Με τον Πρόεδρο της Βουλγαρίας κ. Rumen Radev, συναντήθηκε σήμερα ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας. Υποδεχόμενος τον Rumen Radev, ο κ. Μητσοτάκης έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Θα ήθελα να σας συγχαρώ για την ανάληψη των καθηκόντων σας και να σας πω ότι χαίρομαι ιδιαίτερα που μου δίνεται η δυνατότητα να σας γνωρίσω από κοντά.
Η Ελλάδα και η Βουλγαρία είναι δύο χώρες που έχουν παραδοσιακά πάρα πολύ καλές σχέσεις. Και δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι ο άξονας των σχέσεων Ελλάδας – Βουλγαρίας αποτελεί σήμερα έναν παράγοντα σταθερότητας σε μια ταραγμένη περιοχή. Δύο γειτονικές χώρες, μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, με κοινά ενδιαφέροντα και κοινούς προβληματισμούς.
Σε μια εποχή, και σε επίπεδο Ευρώπης, όπου τα ζητήματα ασφάλειας, κοινής εξωτερικής πολιτικής και κοινής Άμυνας έρχονται με μεγαλύτερη ένταση στο προσκήνιο, η συνεργασία των δύο χωρών είναι ακόμη πιο επιβεβλημένη.
Και βέβαια, δεν θέλω να παραγνωρίσω και την πολύ μεγάλη σημασία της στενής οικονομικής συνεργασίας μεταξύ των δύο Κρατών. Η Ελλάδα, παρά την κρίση, παραμένει ο τρίτος μεγαλύτερος επενδυτής στη Βουλγαρία και είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν περαιτέρω περιθώρια για να ενισχύσουν ακόμη περισσότερο τις ήδη στενές οικονομικές μας σχέσεις.
Δεν θέλω να πω περισσότερα. Θέλω και πάλι να σας καλωσορίσω και να ξέρετε ότι προσβλέπω στο να οικοδομήσουμε μια πολύ στενή και προσωπική σχέση φιλίας και συνεργασίας».
Η Νέα Δημοκρατία ενημέρωσε ότι κατά τη συνάντηση επιβεβαιώθηκε το αμοιβαίο ενδιαφέρον για περαιτέρω προώθηση της στρατηγικής συνεργασίας Ελλάδας - Βουλγαρίας, ως παράδειγμα για όλη την περιοχή και ως παράγοντα περιφερειακής σταθερότητας. Διαπιστώθηκε επίσης η κοινή προσέγγιση των δύο χωρών σε όλα τα μείζονα περιφερειακά και διεθνή ζητήματα.
Σε διμερές επίπεδο, υπογραμμίσθηκε η αμοιβαία βούληση για ενίσχυση της συνεργασίας σε όλους τους τομείς, με έμφαση στην άμυνα, την ενέργεια, τις μεταφορές, τις επενδύσεις, το εμπόριο και τον τουρισμό.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, επισημάνθηκε η ανάγκη περαιτέρω συντονισμού μας στο πλαίσιο της Ε.Ε., προς την κατεύθυνση της προώθησης μιας στενότερης συνεργασίας μεταξύ των Κρατών - μελών, ιδιαίτερα στους τομείς της ασφάλειας και της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, τομείς που καθιστούν την αποτελεσματική φύλαξη των εξωτερικών συνόρων της Ε.Ε. μια πρωτίστως ευρωπαϊκή υπόθεση.
Κατά τη συνάντηση, έγινε επίσης αναφορά στο θέμα της διαχείρισης των μεταναστευτικών - προσφυγικών ροών, επί του οποίου κοινή ήταν η διαπίστωση ότι χρειάζεται να αντιμετωπισθεί από το σύνολο των Κρατών - μελών στη βάση της αλληλεγγύης και του επιμερισμού των βαρών.
Συναφώς, επισημάνθηκε η ανάγκη αναθεώρησης του Κανονισμού του Δουβλίνου προς την κατεύθυνση αυτή. Χαιρετίσθηκε, επίσης, η έμφαση που επιθυμεί να δώσει η προσεχής Βουλγαρική Προεδρία του Συμβουλίου της Ε.Ε. στο θέμα της συνοχής, ως στοιχείου απαραίτητου για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής ενότητας.
Σε ό,τι αφορά τα Δυτικά Βαλκάνια, υπήρξε ταύτιση απόψεων ως προς τη σημασία της προώθησης της ευρω - ατλαντικής προοπτικής των Κρατών της περιοχής, υπό την προϋπόθεση βεβαίως της εκ μέρους τους πλήρωσης των ενταξιακών κριτηρίων και προδιαγραφών. Ειδικότερα, ως προς την πΓΔΜ, σημείωσαν τη θετικότερη, σε σχέση με το παρελθόν, προσέγγιση την οποία δείχνει να έχει υιοθετήσει η νέα Κυβέρνηση της χώρας. Τονίσθηκε, ωστόσο, ότι και σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να γίνουν σεβαστά τα αντίστοιχα κριτήρια, μεταξύ των οποίων είναι και οι σχέσεις καλής γειτονίας. Κοινή υπήρξε εξάλλου η διαπίστωση ότι η επίλυση των όποιων εκκρεμών ζητημάτων θα πρέπει να προηγηθεί της ένταξης της γειτονικής χώρας στους ευρω - ατλαντικούς θεσμούς.
Τέλος, αναφορικά με την Τουρκία, υπογραμμίσθηκε η σημασία της διατήρησης ανοικτών διαύλων επικοινωνίας μεταξύ Ε.Ε. - Τουρκίας, καθώς και η επιθυμία για ανάπτυξη σχέσεων καλής γειτονίας και συνεργασίας, στη βάση του σεβασμού του διεθνούς Δικαίου και των διεθνών Συνθηκών, αλλά και της μη ανάμειξης στις εσωτερικές υποθέσεις τρίτων Κρατών. Μάλιστα, ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας ανέφερε ότι η σημερινή ανακοίνωση του τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών, η οποία εξεδόθη ως απάντηση για την αντίδραση της Ελλάδας στο μη σεβασμό του χαρακτήρα της Αγίας Σοφίας ως μνημείου παγκόσμιας κληρονομιάς της Unesco, κινείται έξω από αυτό το πνεύμα.