Όλες σχεδόν οι -θεωρούμενες δημοκρατικές- πολιτικές δυνάμεις της χώρας, ανεξαρτήτως της στάσης τους στη σχετική ψηφοφορία, βρέθηκαν σύμφωνες επί της αρχής: Να στερηθεί το ακροδεξιό πολιτικό μόρφωμα, που φέρεται πως έχει ουσιαστικό αρχηγό τον καταδικασμένο και έγκλειστο Ηλία Κασσιδιάρη, του δικαιώματος να διεκδικήσει τη λαϊκή ψήφο.
Με την οποία, σύμφωνα προς όλα τα δημοσκοπικά ευρήματα, ένα -ελάχιστα συμπαθές, ειδικά στις ελίτ, ακραία δε αντισυστημικού/αντιδημοκρατικού και αντιφιλελεύθερου, με το πολιτικό περιεχόμενο του όρου, προσανατολισμού- τμήμα της κοινωνίας θα το οδηγούσε με άνεση εντός του εθνικού κοινοβουλίου. Έτσι πράττοντας και έτσι λειτουργώντας οι «εκφραστές των δημοκρατικών αξιών» επιβεβαίωσαν άραγε το αξίωμα σύμφωνα προς το οποίο «οι μεγάλες βλακείες διαπράττονται ομοφώνως»;
Φοβάμαι πως ναι, και πάλι ομοθύμως έσφαλαν. (Θυμίζω ένα ακόμη παράδειγμα/προηγούμενο -θα μπορούσα πολλά- ομόφωνης αυτοχειρίας του πολιτικού συστήματος: πριν από 102 χρόνια όλες οι πτέρυγες του ελληνικού κοινοβουλίου χειροκροτούσαν φρενιτιωδώς τον πρωθυπουργό Γούναρη, αναγγέλλοντα τη στρατιωτική επέλαση προς Άγκυρα, αφού προηγουμένως επίσης ομοφώνως είχαν απορρίψει κάθε συμβιβαστική διαμεσολάβηση των Δυνάμεων…). Για τους εξής λόγους.
Πρώτον: Οι δυνάμεις που εναβρύνονται πως υπηρετούν τη Δημοκρατία -με το σκεπτικό πως το πολίτευμα αυτό δεν είναι «αφελές»- ουσιαστικά την αναιρούν. Κινήθηκαν με μια λογική του τύπου «όταν ο λαός χάσει την εμπιστοσύνη του πολιτικού κατεστημένου, αυτό διαλύει τον λαό και ‘εκλέγει’ έναν άλλο λαό»…
Δεύτερον: Το έκαναν με αναίρεση του αξιακού υποστρώματος του δημοκρατικού πολιτεύματος, χωρίς δηλαδή τήρηση της νομιμότητας που το πολίτευμα αυτό θεσπίζει. Και δη της κορυφαίας: της συνταγματικής νομιμότητας… Αποστρέφοντας, λοιπόν, το πρόσωπο προς το άρθρο 51&3 του Καταστατικού Χάρτη της χώρας, το οποίο ρητά απαγορεύει νόμο περιοριστικό των εκλογικών δικαιωμάτων κάθε πολίτη μη καταδικασμένου ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΑ «για ορισμένα εγκλήματα»… η Βουλή ψήφισε νόμο που απαγορεύει την εκλογική συμμετοχή -όχι απλώς καταδικασμένων προσώπων, αλλά- κάθε κόμματος για το οποίο «εκτιμάται» πως, κατά κάποιο τρόπο, συνδέεται με υποκρυπτόμενο «πραγματικό» αρχηγό, καταδικασμένο ΣΕ ΟΠΟΙΟΝΔΗΠΟΤΕ ΒΑΘΜΟ.
