Του Απόστολου Χονδρόπουλου
Τη στιγμή που στο επίκεντρο των συζητήσεων βρέθηκε το προσφυγικό - μεταναστευτικό, με τις υπερβολικές απαιτήσεις που προβάλει η Άγκυρα και την σαφή προσπάθειά της να χρησιμοποιήσει το μείζον αυτό ζήτημα για να αποσπάσει όσο το δυνατόν περισσότερα ανταλλάγματα από την Ε.Ε, η αναγόρευση του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα σε επίτιμο διδάκτορα Πολιτικής Οικονομίας του Πανεπιστημίου Σμύρνης αποτελεί φυσικά δευτερεύουσα πτυχή της παρουσίας του στη γειτονική χώρα. Και ως τέτοια ελάχιστα θα απασχολούσε κανονικά τον δημόσιο διάλογο. Με τη διαφορά ότι πρόκειται για ιδιωτικό Πανεπιστήμιο, γεγονός που δεν πέρασε απαρατήρητο στο εσωτερικό της χώρας, όπου όλοι γνωρίζουν τις πάγιες θέσεις της Αριστεράς για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια.
Σχολιάστηκε από διάφορες πλευρές και με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο από τον ίδιο τον αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, Κυριάκο Μητσοτάκη: «Ο Αλέξης Τσίπρας δεν θα γινόταν ποτέ επίτιμος διδάκτωρ στην Ελλάδα. Γιατί; Διότι ο ίδιος δεν επιτρέπει την ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων!», ανέφερε ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης!
Η αναγόρευση αυτή έγινε αφορμή να έρθει στο προσκήνιο ένα ζήτημα, αυτό των μη κρατικών Πανεπιστημίων, που για την Αριστερά αποτελεί ταμπού, αλλά για την κεντροδεξιά βρίσκεται διαχρονικά στον πυρήνα της συνολικής αντίληψης που έχει για την Παιδεία και συμπεριλαμβάνεται στις κατά καιρούς προτάσεις που έχει παρουσιάσει η Ν.Δ. και έχει προσπαθήσει να προωθήσει στο πλαίσιο συνταγματικής αναθεώρησης.
Για το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης η τροποποίηση του άρθρου 16 αποτελεί σταθερό ζητούμενο. Ο Κώστας Καραμανλής είχε επιχειρήσει ως πρωθυπουργός να την δρομολογήσει στο πλαίσιο της συνταγματικής αναθεώρησης βασιζόμενος και στη θετική άποψη που διατηρούσε για το ζήτημα αυτό ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Γιώργος Παπανδρέου. Αρκετοί θα θυμούνται τον κ. Καραμανλή να μην κρύβει στη Βουλή την απογοήτευσή του για την «υπαναχώρηση του ΠΑΣΟΚ» στο ζήτημα της συνταγματικής αναθεώρησης, σχολιάζοντας ότι «την ώρα που φτάναμε στην Ολομέλεια, την ώρα των κρίσιμων ψηφοφοριών δεν άντεξαν τα εσωκομματικά τους προβλήματα και επέλεξαν να τα φορτώσουν στη χώρα».
Η αναθεώρηση του άρθρου 16 αποτέλεσε κεντρικό ζήτημα και στις προτάσεις που επεξεργάστηκε και παρουσίασε η Ν.Δ. στα τέλη του 2014, επί ηγεσίας του Αντώνη Σαμαρά, σε μία περίοδο που ο τότε πρωθυπουργός, έχοντας απέναντί του πλέον ως βασικό πολιτικό αντίπαλο τον ΣΥΡΙΖΑ, ενέτασσε και την απρόσκοπτη εξέλιξη της διαδικασίας Συνταγματικής Αναθεώρησης στην επιχειρηματολογία με την οποία προσπαθούσε να πείσει για την ανάγκη να μην διακοπεί πρόωρα η θητεία της τότε κυβέρνησης λόγω αδυναμίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας.
«Η ευκαιρία της Αναθεώρησης του Συντάγματος δεν πρέπει να χαθεί. Η πρότασή μας θα φέρει νέο Σύνταγμα σε δυόμιση χρόνια το πολύ. Αν δεν προχωρήσει σήμερα η Συνταγματική Αναθεώρηση, νέο Σύνταγμα μπορεί να υπάρξει μόνο μετά το 2021», έλεγε, συμπεριλαμβάνοντας και τα μη κρατικά - μη κερδοσκοπικά Πανεπιστήμια μεταξύ εκείνων των μεταρρυθμίσεων που θεωρούσε ότι έπρεπε να έχουν γίνει εδώ και πολύ καιρό.
