Κάθε χώρα έχει τον εκλογικό νόμο που ταιριάζει στο πολιτικό σύστημα της. Ως γνωστόν ο εκλογικός νόμος δεν διαμορφώνει πολιτικά ρεύματα και συνειδήσεις, αλλά τα πολιτικά ρεύματα και οι συνειδήσεις καθιστούν σε μια χώρα λειτουργικότερο τον ένα ή τον άλλο εκλογικό νόμο.
Βασικό κριτήριο για το αν είναι πιο λειτουργικό και αποτελεσματικό το σύστημα της απλής αναλογικής ή της ενισχυμένης, είναι η ύπαρξη πολιτικών δυνάμεων με συγκλίνοντα εκλογικά προγράμματα που να οδηγούν σε κυβερνήσεις συνεργασίας. Η ύπαρξη στο εκλογικό σώμα και στο πολιτικό σύστημα της κουλτούρας αυτών των κυβερνήσεων, κάτι που προϋποθέτει αμοιβαίες υποχωρήσεις και συμβιβασμούς. Είναι έτοιμες οι πολιτικές ηγεσίες να αναλάβουν το κόστος αυτών των ιδεολογικών και πολιτικών εκπτώσεων και είναι διατεθειμένοι οι ψηφοφόροι να αποδεχθούν αυτές τις εκπτώσεις λόγω της συνεργασίας;
Στην Ευρώπη υπάρχουν κράτη που κυβερνώνται από δικομματικές ή τρικομματικές κυβερνήσεις, καθώς τα συνεργαζόμενα πολιτικά κόμματα έχουν βρει ένα modus vivendi και κάτι επίσης σημαντικό, υπάρχει ιστορικά συγκροτημένη μια δημόσια διοίκηση που μπορεί να λειτουργήσει και χωρίς πολιτική επιστασία τις περιόδους των διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό της πολυκομματικής κυβέρνησης. Πολλές φορές μπορεί να είναι και πολύμηνες αυτές οι διαπραγματεύσεις.
Στη μεταδικτατορική Ελλάδα κυβερνήσεις συνεργασίας είχαμε τρεις φορές. Την πρώτη το 1989, τη δεύτερη το 2012 και την τρίτη το 2015, Υπάρχει όμως μια ουσιαστική διαφορά μεταξύ των τριών αυτών κυβερνήσεων συνεργασίας.
Οι κυβερνήσεις του 1989 συγκροτήθηκαν όχι γιατί υπήρξε πολυδιάσπαση των κομματικών δυνάμεων, αλλά εξαιτίας του εκλογικού νόμου Κουτσόγιωργα που δημιουργήθηκε για να μη σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση η Νέα Δημοκρατία. Στις εκλογικές αναμετρήσεις του 1989 η Νέα Δημοκρατία έλαβε τον Ιούνιο 44,28% και το Νοέμβριο 46,19%.
Κι όμως, παρά αυτά τα σημαντικά υψηλά ποσοστά, δεν κατόρθωσε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση και συγκροτήθηκε η κυβέρνηση Τζανετάκη και μετά τις δεύτερες εκλογές η γνωστή τρικομματική κυβέρνηση. Από την πρώτη θυμούστε την παραπομπή Παπανδρέου και τα πάμπερς και από τη δεύτερη τις βαλίτσες του «γιου του Πέτρου».
Η δεύτερη και η τρίτη περίπτωση σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας οφειλόταν αποκλειστικά στην πολυδιάσπαση του πολιτικού σκηνικού λόγω των μνημονίων. Σχηματίστηκε η κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας—ΠΑΣΟΚ—ΔΗΜΑΡ, από την οποία μετά από ένα χρόνο αποχώρησε η ΔΗΜΑΡ. Στις δε εκλογές του 2015, κάτω από το ίδιο σκηνικό του κατακερματισμού των πολιτικών δυνάμεων είχαμε τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ—ΑΝΕΛ.
Σήμερα, εν όψει της εκλογικής αναμέτρησης με την απλή αναλογική, άνοιξε και πάλι η σχετική συζήτηση. Τα ερωτήματα είναι πολλά: μπορεί να συγκλίνουν τα προγράμματα της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ*; Μπορεί οι βάσεις αυτών των δύο κομμάτων να δεχθούν αυτή τη συνεργασία χωρίς τριβές και διασπάσεις; Μπορεί μια τέτοια κυβέρνηση να επιτελέσει σε βάθος χρόνου κυβερνητικό έργο; Μήπως, με δεδομένο ότι οι επόμενες εκλογές θα διεξαχθούν με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, τα δύο κόμματα αντί να συγκυβερνούν θα προσβλέπουν σε αυτές;
Νομίζω πως το μεταμνημονιακό πολιτικό σκηνικό, παρά τον πολυκερματισμό των δυνάμεων που το συνθέτουν, δεν έχει αλλάξει τα βασικά μεταπολιτευτικά χαρακτηριστικά του. Δεν υπάρχουν συγκλίνουσες πολιτικές δυνάμεις και στη βάση δεν έχει αναπτυχθεί η κουλτούρα των συμβιβασμών. Η μόνη αποτελεσματική κυβέρνηση είναι η αυτοδύναμη κυβέρνηση, που θα εφαρμόσει το πρόγραμμα της και θα κριθεί γι' αυτό.
*Δεν αναφέρομαι στη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας—ΚΙΝΑΛ γιατί, και αν υπάρξει αυτή η δυνατότητα, η πλειοψηφία θα είναι οριακή και υπό την προϋπόθεση πως θα πειθαρχήσουν όλοι οι βουλευτές του ΚΙΝΑΛ στην απόφαση συνεργασίας της ηγεσίας τους.