Την πεποίθησή του ότι οι Έλληνες «θα τα καταφέρουμε και πάλι», εξέφρασε ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας κ. Κυριάκος Μητσοτάκης, κατά την διάρκεια συζήτησης που διοργάνωσε απόψε το Ινστιτούτου Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής με θέμα: «Προκλήσεις ανασυγκρότησης στην Ελλάδα και στην Ευρώπη: 70 χρόνια από το Σχέδιο Μάρσαλ», στην οποία συμμετείχε και ο Πρέσβης των Η.Π.Α. στην Ελλάδα κ. Geoffrey R. Pyatt.
Ο κ. Μητσοτάκης υπογράμμισε ότι «θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι η σημασία του σχεδίου Μάρσαλ εξαντλήθηκε στην παροχή κονδυλίων» και πρόσθεσε: «τα προβλήματα της Ευρώπης του 1947 δεν ήταν μόνον οικονομικά. Ήταν επίσης πολιτικά και, μπορώ να πω, ψυχοκοινωνικά. Η οικονομική κρίση έγινε κρίση της ίδιας της Δημοκρατίας, οδήγησε στην άνοδο των πολιτικών άκρων και εν τέλει στο ιστορικό φαινόμενο που ονομάστηκε “η εποχή των δικτατόρων”… Το σχέδιο Μάρσαλ εισέφερε λοιπόν ένα όραμα ανάπτυξης, που μπορούσε να διασφαλίζει σταθερότητα μέσα σε συνθήκες Δημοκρατίας».
Αφού αναφέρθηκε στη συμβολή του Σχεδίου Μάρσαλ στην αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής καταστροφής στην τόνωση της απασχόλησης, καθώς και στη δημιουργία έργων υποδομής σε τομείς όπως η Ενέργεια, η Υγεία και η Παιδεία, ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας τόνισε: «Επιπλέον, η ιστορία του Σχεδίου Μάρσαλ αποτυπώνει τις αναγκαίες προϋποθέσεις επιτυχίας μιας μεταρρυθμιστικής προσπάθειας σε μια μικρή χώρα της Δύσης, όπως η Ελλάδα.
- Η πρώτη προϋπόθεση είναι η παροχή τεχνογνωσίας και η προσαρμογή στα δυτικά πρότυπα διακυβέρνησης. Αυτό έκανε το σχέδιο Μάρσαλ, αλλά δεν ήταν αρκετό.
- Επίσης κρίσιμη είναι η δεύτερη προϋπόθεση, δηλαδή αυτό που αποκαλούμε σήμερα “ιδιοκτησία του προγράμματος”…
- Και τέλος, η τρίτη προϋπόθεση ήταν η συναίνεση του λαού μας στην προοπτική της αλλαγής. Μια κοινωνία που, ίσως επειδή είχε υποφέρει τόσο πολύ, ήταν αποφασισμένη να αλλάξει σελίδα.
Χωρίς την κοινωνική συναίνεση το εγχείρημα δεν θα μπορούσε να έχει πετύχει. Πιστεύω ότι οι τρεις αυτές προϋποθέσεις πρέπει να συντρέξουν για να ξεφύγουμε από την σημερινή κρίση. Η κρίση μας έκανε όλους πιο ώριμους. Μας έδειξε τα όρια του λαϊκισμού ή μάλλον το δραματικό αδιέξοδο όπου αυτός οδηγεί. Από πλευράς αξιών, μεταρρυθμίσεις που πριν από χρόνια αποτελούσαν ταμπού, γίνονται πλέον αποδεκτές από την πλειονότητα των Ελλήνων ως αναγκαίο στοιχείο για να περάσουμε τη γέφυρα προς το μέλλον. Αλλά μένει σαφώς να γίνουν κι άλλα για να εκπληρώσουμε και τις τρεις προϋποθέσεις που θα μας επιτρέψουν να προκαλέσουμε μια πραγματική αναπτυξιακή έκρηξη στην πατρίδα μας. Μπορούμε όμως να το πετύχουμε και εγώ σε αυτήν την κατεύθυνση θα δουλέψω».
Ο κ. Μητσοτάκης, αφού ανέφερε ότι η Ιστορία «αποτελεί πρώτη ύλη για σοβαρό προβληματισμό», υπογράμμισε: «Το Σχέδιο Μάρσαλ αφήνει όμως ως εγχείρημα μια σημαντική πολιτική και ιστορική παρακαταθήκη. Τις αρχές στις οποίες βασίστηκαν οι εμπνευστές του. Την ακριβή κατανόηση του κόσμου. Το καθαρό μυαλό. Την τόλμη. Τη συνεργασία και αλληλεγγύη των μελών της Δύσης. Την πίστη ότι μπορούμε να αλλάξουμε τα δεδομένα, με εμπιστοσύνη στην ελεύθερη βούληση, στη Δημοκρατία, στη δημιουργικότητα. Αυτή η πνευματική και ιδεολογική βάση στην οποία στηρίχθηκε το σχέδιο Μάρσαλ, είναι πάντοτε εδώ. Και με αυτές τις θεμελιώδεις αρχές ως οδηγό μας, θα πετύχουμε και σήμερα. Θα προστατεύσουμε τον κόσμο μας, τον κόσμο της ελευθερίας, της Δημοκρατίας και της δημιουργικότητας. Θα αντιμετωπίσουμε τις σύγχρονες απειλές, θα καταφέρουμε να ξεπεράσουμε την κρίση και να προχωρήσουμε μπροστά».
Καταλήγοντας ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας τόνισε: «Για εμάς τους Έλληνες, το Σχέδιο Μάρσαλ λειτουργεί ως επιβεβαίωση της ικανότητάς μας να ξεφύγουμε ακόμη και από τις πιο δύσκολες συνθήκες. Μας θυμίζει πως είμαστε ένας λαός με πίστη στην ελευθερία και τη Δημοκρατία. Ένας λαός προσηλωμένος στις αξίες της Ενωμένης Ευρώπης και του δυτικού κόσμου, του οποίου αποτελούμε δυνατό, περήφανο και ισότιμο μέλος. Πρόκειται για εθνικό κεκτημένο, για θεμελιώδες στοιχείο της ταυτότητάς μας που δεν χάνεται. Όπως δεν χάνεται και η εθνική μας προοπτική, η δυνατότητά μας να κερδίσουμε το μέλλον. Αν η Ιστορία των τελευταίων εβδομήντα χρόνων μας προσφέρει μια πυξίδα, αυτή δείχνει ότι η χώρα μας δεν θα ανταπεξέλθει απλώς στις δυσκολίες μιας ακόμη σκοτεινής περιόδου, αλλά θα ξανανθίσει. Θα τα καταφέρουμε και πάλι. Το οφείλουμε στις επόμενες γενιές, αλλά και στους εαυτούς μας».