσερα χρόνια τώρα, αποτελούν κήρυκες και υποστηρικτές προπαγανδιστές των απόψεων των δανειστών μας. Αυτό είναι το Plan B. Και εμείς ζητάμε από τον ελληνικό λαό αυτό το Plan B να το διαλύσει.
Και το λέω αυτό, διότι μετά βεβαιότητας, αυτή είναι η αίσθησή μου και θέλω να μιλήσω ανοιχτά, μόνο και μόνο για να αποδείξουν ότι δεν έκαναν λάθος, ότι δεν φταίνε αυτοί αλλά δεν γινόταν αλλιώς, την κρίσιμη στιγμή θα υπονομεύσουν τον ΣΥΡΙΖΑ και την εθνική προσπάθεια στην Ευρώπη και μέσα στη χώρα, για να δημιουργήσουμε ένα διαφορετικό πεδίο.
Γι' αυτό ζητάμε ψήφο στήριξης και αυτοδυναμίας, όχι γιατί ξαφνικά μας έπιασε ένας μικρομεγαλισμός και θέλουμε με την αλαζονεία των δυνάμεων του παρελθόντος να ξαναφτιάξουμε ένα δικό μας κομματικό κράτος. Δεν ερχόμαστε για να πάρουμε μια ιστορική ρεβάνς, παρά το γεγονός ότι είναι μια ιστορική στιγμή γιατί για πρώτη φορά στη χώρα μας μια δύναμη της Αριστεράς έρχεται να λάβει θέσεις ευθύνης και διακυβέρνησης.
Τέλος θέλω να σας πω ότι εμείς και με αυτοδύναμη πλειοψηφία στη Βουλή θα επιδιώξουμε συνεργασίες. Θα επιδιώξουμε συνεργασίες, με τις δυνάμεις εκείνες που δεν θεωρούμε ότι έχουν τη σκοπιμότητα ή δεν θα θελήσουν να βάλουν τρικλοποδιά ή δεν θα λειτουργήσουν κακόβουλα υπερασπιζόμενοι τις λογικές των εταίρων ή των δανειστών, υπερασπιζόμενοι τις λογικές της τρόικας. Θα δεχτούμε και θα επιδιώξουμε συνεργασίες, το κριτήριό μας για τη συγκρότηση της Κυβέρνησης θα είναι αυτή να είναι Κυβέρνηση όλων των Ελλήνων, το κριτήριό μας θα είναι η αποτελεσματικότητα, η ικανότητα και η εντιμότητα».
Δηλαδή τον Ιανουάριο του 2015 ο κ. Τσίπρας ζητούσε μετά μανίας αυτοδυναμία για να μην είναι όμηρος και για να μην υπονομεύεται. Και όχι για λόγους μικρομεγαλισμού.
Ο Τσίπρας του 2023, αντιμέτωπος με μια νέα ήττα, δεν έχει κανένα πρόβλημα ούτε ομηρίας, ούτε υπονόμευσης.
Τότε είχε δίκιο να ζητά ο ίδιος αυτοδυναμία για τον εαυτό του, αναγνωρίζοντας προφανώς τα προβλήματα των κυβερνήσεων συνεργασίας, μειοψηφίας ή ανοχής.
Σήμερα, δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα στον Μητσοτάκη να ζητά αυτοδυναμία για σταθερότητα και εφαρμογή του προγράμματός του.
Τι συμβαίνει όταν στο τιμόνι βρίσκονται οι «δεύτεροι»
Συγγνώμη που επανέρχομαι ξανά και ξανά, αλλά τώρα που περάσαμε και στο σενάριο της ανοχής αισθάνομαι την ανάγκη να ξαναχτυπήσω καμπανάκι.
Στην Ισπανία υπάρχει κυβέρνηση μειοψηφίας Σοσιαλιστών και Podemos. Όπως και στην Πορτογαλία, κυβέρνηση δεν σχημάτισαν οι πρώτοι, αλλά οι δεύτεροι που με μια σειρά άλλα κόμματα - κομμουνιστικά, αποσχιστικά, εθνικιστικά – έριξαν τους πρώτους μέσα στη Βουλή, καταφεύγοντας σε ευκαιριακές συμμαχίες, με πολλές παραχωρήσεις και κατά περίπτωση συμμαχίες.
