«Ο κόσμος έχει την αίσθηση ότι το μόνο που ήθελαν ήταν αρχικώς να συγκαλύψουν και μετά να αποποιηθούν τις ευθύνες τους», δήλωσε ο αναπληρωτής τομεάρχης Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της ΝΔ, βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας, Κώστας Καραγκούνης, στον ρ/σ του ΑΠΕ-ΜΠΕ για τη διαχείριση από την κυβέρνηση της τραγωδίας στο Μάτι.
«Οι πολιτικές ευθύνες αναλαμβάνονται από την πρώτη στιγμή και όχι εκ των υστέρων, διότι όταν η κυβέρνηση αντιλήφθηκε ότι η κατάσταση εξελίσσεται με πολύ άσχημο τρόπο, μετά τα απανωτά τους φιάσκο, τότε αποφάσισε να προχωρήσει σε αποπομπές και παραιτήσεις. Την πρώτη στιγμή της τραγωδίας τα κυβερνητικά στελέχη και οι υπουργοί βγήκαν και μας είπαν λίγο-πολύ ότι όλα έχουν γίνει τέλεια και μάλιστα δεν θα έκαναν και τίποτε διαφορετικό από αυτά που είχαν ήδη κάνει», είπε ο κ. Καραγκούνης.
«Δεν μου φάνηκε ότι είχαν τη διάθεση οι κυβερνώντες και οι αρμόδιοι υπουργοί και οι αρμόδιοι υπηρεσιακοί και επιχειρησιακοί παράγοντες να αναλάβουν τις όποιες ευθύνες. Υπήρξε και μία διάθεση από κάποιους υπουργούς -αφήνω στην άκρη τον κ. Πολάκη γιατί είναι γνωστή περίπτωση- να ψέξουν και την αντιπολίτευση, αλλά συνολικά και τα ΜΜΕ, που τολμήσανε να κάνουν κριτική απέναντι στην κυβέρνηση. Οι αποπομπές και οι παραιτήσεις ήλθαν όταν είδαν ότι η κοινωνία εξοργίστηκε με τα καμώματά τους και ξεκίνησε τότε και ο πρωθυπουργός να προχωρά στις παραιτήσεις και αποπομπές. Τώρα δυστυχώς δεν τους πιστεύει κανείς, διότι δεν ήταν ειλικρινείς ως προς τις προθέσεις τους την πρώτη στιγμή», επισήμανε.
Αναφερόμενος στα γεγονότα της 23ης Ιουλίου παρατήρησε ότι η κυβέρνηση «ήξερε την πρώτη στιγμή ποια ήταν η αλήθεια, υπήρχαν σοροί θυμάτων και μέχρι τις 12 η ώρα που βγήκε ο πρωθυπουργός δεν την είπε και δυστυχώς επέδειξαν απίστευτη ανικανότητα στη διαχείριση της κρίσης και ο κόσμος κατάλαβε ότι στην αρχή προσπάθησαν να συγκαλύψουν την κατάσταση πράγμα το οποίο δεν μπορούσε να γίνει».
Σχετικά με τις δυνατότητες διαφορετικής αντιμετώπισης της κρίσης εξήγησε: «Το 2014 καταλήξαμε σε ένα νομοθετικό πλαίσιο γιατί είχαμε υποστεί στο παρελθόν αυτές τις τραγικές καταστάσεις μέσω των πυρκαγιών. Έπρεπε να αντιμετωπίσουμε αυτή την κατάσταση. Υπήρξε το 2014 ένα νομοθετικό πλαίσιο που προβλέπει κατά γράμμα το πώς πρέπει να αντιδρά ο κρατικός μηχανισμός σε τέτοιες περιπτώσεις --εθνική γραμμή, σχέδια εκκένωσης και άλλες παράμετροι. Εφαρμόστηκε ο νόμος;
Εφαρμόστηκαν τα όσα προέβλεπαν οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις; Πώς είναι δυνατόν μεταξύ 5 και 6 να έχουν εκκενωθεί κατασκηνώσεις και άλλα ιδρύματα μέσα σε πάρα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα -γιατί ακολούθησαν προφανώς τις οδηγίες- και στον αστικό ιστό να μην υπάρχει έστω μία ειδοποίηση, ένας συντονισμός, ένας ελάχιστος συντονισμός, ώστε να σωθούν οι άνθρωποι; Δεν εφαρμόστηκαν, δεν ακολουθήθηκαν οι σωστές οδηγίες και τα επιχειρησιακά σχέδια, αλλά και ο νόμος και δυστυχώς καταλήξαμε στην τραγωδία».
«Βέβαια αυτό», διευκρίνισε ο κ. Καραγκούνης, «δεν είναι κάτι που θα το πούμε εμείς, εμείς αναδείξαμε από την πρώτη στιγμή τις πολιτικές ευθύνες, αυτές είναι ευθύνες που έχουν να κάνουν με την έρευνα των δικαστικών αρχών και οι οποίες θα φανεί τι αποτέλεσμα θα βγάλουν παρότι έχουμε ζητήσει να πάνε σε έναν εφέτη εισαγγελέα και έναν εφέτη ανακριτή όλη αυτή η διαδικασία, ώστε να υπάρχουν λόγω και της σπουδαιότητας της κατάστασης η μέγιστη δυνατή δικονομική κάλυψη και διερεύνηση της υπόθεσης».
Ο κ. Καραγκούνης κατέθεσε πρόταση προς τον πρόεδρο της Βουλής να «δεσμεύσει ένα ποσό από κάθε βουλευτή -όποιο αποφασίσει με τους γραμματείς των κοινοβουλευτικών ομάδων- υπέρ των πληγέντων, σε μία συμβολική κίνηση αλλά και ουσιαστική».
Ερωτηθείς, εξάλλου, για την προοπτική της ελληνικής οικονομίας την επομένη της ολοκλήρωσης του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής σημείωσε: «Υπάρχει μία λάθος στρατηγική και μία λάθος λογική. Ακολουθεί η κυβέρνηση ακριβώς τα αντίθετα βήματα από όλες τις χώρες που μπήκαν μετά από εμάς στα μνημόνια και φύγαν νωρίτερα, ακολουθεί τη λάθος οικονομική συνταγή. Αν πιάνουμε απλά τους δημοσιονομικούς στόχους υπερφορολογώντας ή κόβοντας μισθούς και συντάξεις δεν έχει κανέναν νόημα». «Εμείς», διαβεβαίωσε, «θα δεσμευτούμε για μια άλλη οικονομική λογική και φιλοσοφία».