Τρίτον, με αυτόν τον κραυγαλέα αντισυνταγματικό νόμο προχώρησαν σε μια ρύθμιση, που είναι εξαιρετικά απίθανο να γίνει δεκτή από τα μέλη του 1ου τμήματος του Α.Π., που ανακηρύσσουν τα δικαιούμενα να μετάσχουν στις εκλογές κόμματα. Και αυτό, επίσης για πολλούς λόγους. Ειδικότερα…
Οι Έλληνες δικαστές -συχνά εν ονόματι συντεχνιακών συμφερόντων, πχ προκειμένου να επιδικάσουν εις εαυτούς αναδρομικά ποσά- αναζητούν ενίοτε τη νομιμότητα στα απώτατα όρια της ερμηνευτικής λογικής. (Πχ δέχονται πως «όταν το Σύνταγμα λέει ‘οι αμοιβές των Δικαστών είναι ανάλογες του λειτουργήματός τους’ εννοεί να παίρνουν τόσα…»). Ουδέποτε όμως φτάνουν να αναιρέσουν το ΡΗΤΟ ΚΑΙ ΣΑΦΕΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ: Εν προκειμένω, λοιπόν, το άρθρο 51&3 του Συντάγματος απαιτεί, δεν γίνεται πιο σαφώς, «αμετάκλητη καταδίκη» για να απαγορευθεί η συμμετοχή προσώπου στις εκλογές. Και ο ψηφισθείς ΣΤΟΧΕΥΜΕΝΟΣ ΝΟΜΟΣ τούς ζητάει να απαγορεύσουν τη συμμετοχή κόμματος, κανένα στέλεχος του οποίου -εκ των εμφανιζόμενων ως τέτοιων- δεν βαρύνεται με οποιαδήποτε καταδίκη. Είναι όμως, σε πρώτο μόνο βαθμό, καταδικασμένο το πρόσωπο που οι δικαστές καλούνται από τον νόμο να εντοπίσουν ως «υποκρυπτόμενο» αρχηγό του!
Ωστόσο… Οι αρεοπαγίτες δεν είναι «ντεντέκτιβ», προκειμένου να διερευνήσουν και να διαγνώσουν την υποκρυπτόμενη εξάρτηση κάποιου πολιτικού μορφώματος από έναν ευρισκόμενο στο παρασκήνιο «πραγματικό» αρχηγό. (Σημειωτέον πως δεν εξετάζουν καν -τι θα γινόταν διαφορετικά με το ΚΚΕ;- αν τα καταστατικά των κομμάτων βρίσκονται σε αντίφαση με την, κατά το άρθρο 29 του Συντάγματος, υποχρέωσή τους να εξυπηρετούν «την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Το μόνο που κατά παράδοση ελέγχουν είναι αν Ο ΙΔΙΟΣ Ο ΚΟΜΜΑΤΙΚΟΣ ΤΙΤΛΟΣ -πχ «Μίσος και Εκδίκηση»- αναδεικνύει την αντιδημοκρατική φύση κάποιων κομμάτων, τα οποία και απαγορεύουν).
Επιπρόσθετα, το πολιτικό σύστημα δεν έχει κανένα μέσο να τους πιέσει να κάνουν αυτό που θέλει: Ούτε μαστίγιο/απειλή, ούτε καρώτο/αμοιβή. Δεν μπορεί να τους απολύσει, όπως έκανε το 1926 ο Κονδύλης με όσους δικαστές έκριναν τότε αντισυνταγματική την απαγόρευση υποψηφιοτήτων όσων είχαν διατελέσει υπουργοί επί δικτατορίας Πάγκαλου… Ούτε να τους υποσχεθεί αντιπροεδρία του Α.Π. αφού όλα τα μέλη του αρμόδιου 1ου Τμήματος συνταξιοδοτούνται τον προσεχή Ιούνιο…
Τούτων δοθέντων…
Και με νομικά και με αξιακά κριτήρια ο νομοθέτης της Δημοκρατίας εν προκειμένω έσφαλε: Η εκπροσώπηση αποκρουστικών πολιτικών δυνάμεων στον ναό της Δημοκρατίας ίσως είναι μικρότερο κακό από την αυτοαναίρεσή της. Και τουλάχιστον να πετύχαινε πράγματι τον αποκλεισμό αυτών των φωνών… Επιτρέποντας τη θυματοποίησή τους, μάλλον θα έχει τελικά πετύχει την περαιτέρω κοινοβουλευτική τους ενδυνάμωση.
Η Δημοκρατία έναν τρόπο έχει να πολεμάει τους εχθρούς της: την αυτοβελτίωσή της…
* Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι συγγραφέας του βιβλίου «Ο Εθνικός Διχασμός και η κορύφωσή του. Η ΔΙΚΗ ΤΩΝ 'ΕΞΙ'. Εξιλασμός ή δικαστικός φόνος;», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη