Του Απόστολου Χονδρόπουλου
Νέα ηγεσία με δυναμική που ταράζει τα νερά στο πολιτικό σκηνικό, άμεσο δημοσκοπικό προβάδισμα, απόλυτη εσωκομματική ηρεμία και σα να μην έφταναν όλα αυτά -τα ανέλπιστα θετικά μέχρι πριν από ελάχιστες εβδομάδες για τη ΝΔ- σοβαρές δυσκολίες και σκόπελοι περιμένουν μπροστά τον βασικό πολιτικό της αντίπαλο εξαιτίας της υλοποίησης των μνημονιακών του δεσμεύσεων. Προμηνύεται η επόμενη ημέρα της αλλαγής σελίδας στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευση τόσο όσο θετική όσο διαγράφεται στα πρώτα βήματα της νέας ηγεσίας;
Για να το πούμε αλλιώς, η «καλή (επόμενη) ημέρα από το πρωί φαίνεται»; Κατά τη λαϊκή ρήση ναι. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι ως το τέλος της ημέρας, που δεν είναι άλλο από την ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών που κυριάρχησαν τον τελευταίο χρόνο στη χώρα, παύει ο δρόμος να είναι μακρύς και δύσκολος. Και το πρώτο λάθος που θα μπορούσαν να κάνουν στο κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης είναι να πιστέψουν πως αυτός ο δρόμος, της αλλαγής στο πολιτικό σκηνικό, θα είναι στρωμένος μόνο με ροδοπέταλα για τη ΝΔ και μόνο με αγκάθια για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η αλήθεια είναι ότι περιμένουν το επόμενο διάστημα και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης σοβαρές πολιτικές και προγραμματικές δοκιμασίες που θα κρίνουν και μακροπρόθεσμα την δυνατότητά του να διατηρήσει και να αυξήσει τη δυναμική που δημιουργεί ήδη η εκλογή του αουτσάιντερ Κυριάκου Μητσοτάκη σε ένα τμήμα της κοινωνίας. Και κυρίως σε εκείνο που δραστηριοποιείται στην ιδιωτική οικονομία, κινείται ιδεολογικά στον ευρύτερο χώρο του κέντρου και αποκτά προσδοκίες για μία αξιόπιστη εναλλακτική κυβερνητική λύση, ικανή να επαναφέρει το ταχύτερο την οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης.
Οι μεγάλες προσδοκίες συνιστούν ωστόσο και την πρώτη σοβαρή πρόκληση για τη νέα ηγεσία της ΝΔ, καθώς ο πήχης μπαίνει ψηλά. Και η ίδια μάλλον τον τοποθετεί ακόμη ψηλότερα υποσχόμενη από τις πρώτες ημέρες της θητείας της, μία άλλου τύπου αντιπολίτευση που δεν θα αρκείται στην σκληρή κριτική προς τα κυβερνητικά πεπραγμένα, αλλά θα αντιπροτείνει ρεαλιστικές λύσεις στα μεγάλα προβλήματα του τόπου. Μία τακτική δηλαδή που εκ των πραγμάτων θα επιφέρει δοκιμασίες και για τη δική της προγραμματική αξιοπιστία.
Πρώτη δοκιμασία το Ασφαλιστικό
Το Ασφαλιστικό αποτελεί αναμφίβολα την πρώτη μεγάλη δοκιμασία για αυτού του είδους την αντιπολίτευση, καθώς η ΝΔ έχει δεσμευθεί να παρουσιάσει εναλλακτική πρόταση, κάτι που σε επίπεδο γενικών κατευθύνσεων αναμένεται να πράξει στην επικείμενη προ ημερησίας διάταξης συζήτηση στη Βουλή. Και όσο και αν οι αρμόδιοι κομματικοί παράγοντες επαναλαμβάνουν ότι τον λογαριασμό για τους ασφαλισμένους ανέβασε η επιστροφή στην ύφεση λόγω της πολιτικής ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αυτή είναι μία πραγματικότητα που και η ίδια η ΝΔ οφείλει να λάβει υπόψη, παρουσιάζοντας μία πρόταση που θα απαντά στις παρούσες ανάγκρες του Ασφαλιστικού και όχι σε εκείνες των αρχών του 2015 όπου, όπως υποστηρίζει η ΝΔ, δεν υπήρχαν απαιτήσεις των θεσμών για μέτρα ύψους 1,8 δις.