Από το 2016 ως το 2019 οι Ισπανοί πήγαν στις κάλπες τέσσερις φορές. Στις 2 Ιουνίου 2018, ο Σάντσεθ ορκίστηκε πρωθυπουργός με την διαδικασία της ψήφου ανοχής. Αλλά στις 28 Απριλίου 2019, η κυβέρνηση Σάντσεθ έπεσε όταν οι Podemos δεν ψήφισαν τον προϋπολογισμό. Η χώρα έμεινε χωρίς προϋπολογισμό επί δύο χρόνια!
Προηγουμένως, ο πρωθυπουργός Ραχόι και το Λαϊκό Κόμμα είχε νικήσει και στις εκλογές Δεκεμβρίου 2015 και σε εκείνες του Ιουνίου 2016. Τον ανέτρεψαν μέσα στην Βουλή τον Ιούνιο του 2018, καθώς δεν διέθετε αυτοδυναμία. Αυτοί που τον έριξαν ήταν οι Σοσιαλιστές, οι Podemos, οι Βάσκοι εθνικιστές και οι Καταλανοί αυτονομιστές.
Εκείνη η κυβέρνηση έπεσε δύο φορές λόγω μη ψήφισης του προϋπολογισμού. Οι Ισπανοί ξαναψήφισαν τον Απρίλιο του 2019, πάλι λόγω εκλογικού συστήματος δεν υπήρχε Δεδηλωμένη και… ξαναψήφισαν τον Νοέμβριο του 2019. Και πάλι δεν προέκυψε Δεδηλωμένη! Οπότε άρχισαν οι υποχωρήσεις για να μην στηθούν νέες κάλπες. Σχηματίστηκε πάλι κυβέρνηση μειοψηφίας. Ενόψει νέων εκλογών, η κατάσταση διαγράφεται ζοφερή, διότι αυτή τη φορά στην πλατφόρμα Sumar των αριστερών δυνάμεων δεν προσήλθαν οι Podemos.
Η περιπέτεια της Πορτογαλίας: Έριχναν ο ένας τον άλλον
Στην Πορτογαλία, ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός Αντόνιο Κόστα σχημάτισε την πρώτη κυβέρνησή του τον Νοέμβριο του 2015, μετά από τρεις χωριστές συμφωνίες με το Μπλόκο της Αριστεράς, το Κομμουνιστικό Κόμμα και τους Πράσινους. Όλοι αυτοί καταψήφιζαν συχνά τα νομοσχέδια, τα οποία περνούσαν χάρη στην αποχή από τις ψηφοφορίες του κεντροδεξιού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος – ώστε να βγαίνουν τα κουκιά.
Στις εκλογές της 6ης Οκτωβρίου 2019, ο Κόστα πάλι δεν πέτυχε την αυτοδυναμία, ούτε και την Δεδηλωμένη στη Βουλή. Οι παλιοί σύμμαχοί του είχαν στο μεταξύ αποκτήσει συνείδηση της δύναμής τους και δεν δέχθηκαν καν τις χωριστές συμφωνίες. Το μόνο που δέχθηκαν είναι ένας… διαρκής διάλογος μέσα στο κοινοβούλιο, με τα νομοσχέδιο να ψηφίζονται ένα-ένα.
Στις 11 Νοεμβρίου 2019 Σοσιαλιστές και Μπλόκο συμφώνησαν για σχηματισμό νέας κυβέρνησης μειοψηφίας και ανοχή από άλλα αριστερά κόμματα, όπως το Κομμουνιστικό που διά της βίας είχε εξασφαλίσει 10 έδρες. Επομένως, η Δεδηλωμένη παρέμενε στον αέρα. Έτσι, όποτε τα μέλη αυτής της ετερόκλητης συμμαχίας Σοσιαλιστών, Κομμουνιστών και Μπλόκο της Αριστεράς διαφωνούσαν, κάποιοι αποχωρούσαν από την αίθουσα και έτσι έβγαιναν τα κουκιά.
Και μια ωραία μέρα, τον Οκτώβριο του 2021, το Μπλόκο της Αριστεράς αποφάσισε να μην εξέλθει της αιθούσης. Και η κυβέρνηση έπεσε! Η χώρα πήγε σε πρόωρες εκλογές στις 30 Ιανουαρίου 2022, οπότε οι Πορτογάλοι έθεσαν τέρμα στο χάος δίνοντας την αυτοδυναμία στους Σοσιαλιστές και στον Κόστα.
