Του Απόστολου Χονδρόπουλου
Όποιος και αν είναι ο επόμενος Πρόεδρος, η ουσία για τη ΝΔ είναι ότι σε δύο εβδομάδες θα αφήνει οριστικά πίσω της την παρατεταμένη μεταβατική κατάσταση που βιώνει από το μέσον του 2015. Και ως… σύμμαχο, ανέλπιστο κατά πολλούς, η νέα ηγεσία θα έχει στα πρώτα της βήματα και την εικόνα των δημοσκοπήσεων, που στο τέλος του 2015 δείχνουν τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ σε απόσταση αναπνοής. Αλλά με ποσοστά που σε τίποτα δεν θυμίζουν τις εκλογικές δυνάμεις που αμφότεροι κατέγραψαν τον Σεπτέμβριο.
Για τη ΝΔ όμως, που από την αρχή του 2015 βρισκόταν στη δυσάρεστη θέση να υπολείπεται καθαρά όχι μόνο δημοσκοπικά, αλλά κυρίως εκλογικά από τον ΣΥΡΙΖΑ, αυτή είναι όχι μόνο μία ανάσα μετά και τις προεκλογικές περιπέτειες που την έφεραν στα πρόθυρα της απαξίωσης, αλλά και μία βάση που την κάνει να ελπίζει ότι μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για καλύτερες ημέρες το 2016.
Ήδη πριν από τις 20 Δεκεμβρίου ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης δήλωνε αισιόδοξος ότι έναν μήνα μετά την δική του εκλογή η ΝΔ θα έχει ανακτήσει δημοσκοπική πρωτιά. Την βεβαιότητά του πως η ΝΔ θα έχει κατακτήσει προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις εντός διμήνου, έχει εκφράσει εδώ και καιρό και ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Και την επανάλαβε σε συνεντεύξεις που παραχώρησε στη διάρκεια των εορταστικών ημερών.
Οι δημοσκοπικές «φωτογραφίες» των τελευταίων ημερών του 2015 αναμφίβολα καθιστούν εφικτό ένα τέτοιο στόχο, που δεν αποκλείεται να επιτευχθεί και λόγω της μικρής ώθησης που λογικό είναι να αναμένει κανείς ότι θα δώσει στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης η ίδια η εκλογή νέου αρχηγού και αυτό που σηματοδοτεί, ο τερματισμός της μεταβατικής κατάστασης των τελευταίων μηνών.
Oι πάντες ωστόσο στη ΝΔ, από τον νέο αρχηγό, όποιος και αν είναι, μέχρι τον τελευταίο οπαδό του κόμματος, αντιλαμβάνονται πως ακόμη και αν καταγραφεί σε σύντομο χρονικό διάστημα ένα δημοσκοπικό προβάδισμα για τη ΝΔ, αυτό θα οφείλεται κατά βάση στη ραγδαία φθορά που δείχνει να υφίσταται μετά τον Σεπτέμβριο η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και όχι στην δυναμική που θα έχει αναπτύξει η ίδια η ΝΔ.
Ο δρόμος για την ανάκτηση δυναμικής από την ίδια είναι μακρύς. Και δεν συναρτάται μόνο με την πορεία του κυβερνώντος κόμματος που ενόσω η ΝΔ θα αναζητά σε αυτές τις πρώτες εβδομάδες τα νέα εσωκομματικά και αντιπολιτευτικά βήματα, εκείνο θα περνά μέσα από τις συμπληγάδες του Ασφαλιστικού και των άλλων προαπαιτούμενων για να κλείσει η αξιολόγηση.
Συναρτάται και με τους χειρισμούς που θα κάνει η νέα ηγεσία της ΝΔ στο εσωκομματικό πεδίο, με την πολιτική πρόταση που θα διατυπώνει, με την αντιπολίτευση που θα ασκεί, αλλά και με την ανανέωση που θα υλοποιήσει και το εάν θα καταφέρει να την υποστηρίξει όχι μόνο σε επίπεδο προσώπων, αλλά και ιδεών. Είναι με λίγα λόγια μακρύς ο δρόμος για να μπορέσει να μετατρέψει την απογοήτευση για την ασκούμενη κυβερνητική πολιτική σε ψήφο εμπιστοσύνης προς μία εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης προερχόμενη από την αξιωματική αντιπολίτευση.
Κατά γενική εκτίμηση πάντως το γεγονός ότι η νέα περίοδος ξεκινά χωρίς την αίσθηση απόλυτης πολιτικής ηγεμονίας του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα που χαρακτήριζε ολόκληρο το 2015, μπορεί να αποτελέσει πλεονέκτημα για τη νέα ηγεσία της ΝΔ, στην προσπάθειά της να χαράξει πορεία την επόμενη ημέρα, διασφαλίζοντας την εσωκομματική συνοχή. Και τούτο γιατί ένα οριακό έστω δημοσκοπικό προβάδισμα, θα δημιουργήσει, σε συνδυασμό με την υψηλή συμμετοχή στις εσωκομματικές εκλογές, την αίσθηση πως η ΝΔ ξαναγίνεται πολιτικά ανταγωνιστική προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Και κάτι τέτοιο θα λειτουργήσει κατά πάσα πιθανότητα από μόνο του συσπειρωτικά σε ένα κόμμα εξουσίας, όπως η ΝΔ.
Συσπειρωτικά γιατί θα ενισχύσει την προοπτική της ΝΔ να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο σε ενδεχόμενες πολιτικές εξελίξεις, που κορυφαίοι παράγοντες του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης βλέπουν να έρχονται σύντομα. Δεν είναι τυχαίο ότι κοντά στο δίλημμα «δημιουργική ανανέωση ή στασιμότητα» ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει βάλει και εκείνο που αφορά στο «ποιος είναι καλύτερος να κερδίσει τον κ. Τσίπρα και να γίνει Πρωθυπουργός».
Για να ανακτήσει η ΝΔ επί της ουσίας την πρωτοβουλία στο πολιτικό σκηνικό θα πρέπει πάντως να καταφέρει να υλοποιήσει στην πράξη τον στόχο που έχουν θέσει και οι δύο διεκδικητές της ηγεσίας για άνοιγμα στην κοινωνία και κυρίως προς το χώρο του κέντρου όπου αμφότεροι απευθύνονται κατά προτεραιότητα. «Η ΝΔ πρέπει να ξεπεράσει το 28%, να ενώσει τις δυνάμεις του ΝΑΙ και να εκφράσει πολιτικά τον ορφανό μεσαίο χώρο», δηλώνει χαρακτηριστικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης, «το 28% θα αποτελέσει εφαλτήριο», διαβεβαιώνει ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης.
Για να συμβεί όμως αυτό δεν αρκεί η όποια δυσαρέσκεια για τον πολιτικό αντίπαλο, απαιτείται και εμπιστοσύνη στην ίδια τη ΝΔ. Είναι το δυσκολότερο στοίχημα που θα κληθεί να κερδίσει μετά τις 10 Ιανουαρίου η νέα ηγεσία.