«Μια δρασκελιά Πετράλωνα Θησείο,/ δυο δρασκελιές Συγγρού Καισαριανή» το πρώτο Σάββατο Μ.Θ. (μετά Θεοδωράκη) τέλειωσε, με τη φθινοπωρινή χλωμάδα κάθε Σάββατου. Λίγα αφιερώματα σε κάποιες εκπομπές, γιατί δεν ξέρουν όλοι οι παρουσιαστές να μιλήσουν για τον μεγάλο απόντα. Μια ταινία, αργά, στο κανάλι της Βουλής. Σκόρπια αφιερώματα. Ξεκούρδιστα όλα, χωρίς τη δική του παρουσία που τα συνένωνε, τα ευλογούσε και τα καθαγίαζε.
Βαθιά μέσ’ του μυαλού του το αρχείο, η Κυριακή ήταν πάντα συννεφιασμένη, όπως έγραφε στους στίχους του για το τραγούδι «Το ταξίδι». Εφεξής, εκτός από την Κυριακή, θα είναι συννεφιασμένη και η ζωή μας. Έτσι θα πορευθούμε, χωρίς τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι και του Μίκη Θεοδωράκη, χωρίς τους ποιητές μας, χωρίς εκείνους που λάμπρυναν την καθημερινότητά μας. Όμως ποτέ δεν καταλάβαμε πόσο σημαντικά ήταν όσα έκλειναν μέσα στο έργο τους.
Αν το είχαμε καταλάβει, εκτός από τα αφιερώματα στον Μίκη, θα είχαν γεμίσει τα κανάλια και οι ραδιοσταθμοί τα προγράμματά τους με εκπομπές στις οποίες θα συζητούσαμε την επόμενη μέρα χωρίς κανένα μεγάλο στην πατρίδα μας. Θα είχαν ξεκινήσει οι σχεδιασμοί για την ευρεία παρουσίαση έργων και υποθηκών τους. Θα είχε αλλάξει με μιάς, ύστερα από τέτοιο κεραυνό, ολόκληρο το πνευματικό μας τοπίο. Και οι Δήμοι όλης της Ελλάδας θα είχαν βγάλει στους δρόμους τις φιλαρμονικές να παίζουν τα τεράστια έργα τους, κι ας είναι τέλος καλοκαιριού και υπάρχουν άδειες, κι ας έχουμε πανδημία.
Αντ’ αυτού, όλα συνεχίστηκαν όπως τα ξέρουμε. Με την πρώτη αποχώρηση από ριάλιτι να γίνεται κανονικά, ενώ δεν θα έπρεπε καν να προβληθεί επεισόδιο. Με τις πρωινατζούδες να περιφέρονται από εκπομπής εις εκπομπήν προκειμένου να πουλήσουν το τηλεοπτικό τους πρόγραμμα. Με επαναλήψεις υλικού που έχει γυριστεί πριν από χρόνια για τον Μίκη Θεοδωράκη και με ρηχά ρεπορτάζ. Δεν φταίνε οι ίδιοι. Τόση είναι σήμερα η δημοσιογραφία και τέτοια τα λαϊκά ενδιαφέροντα.
Πριν από τόσες δεκαετίες, δεν είχαμε πάρει ως λαός το μήνυμα, δεν είχαμε ακολουθήσει αυτούς τους μεγάλους ανθρώπους, τα τεράστια πνεύματα, στους δρόμους που ως πρωτοπόροι χάραζαν. Τώρα είναι αργά. Ένας θάνατος δεν μπορεί να σημαίνει αφύπνιση για λαούς «παραδομένους στη σφήκα και στο ξινόχορτο». Εκείνοι ήξεραν όχι μόνο να εκτοξεύουν στα ουράνια τα όνειρα μας, αλλά και να κρατούν σφραγισμένα στην καρδιά τους τα όνειρα που χάθηκαν. Περιμένοντας μια άλλη ευκαιρία. Εμείς τι θα κάνουμε; Από την απάντηση που θα δώσει ο καθένας μας και όλοι μαζί, εξαρτάται το μέλλον. Ας το συλλογιστούμε, όσο ο Μίκης Θεοδωράκης καπνίζει το τελευταίο του τσιγάρο με τον Χάροντα, στο μακρινό ταξίδι του.