Σημειώστε ότι ο συνασπισμός της κεντροδεξιάς υπό τον Κοέλιου, είχε κερδίσει στις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2015, αλλά έπεσε μέσα στη Βουλή μετά από δέκα μόλις μέρες. Δεν διέθετε την Δεδηλωμένη λόγω απλής αναλογικής και τον έριξαν οι ίδιοι που αργότερα άρχισαν να ρίχνουν ο ένας τον άλλο!
Η περιπέτεια της Σουηδίας μέσω… ανοχής
Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα ψήφου ανοχής είναι η Σουηδία, που γνώρισε τρεις κυβερνητικές κρίσεις μέσα στο 2022.
Στην πραγματικότητα η Σουηδία βρίσκεται σε κυβερνητική κρίση από τις εκλογές του 2014, όταν, ελέω εκλογικού συστήματος, καθιερώθηκαν οι κυβερνήσεις μειοψηφίας με επικεφαλής τον Κεντροαριστερό Στέφαν Λέβεν. Η πρώτη κυβέρνηση μειοψηφίας, αποτελούμενη από τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους (138 από τις 349 έδρες) και με ψήφο ανοχής από την αριστερά έπεσε τρεις μήνες μετά, καθώς δεν στάθηκε δυνατόν να ψηφιστεί προϋπολογισμός. Μετά από σειρά υποχωρήσεων – κυρίως στο μεταναστευτικό – οι εκλογές αποφεύχθηκαν.
Στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 2018 είχαμε πάλι μια από τα ίδια: Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινοι και Αριστερά συγκέντρωσαν το 40,6% των ψήφων και η Κεντροδεξιά Συμμαχία το 40,1%, ενώ η ακροδεξιά έφθασε στο 17,8%.
Στην κυβέρνηση βρέθηκε για άλλη μια φορά η κοκκινοπράσινη κυβέρνηση μειοψηφίας, αλλά τον Ιούνιο του 2021 η Αριστερά απέσυρε την εμπιστοσύνη της, δίνοντας την ευκαιρία στους ακροδεξιούς Σουηδούς Δημοκράτες του Τζίμι Άκεσον να υποβάλουν πρόταση δυσπιστίας, που οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης.
Ο Λέβεν ανακοίνωσε την παραίτησή του, παραμένοντας ως υπηρεσιακός πρωθυπουργός ως τις 10 Νοεμβρίου 2021, οπότε αρχηγός του κόμματος εξελέγη η Μαγκνταλένα Άντερσον.
Και όλα αυτά παρά το γεγονός ότι είχε την ανοχή των συντηρητικών Μετριοπαθών και των Φιλελευθέρων, βάσει πολιτικής συμφωνίας των αρχών του 2019, σε μια σπάνια διακομματική συνεργασία. Μόλις, όμως, διαπιστώθηκε ότι εναντίον του Λέβεν θα ψήφιζε και ο κυβερνητικός εταίρος του, αποφάσισε να καταψηφίσει την κυβέρνηση και η Κεντροδεξιά.
Οπότε, η Άντερσον σχημάτισε κυβέρνηση μειοψηφίας μόνο με το κόμμα της, με 100 βουλευτές από τους 349 και με την στήριξη ή την ψήφο ανοχής άλλων κομμάτων και βουλευτών. Όλοι μαζί συγκέντρωναν 174 έδρες και επομένως κινδύνευαν πάντα από την 175η ψήφο οποιουδήποτε βουλευτή.
Πρωτοφανείς καταστάσεις ομηρίας
Στο πλαίσιο αυτή συνέβη και το φαιδρό: Επτά ώρες μετά την ορκωμοσία της Άντερσον, καταψηφίστηκε ο προϋπολογισμός της και υπερψηφίστηκε ο προϋπολογισμός της αντιπολίτευσης! Δηλαδή, έδωσαν ανοχή για να υπάρχει κυβέρνηση, αλλά υποχρέωσαν την κυβέρνηση να εκτελεί τον προϋπολογισμό των πολιτικών της αντιπάλων!
Μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2022, είχαμε μία από τα ίδια: Σχηματίστηκε η συντηρητική κυβέρνηση μειοψηφίας του Ουλφ Κρίστερσον, η οποία όμως είναι όμηρος του εθνικιστικού και αντιμεταναστευτικού κόμματος «Δημοκράτες της Σουηδίας» (SD) του Τζίμι Άκεσον, που συγκέντρωσε το ποσοστό-ρεκόρ του 20,5% και βρέθηκε στην δεύτερη θέση.