Τώρα υπάρχουν. Και αυτό σημαίνει ότι εκ των πραγμάτων και η ίδια η ΝΔ θα πρέπει να υιοθετήσει μέτρα που μπορεί η ίδια να θεωρεί χρήσιμα, αλλά δεν θα είναι και ευχάριστα για διάφορες κοινωνικές ομάδες. Ειδάλλως, με την εμπειρία που διαθέτει η ελληνική κοινωνία, υποψιασμένη πλέον απέναντι σε υποσχέσεις για «άλλους δρόμους» που υποτίθεται ότι δεν θα περνούν μέσα και από δύσβατα για την κοινωνία μονοπάτια, θα είναι απολύτως φυσιολογικό να σταθεί καχύποπτη απέναντι σε δεσμεύσεις για το Ασφαλιστικό που δεν θα εμπεριέχουν και επώδυνες παρεμβάσεις. Σε διαφορετικές προφανώς κατευθύνσεις από αυτές που επιλέγει η σημερινή κυβέρνηση, αλλά επώδυνες. Όσο για την έμφαση που αναμένεται να δίνει η πρόταση της ΝΔ στη σύνδεση του Ασφαλιστικού με την ανάπτυξη, ακούγεται αυτονόητη, αλλά η ανάπτυξη, όπως όλοι συνομολογούν, δεν είναι υπόθεση πατήματος ενός κουμπιού. Είναι διαδικασία που έρχεται σαν αποτέλεσμα άσκησης μίας σταθερής μεταρρυθμιστικής πολιτικής και μπορεί να χρειαστούν μήνες μέχρι να αποδώσει καρπούς οι οποίοι θα μπορούν να αξιοποιηθούν και στη διαπραγμάτευση με τους δανειστές.
Το ερώτημα λοιπόν είναι αν αυτό το χρονικό περιθώριο δίνεται από τους εταίρους, οι οποίοι διαχρονικά παραμένουν προσηλωμένοι στο δημοσιονομικό σκέλος και στην άμεση απόδοση των μέτρων; Η εμπειρία έχει δείξει πως δυστυχώς όχι. Όπως δεν εδόθη άλλωστε ούτε στην κυβέρνηση Σαμαρά για να αποδείξει, π.χ, την ορθότητα της διαχρονικής θέσης του πρώην Πρωθυπουργού πως η μείωση των φόρων ήταν εκείνη που θα αύξανε τελικά τα φορολογικά έσοδα και θα συνέβαλε αποφασιστικά στην επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας. Με αποτέλεσμα για την τότε κυβέρνηση γνωστό σε όλους. Να χρεωθεί πολύ περισσότερο το γεγονός ότι αναγκάστηκε να διατηρήσει στην αρχή τους πολύ υψηλούς φόρους απ' όσο πιστώθηκε το ότι στη συνέχεια άρχιζε σιγά- σιγά να τους μειώνει.
Ο δρόμος προς την ανανέωση
Άλλη σημαντική δοκιμασία, στο εσωκομματικό πλέον πεδίο, είναι αυτή που συνδέεται με την υπεσχημένη ανανέωση του κόμματος, μιας και η ενότητα, που ήταν το μεγάλο ζητούμενο διαρκούσης της εσωκομματικής κρίσης του Νοεμβρίου, δείχνει από κάθε άποψη διασφαλισμένη. Βοηθούν σε αυτό όχι μόνο το γενικότερα ευνοϊκό για τη ΝΔ momentum- απόρροια της μεγάλης συμμετοχής στις εσωκομματικές εκλογές και της εικόνας άμεσης δημοσκοπικής ανάκαμψης- αλλά και οι επιλογές του Κυριάκου Μητσοτάκη κατά τη διαμόρφωση της νέας ανθρωπογεωγραφίας στα ηγετικά κλιμάκια του κόμματος. Το άνοιγμα που έκανε ο νέος Πρόεδρος σε όλες τις εσωκομματικές δυνάμεις, με αξιοποίηση στελεχών και από τη φιλελεύθερη και από τη δεξιά πτέρυγα, αλλά και χωρίς διακρίσεις μεταξύ υποστηρικτών κάθε υποψηφίου, είναι προφανές ότι δεν έδωσε αφορμές για εσωκομματικές γκρίνιες.
Η ανανέωση παραμένει όμως, ανεξαρτήτως προθέσεων που υπάρχουν στην ηγεσία, μία δύσκολη υπόθεση, σε βάθος χρόνου τουλάχιστον, όπου και θα κριθεί. Οι πρώτες κινήσεις του νέου Προέδρου της ΝΔ εμπεριέχουν ένα τέτοιο μήνυμα, που εκπέμπεται κυρίως από επιλογές αρκετών νέων βουλευτών, κοντά σε παλαιότερους που επίσης όμως παραμένουν στο εσωκομματικό προσκήνιο.
Το μεγάλο στοίχημα ωστόσο σε σχέση και με την ανανέωση, προσώπων και δομών, βρίσκεται μπροστά και σχετίζεται με το Τακτικό Συνέδριο της ΝΔ. Και βασικό ζητούμενο είναι τα 404.000 μέλη που προσήλθαν στις κάλπες να μην επιστρέψουν στους καναπέδες μετά την εκλογή του νέου αρχηγού, αλλά να λάβουν ενεργά μέρος και στις προσυνεδριακές διαδικασίες, ώστε το Συνέδριο του Απριλίου να έχει και σε επίπεδο αντιπροσώπων, αλλά και ιδεών την σφραγίδα των νέων συσχετισμών που δημιουργήθηκαν στη βάση. Σε διαφορετική περίπτωση οι «μηχανισμοί» για τους οποίους έγινε τόσος λόγος σε ολόκληρη την εσωκομματική προεκλογική περίοδο μπορεί να επιστρέψουν ισχυροί στο συνέδριο και το αποτύπωμά τους να είναι εμφανές τόσο στη νέα σύνθεση των κομματικών οργάνων, όσο και στη δομή και λειτουργία της ΝΔ και την επόμενη ημέρα.