Του Απόστολου Χονδρόπουλου
"Έβαλαν την υπογραφή τους στην διαιώνιση της μιζέριας και της δυστυχίας των Ελλήνων". Με την φράση αυτή στενός συνεργάτης του προέδρου της ΝΔ περιέγραψε στο Liberal την οπτική της αξιωματικής αντιπολίτευσης για το πως προδιαγράφεται το μέλλον της χώρας μετά και την απόφαση στο Eurogroup, η οποία κάθε άλλο παρά προσφέρεται για πανηγυρισμούς, επισημαίνουν στην Πειραιώς.
"Φάνηκε ξεκάθαρα τι υπάρχει και πέραν του 2018 για τους Έλληνες από την κυβέρνηση Τσίπρα- Καμμένου. Υπάρχει μιζέρια και περαιτέρω φτωχοποίηση", τονίζουν χαρακτηριστικά στη ΝΔ, όπου επισημαίνουν επίσης ότι και τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, που "με ευθύνη της κυβέρνησης ήρθαν καθυστερημένα", σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογούν θριαμβολογίες. Στέκονται ιδιαίτερα στην καταγραφή δημοσιονομικού κενού για το 2018 που προοιωνίζεται νέα επώδυνα μέτρα, αλλά και στην παραμονή των υψηλών δημοσιονομικών στόχων και μετά το 2018 που σηματοδοτούν την δέσμευση της χώρας για πολλά χρόνια σε μία πολύ δύσκολη πορεία.
"Ο Αλέξης Τσίπρας κατάφερε να δυστυχεί η γενιά μου και "φέσωσε" μέχρι και τα δισέγγονά μας", σχολίασε χαρακτηριστικά ο εκπρόσωπος της ΝΔ, Βασίλης Κικίλιας, την ώρα που στην αξιωματική αντιπολίτευση αντιπαραθέτουν στους κυβερνητικούς πανηγυρισμούς "για 40 δις χρέους ως το 2060" και το γεγονός ότι, σύμφωνα με ΤτΕ και ΕΕ, η κυβέρνηση "μας έχει χρεώσει 80 έως 100 δις μέσα σε δύο χρόνια".
Ολα αυτά, τονίζουν στη ΝΔ, είναι συνέπεια των "καθυστερήσεων που επέφερε η διαπραγματευτική τακτική της κυβέρνησης, της αναξιοπιστίας και των ιδεοληψιών της". Και αρχής γενομένης από την συζήτηση για τον προϋπολογισμό η ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης αναμένεται να ανεβάσει περαιτέρω τους τόνους, προβάλλοντας ακόμη πιο έντονα το αίτημα για πρόωρες εκλογές το ταχύτερο.
Γαλάζια στελέχη επισημαίνουν μάλιστα ότι "δυσκολεύει η εθνική προσπάθεια" και καθίσταται ακόμη πιο αναγκαία η εφαρμογή μίας διαφορετικής πολιτικής από μία άλλη κυβέρνηση που θα επιδεικνύει πολύ ισχυρή μεταρρυθμιστική βούληση, ενισχύοντας την διαπραγματευτική θέση της χώρας στην προσπάθεια να επιτύχει μείωση του στόχου για πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018.
Στον απόηχο όλων αυτών των εξελίξεων, η αξιωματική αντιπολίτευση επιδιώκει να διατηρεί στο προσκήνιο και τις επιπτώσεις από την ασκούμενη πολιτική στην πραγματική οικονομία και στην καθημερινότητα του πολίτη, συνεχίζοντας τις περιοδείες που σε εβδομαδιαία βάση πραγματοποιεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης "κυρίως για να ακούει τους πολίτες", όπως λένε χαρακτηριστικά συνεργάτες του.
Από το πρωί της Τρίτης ο Πρόεδρος της ΝΔ περιοδεύει στην Μεταμόρφωση όπου επισκέφθηκε εργοστάσιο της περιοχής και εν συνεχεία θα έχει συναντήσεις με στελέχη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, φορείς, επιχειρηματίες, αλλά και εργαζόμενους.
Ο κ. Μητσοτάκης επισκέφθηκε μεταξύ άλλων και την περιοχή του Κηφισού όπου ενημερώθηκε από τους δημάρχους Αχαρνών, Γιάννη Κασσαβό και Μεταμόρφωσης Μιλτιάδη Καρπέτα, καθώς και από φορείς που ασχολούνται με την προστασία του Κηφισού για τα προβλήματα της περιοχής, ενώ το πρόγραμμά του περιλαμβάνει ως το μεσημέρι επισκέψεις στο Δημαρχείο και στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Μεταμόρφωσης, συνάντηση με επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στην περιοχή, αλλά και περιοδεία στην αγορά της πόλης.
Στο πλαίσιο της επίσκεψης, ο πρόεδρος της ΝΔ δήλωσε πως «την ώρα που η Κυβέρνηση πανηγυρίζει για την απομείωση του χρέους, η παραγωγική Ελλάδα στενάζει υπό το βάρος της υπερφορολόγησης.
Επισκέπτομαι, σήμερα, την Μεταμόρφωση, ένα Δήμο στον οποίο είναι συγκεντρωμένες πολλές παραγωγικές ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Επιχειρήσεις οι οποίες, σήμερα, αντιμετωπίζουν πάρα πολλά προβλήματα. Όχι μόνο την υπερβολικά υψηλή φορολόγηση και το υψηλό κόστος ενέργειας, αλλά και την έλλειψη ξεκάθαρων χρήσεων γης.
Σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, η χώρα χρειάζεται ένα εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο ελληνικής ιδιοκτησίας. Ένα σχέδιο, το οποίο θα μπορεί να ξαναβάλει μπροστά τις μηχανές της παραγωγικής Ελλάδας. Ένα σχέδιο, το οποίο από μόνο του θα μπορέσει να προσελκύσει επενδύσεις και να δημιουργήσει καλά πληρωμένες θέσεις απασχόλησης.
Η απομείωση του χρέους είναι καλοδεχούμενη. Από μόνη της, όμως, δεν είναι επαρκής για να θέσει την ελληνική οικονομία σε μια διατηρήσιμη τροχιά ανάπτυξης».