Το κόμμα του Άκεσον δεν εντάχθηκε στην κυβέρνηση, αλλά προσφέρει ψήφο ανοχής συμμετέχοντας στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Τα τρία κυβερνητικά κόμματα συγκεντρώνουν μόλις το 29% των ψήφων και επομένως χρειάζονται την στήριξη του Άκεσον στη Βουλή.
Και σα να μην φθάνουν αυτά, το κόμμα του Άκεσον και οι ηττημένοι των εκλογών Σοσιαλδημοκράτες έχουν την πλειοψηφία σε δώδεκα από τις δεκαέξι κοινοβουλευτικές επιτροπές. Δηλαδή με μεγάλη ευκολία μπορεί να απορριφθεί μια πρόταση του κυβερνητικού συνασπισμού. Και σίγουρα μπορεί η ακροδεξιά να ρίξει την κυβέρνηση ανά πάσα στιγμή.
Η περιπέτεια της Δανίας, επίσης μέσω ανοχής!
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η περίπτωση της Δανίας, χώρας με ισχυρή κουλτούρα συνεργασιών που παραδοσιακά πορεύεται με κυβερνήσεις μειοψηφίας. Ο κεντροδεξιός Λαρς Λόκε Ράσμουσεν, αρχηγός του κόμματος Venstre, παρέμεινε στο τιμόνι της χώρας για αρκετά χρόνια, συγκυβερνώντας με τους Φιλελεύθερους και τους Συντηρητικούς, ενώ είχε λάβει ψήφο εμπιστοσύνης και από το ακροδεξιό Κόμμα του Λαού (DF) που διέθετε 37 βουλευτές και δεν συμμετείχε στον κυβερνητικό συνασπισμό. Επρόκειτο για κυβέρνηση μειοψηφίας.
Στις εκλογές της 5ης Ιουνίου 2019 έχασε, ενώ οι ακροδεξιοί καταποντίστηκαν. Πρωθυπουργός ορκίστηκε η αρχηγός των Σοσιαλδημοκρατών Μέτε Φρεντέρικσεν, που επίσης ηγήθηκε κυβέρνησης μειοψηφίας, στηριζόμενη στο λεγόμενο «κόκκινο μπλοκ» και στην ψήφο ανοχής μιας ετερόκλητης συμμαχίας.
Τόσο επί Ράσμουσεν, όσο και τώρα επί Φρεντέρικσεν η υποστήριξη στα νομοσχέδια εξασφαλιζόταν – όποτε εξασφαλιζόταν - κατά περίπτωση και ξεχωριστά. Στη Δανία αυτό καθίσταται δυνατόν διότι κατά την διαδικασία της εξασφάλισης της Δεδηλωμένης λαμβάνεται υπόψη ο αριθμός των αρνητικών ψήφων και όχι των θετικών.
Η χώρα οδηγήθηκε σε πρόωρες εκλογές την 1η Νοεμβρίου 2022 όταν ένα μικρό αριστερό ριζοσπαστικό κόμμα έστειλε τελεσίγραφο αποχώρησης στην τότε πρωθυπουργό Μέτε Φρεντέρικσεν. Στις εκλογές, η συμμαχία κεντροαριστεράς – αριστεράς κέρδισε οριακά, εξασφαλίζοντας 90 από τις 179 έδρες του κοινοβουλίου, το συντηρητικό «γαλάζιο μπλοκ» έλαβε 73 έδρες και ένα νέο κεντρώο κόμμα 16.
Τελικά, στις 15 Δεκεμβρίου 2022 σχηματίστηκε κυβέρνηση συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών, κεντροδεξιών Φιλελεύθερων και κεντρώων Μετριοπαθών. Η τελευταία φορά που είχε συμβεί αυτό ήταν το 1978 και εκείνη η κυβέρνηση άντεξε μόλις 14 μήνες…
Ευτυχώς στην Ελλάδα είναι πολλοί εκείνοι που καταλαβαίνουν πως η πατρίδα μας δεν μπορεί να αντέξει τέτοιες καταστάσεις. Και θα δώσουν την απάντηση στην κάλπη!
* Η Σοφία Βουλτεψη είναι Βουλευτής Β3 Νοτίου Τομέα Αθηνών, υφυπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, δημοσιογράφος.