Μοναρχία και Κωνσταντίνος

Μοναρχία και Κωνσταντίνος

Η πολιτική χρησιμότητα της παραδοσιακής μοναρχίας ανά την υφήλιο ήταν να λειτουργεί συνεκτικά / εθνοποιητικά… Να εκφράζει μια σταθερότητα και μια σταθερή σχέση με την παράδοση…

Τέλος δε να υπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα μέσω της λεγόμενης «ανακτορικής διπλωματίας» (την οποία καθιστούσε δυνατή η συγγενικής σχέση μεταξύ δυναστειών και μοναρχών, δυνάμενων να καθορίσουν ή τουλάχιστον να επηρεάσουν την εξωτερική πολιτική των χωρών τους). Επιπρόσθετα σε όλα αυτά, κατά τη δημοκρατική εποχή - εν προκειμένω: στην καθεστωτική μορφή της βασιλευόμενης δημοκρατίας- η μοναρχία προσέφερε έναν αρχηγό κράτους/πολιτειακό ρυθμιστή θεωρητικώς και ιδανικά τουλάχιστον πολιτικά ουδέτερο, λειτουργούντα υπεράνω κομμάτων και παρατάξεων καθώς και των συγκρούσεών τους.

Παρ’ ημίν τώρα…

Η τελευταία αυτή λειτουργία της βασιλείας ουδέποτε υπηρετήθηκε μετά το 1915, οπότε τα πολιτικά γεγονότα κατέστησαν τον εστεμμένο άρχοντα κομματικό παραταξιάρχη … (Το πώς συνέβη αυτό νομίζω πως ο ενδιαφερόμενος θα το κατανοούσε μελετώντας την πρόσφατη μελέτη μου «Ο Εθνικός Διχασμός και η κορύφωσή του: Η Δίκη των ‘Έξι’»...) Και αν ακόμη, δε, κάποιες ιστορικές στιγμές, ορισμένοι από τη δυναστεία των Γλύξμπουρκ μετά τον Γεώργιο τον Α΄ θέλησαν να υπερβούν τον ρόλο του παραταξιάρχη, δεν τους το επέτρεψε η καχυποψία των κομμάτων.

Επίσης, η τελευταία φορά που η «ανακτορική διπλωματία» λειτούργησε επωφελώς για τη χώρα μας ήταν το 1913, όταν η συγγένεια του βασιλιά Κωνσταντίνου με τον Κάιζερ Γουλιέλμο και η συγγένεια του τελευταίου με τον βασιλιά Κάρολο της Ρουμανίας καθόρισαν την «επιδίκαση» της Καβάλας στην Ελλάδα.

Θέμα, τέλος, εθνικής συνείδησης για τους Έλληνες δεν ετίθετο, όταν και η διεθνής βιβλιογραφία αναγνωρίζει την προκήρυξη του –«φαντασμένου και υπερφίαλου» κατά τον Τζορτζ Φίνλευ- Αλέξανδρου Υψηλάντη στη Βλαχία ως το πρώτο ιστορικό κείμενο που αποδεικνύει την εθνική συνείδηση ενός λαού.

Όλων τούτων δοθέντων επί του γενικού και θεωρητικού κατά κάποιον τρόπο επιπέδου, ο νεότερος Κωνσταντίνος – ο κατά ατυχή συγκυρία 13ος- υπήρξε και άτυχος και ανεπαρκής και επιρρεπής σε συμπεριφορές πολιτικά λανθασμένες και συνταγματικά περίπου ή καταφανώς έκθεσμες.

Θύμα ο ίδιος της απειρίας του, της όχι ανώτερης του μέτριου νοημοσύνης του (αυτό το διαπίστωσα και προσωπικά μια φορά που έτυχε να συζητήσω μαζί του για λίγο, αφού συνταξιδεύαμε στο ίδιο αεροπλάνο και οι θέσεις μας ήταν κοντά), αλλά και της ύπαρξης κακών και φορτωμένων με προκαταλήψεις συμβούλων.

Μετά την εκθρόνιση του, ωστόσο, υπηρέτησε την εθνική ενότητα – και τώρα που μάλλον βαδίζει προς την ολοκλήρωση του βιολογικού του κύκλου, αυτό, ο απροκατάληπτος μελετητής της δημόσιας ζωής οφείλει να του το πιστώσει - τόσο μη αμφισβητώντας το, «unfair» κατά τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, δημοψήφισμα του 1974 όσο και με την μη ίδρυση εκ των υστέρων κόμματος νοσταλγών της μοναρχίας.

Τώρα, λοιπόν, η κακία που βγάζουν γι’ αυτόν και θα βγάλουν μετά την εκδημία του, οποτεδήποτε αυτή συμβεί, κάποιοι συμπατριώτες μας, δείχνει απλώς το ότι κάποια στρώματα της ελληνικής κοινωνίας είναι μη διαπεράσιμα από τον πολιτισμό…

* Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι συγγραφέας του βιβλίου «Ο Εθνικός Διχασμός και η κορύφωσή του. Η ΔΙΚΗ ΤΩΝ 'ΕΞΙ'. Εξιλασμός ή δικαστικός φόνος;», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη