Την ανάγκη ανάδειξης του συνόλου των συγκριτικών πλεονεκτημάτων που καθιστούν την Ελλάδα ελκυστικό προορισμό για επενδύσεις, υπογράμμισε ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας κ. Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας σήμερα, Πέμπτη 10 Μαΐου, σε διευθυντικά στελέχη πολυεθνικών εταιρειών, στην πρεσβεία της Ολλανδίας.
«Πιστεύω ότι η Ελλάδα είναι ένας ιδιαίτερα ελκυστικός προορισμός για ξένες επενδύσεις», τόνισε ο κ. Μητσοτάκης και πρόσθεσε: «Η Ελλάδα έχει όλες τις δυνατότητες να εξελιχθεί σε περιφερειακό κέντρο, όπου θα στεγάζονται τα κεντρικά γραφεία πολυεθνικών εταιρειών, που δραστηριοποιούνται στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια».
Ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας άκουσε τις προτάσεις των διευθυντικών στελεχών, που προέρχονταν, μεταξύ άλλων, από τον κλάδο των ασφαλειών, της ενέργειας, των τροφίμων. Συζήτησε μαζί τους τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν και πρότεινε συγκεκριμένες λύσεις για την τόνωση των επενδύσεων, της καινοτομίας και της παραγωγικότητας.
Διατύπωσε την άποψή του ότι η προσέλκυση επενδύσεων απαιτεί τρεις συγκεκριμένες προϋποθέσεις:
- Πρώτον, πολιτική σταθερότητα.
- Δεύτερον, μείωση της φορολογίας, εφαρμογή αυστηρών κανόνων και ορισμό συγκεκριμένου πλαισίου, ικανού να καταστήσει την Ελλάδα ελκυστική για επενδύσεις.
- Τρίτον, στοχευμένες κλαδικές παρεμβάσεις.
Ο κ. Μητσοτάκης υπογράμμισε ότι αποτελεί προσωπική του δέσμευση η μείωση του φόρου των επιχειρήσεων από το 29% στο 20% εντός δύο ετών. «Θα εφαρμόσουμε», δήλωσε, «ένα τολμηρό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που θα μας επιτρέψει να διαπραγματευτούμε χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα. Θα αξιοποιήσουμε το δημοσιονομικό χώρο που θα δημιουργηθεί, για να μειώσουμε τον ΕΝΦΙΑ, το φόρο επιχειρήσεων και τον φόρο επί των μερισμάτων».
Επανέλαβε, επίσης, τη θέση ότι ο εισαγωγικός φορολογικός συντελεστής, με δεδομένη τη μείωση του αφορολόγητου, θα έπρεπε να διαμορφωθεί στο 9% - και όχι στο 20% - για εισοδήματα έως και 10.000 ευρώ.
Τάχθηκε, ταυτόχρονα, ανοιχτά υπέρ της αύξησης της χρήσης ηλεκτρονικών συναλλαγών για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και τόνισε ότι πρέπει να δοθεί πολύ μεγαλύτερη έμφαση στις συμπράξεις Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα.
Ο κ. Μητσοτάκης διατύπωσε την απόλυτη αντίθεσή του σε φαινόμενα ευνοϊκής μεταχείρισης επιχειρηματιών από την πολιτική εξουσία. «Κάτι τέτοιο», είπε, «θα έδινε το εντελώς λάθος μήνυμα για τη χώρα σε όλους τους πιθανούς επενδυτές στο εξωτερικό. Εμείς δεν θέλουμε να ανταλλάσσουμε χάρες με τους επιχειρηματίες. Εμείς θέλουμε να έχουμε μια αμοιβαία επικερδή συνεργασία».
Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε από τον κ. Μητσοτάκη στην ανάγκη τόνωσης των προσπαθειών προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης των δράσεων Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης από τις πολυεθνικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα. «Υπάρχουν», επισήμανε, «ενέργειες και δράσεις Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης που η εφαρμογή τους είναι επωφελής και για την επιχείρηση και για την τοπική κοινωνία. Για παράδειγμα, η επιμόρφωση αγροτών από μια μεγάλη επιχείρηση που συνεργάζεται μαζί τους».
Επιπλέον, σε δηλώσεις του o κ. Μητσοτάκης σημείωσε:
«Κάθε ώρα που περνάει αποκαλύπτονται νέες πτυχές του τέταρτου μνημονίου Τσίπρα - Καμμένου, με νέα βάρη για τους πολίτες.
Εκτός από τη μείωση του αφορολόγητου και τις περικοπές των συντάξεων προκύπτουν νέα επώδυνα μέτρα.
Δραματική αύξηση ασφαλιστικών εισφορών για τους ελεύθερους επαγγελματίες.
Μειώσεις στα ειδικά μισθολόγια.
Μειώσεις επιδομάτων και καταργήσεις φοροαπαλλαγών.
Ενώ παρίσταναν ότι δεν δέχονταν τις ομαδικές απολύσεις, τώρα υπογράφουν πρόθυμα τις σχετικές ρυθμίσεις.
Μπροστά σε αυτήν την πραγματικότητα, ο κ. Τσίπρας προσπαθεί να αποπροσανατολίσει τη συζήτηση ανοίγοντας άλλα ζητήματα, αλλά πάντα χωρίς σχέδιο και κυρίως χωρίς καμία προετοιμασία.
Όπως έλεγε κάποτε ότι θα καταργήσει τον ΕΝΦΙΑ και θα σκίσει τα Μνημόνια, έτσι τώρα αφήνει να εννοηθεί ότι θα καταργήσει τις πανελλαδικές εξετάσεις.
Με ποιο σύστημα θα τις αντικαταστήσει; Σε ποιες πανεπιστημιακές αίθουσες θα μπουν οι φοιτητές, με τι βιβλία και καθηγητές;
Ανεύθυνα και επιπόλαια παίζει με την αγωνία των νέων ανθρώπων και των οικογενειών τους.
Αντιμετωπίζω την Παιδεία με ευθύνη και ευαισθησία ως εθνικό θέμα.
Οφείλουμε να επενδύσουμε σε αυτήν.
Στηρίζοντας τους εκπαιδευτικούς, που αποτελούν κεφάλαιο για τη χώρα, ώστε να δώσουν ορμή στους μαθητές.
Συνδέοντας την εκπαίδευση με την απασχόληση, για να βρουν κεφάλαια τα πανεπιστήμια, αλλά και για να βρουν μετά δουλειές οι απόφοιτοι.
Αξιοποιώντας τις νέες δεξιότητες της ψηφιακής εποχής.
Ενισχύοντας την ελευθερία και αυτονομία κάθε εκπαιδευτικής μονάδας.
Το δικό μας σχέδιο είναι συγκεκριμένο και τολμηρό. Θα έρθει σύντομα σε δημόσιο διάλογο γιατί επιδιώκουμε τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση.
Οι νέοι μας αξίζουν την ελπίδα της αλήθειας. Αξίζουν ένα καλύτερο αύριο.
Μπορούμε να το δημιουργήσουμε».