Αδήριτη ανάγκη θεωρεί την αναθεώρηση του άρθρου 16 και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος θεωρεί πως είναι παράλογο να μην έχουμε στη χώρα μας ιδιωτικά Πανεπιστήμια. Είναι από τα θέματα που ασφαλώς είχε στο νου του όταν, ως υποψήφιος ακόμα για την προεδρία της Ν.Δ., υποδείκνυε έναν δρόμο συμφωνίας για τη συνταγματική αναθεώρηση, προτείνοντας να υπερψηφίσει η Ν.Δ. όλα τα άρθρα που η κυβέρνηση θα προτείνει ως αναθεωρητέα εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ υπερψηφίσει από τη δική του πλευρά όλα τα άρθρα που θα προτείνει η Ν.Δ.
Πισωγύρισμα στην Παιδεία
Τα θέματα της Παιδείας βρίσκονται στο σύνολό τους στον πυρήνα της προγραμματικής επεξεργασίας, αλλά και της αντιπολιτευτικής τακτικής της Ν.Δ. Σε ανύποπτο χρόνο ο κ. Μητσοτάκης είχε τονίσει μάλιστα πως η υποχώρηση από τις πολιτικές που ασκεί η σημερινή κυβέρνηση στοn χώρο της Παιδείας αποτελεί προϋπόθεση για οποιαδήποτε συζήτηση περί γενικότερης πολιτικής συνεννόησης. Αυτά βέβαια πριν οι κυβερνητικές πρακτικές, που ο πρόεδρος της ΝΔ περιγράφει με ολοένα και πιο μελανά χρώματα, διευρύνουν ακόμη περισσότερο το έλλειμμα εμπιστοσύνης που ο ίδιος διακηρύττει σε όλους τους τόνους ότι υφίσταται απέναντι στον πρωθυπουργό, λειτουργώντας απαγορευτικά σε οποιαδήποτε προσπάθεια συνεννόησης, πολλώ δε μάλλον συνεργασίας των δύο κομμάτων.
«Με τον ΣΥΡΙΖΑ επιστρέφουμε στο παρελθόν. Είχαμε καταφέρει να υλοποιήσουμε μεταρρυθμίσεις για την Αριστεία, αλλά τώρα αυτά υπαναχωρούν», τονίζει ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, ο οποίος έχει πολλάκις συμπεριλάβει την Παιδεία και στην αθέατη πλευρά του «παγόβουνου» με το οποίο συχνά παρομοιάζει την κυβερνητική πολιτική από την περίοδο κιόλας του εσωκομματικού προεκλογικού αγώνα της Ν.Δ. Τότε που το περιέγραφε για πρώτη φορά λέγοντας ότι «πάνω από την επιφάνεια βλέπουμε τη μικρή προσπάθεια μνημονιακής συμμόρφωσης και από κάτω την κυβέρνηση να αλώνει το κράτος, να πηγαίνει την Παιδεία πίσω και να παρεμβαίνει στη θεσμική ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης». Έκτοτε έχει κυλήσει αρκετός χρόνος, στη διάρκεια του οποίου η Νέα Δημοκρατία «βλέπει» αυτήν την πλευρά του «παγόβουνου» να μεγαλώνει.
Για τον πρόεδρο της Ν.Δ. το πισωγύρισμα στην Παιδεία είναι συνολικό. Μόλις χθες τόνιζε ότι ακόμη και το «ψηφιακό σχολείο», που ο ίδιος θεωρεί τη σημαντικότερη ψηφιακή μεταρρύθμιση της προηγούμενης κυβέρνησης, σήμερα αποδομείται. «Μια πολύ σημαντική και καινοτόμα πρωτοβουλία, η οποία για πρώτη φορά θα εισήγαγε βασικούς κανόνες ψηφιακής λογικής στην εκπαίδευση και το οποίο είχε προχωρήσει σημαντικά επί των δικών μας ημερών, φαίνεται να εγκαταλείπεται στον βωμό του αριστερού εξισωτισμού», τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Μητσοτάκης. Ενός «εξισωτισμού» και «ισοπεδωτισμού προς τα κάτω», τον οποίο συστηματικά καταλογίζει στον ΣΥΡΙΖΑ, υποστηρίζοντας πως για το κυβερνών κόμμα «η Παιδεία δεν είναι τίποτε άλλο από ένα πεδίο άσκησης ιδεοληψίας και επιβολής κομματικής, πελατειακής νοοτροπίας».