Του Βασίλη Γεώργα
Θέμα ανασχηματισμού πριν την 3η αξιολόγηση φέρονται να βάζουν τις τελευταίες ώρες στον Πρωθυπουργό κάποια από τα εναπομείναντα αξιόπιστα στελέχη της κυβέρνησης. Επαναφέρουν έτσι στο προσκήνιο μια συζήτηση που θεωρητικά είχε μείνει σε εκκρεμότητα από τον περασμένο Αύγουστο, – όταν ο Αλέξης Τσίπρας πηγαινοέρχονταν σε διάφορα υπουργεία με σκοπό την «επιτάχυνση του κυβερνητικού έργου» – και την οποία είχε επιχειρήσει να παγώσει βιαστικά ο πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης παραπέμποντας στον Ιανουάριο του 2018 για ενδεχόμενες αποφάσεις του Αλέξη Τσίπρα.
Η αφορμή για την αναζωπύρωση των σεναρίων δόθηκε από τα καθημερινά περιστατικά μικρών και μεγαλύτερων κρίσεων που το τελευταίο διάστημα αδυνατεί να διαχειριστεί ο κυβερνητικός και ο κρατικός μηχανισμός, και τα οποία δημιουργούν την εικόνα μιας κυβέρνησης που έχει χάσει τον έλεγχο. Η διαφοροποίηση Τσακαλώτου από το κεντρικό κυβερνητικό αφήγημα περί «καθαρής εξόδου» από το μνημόνιο το 2018 χωρίς νέα μέτρα και χρηματοδότηση, η περίπτωση «παραιτούμαι – δεν παραιτούμαι» του Π. Κουρουμπλή, και η απογοήτευση για μια σειρά κορυφαίων υπουργών στους οποίους ασκείται κριτική ότι με τις τοποθετήσεις τους υπονομεύουν την εικόνα της κυβέρνησης, προστίθενται ως επιπλέον βαρίδια στη ζυγαριά εκείνων που θεωρούν ότι μια αλλαγή σε κρίσιμες καρέκλες θα λειτουργούσε έστω και τώρα ως βαλβίδα αποσυμπίεσης.
Ακόμη κι αν αποφασιστεί να γίνει, όμως, ο ανασχηματισμός και βρεθούν άνθρωποι από τον «πάγκο» ή εκ μεταγραφής για να αναλάβουν, είναι πολλοί εκείνοι που θεωρούν ότι δεν αρκεί για να αλλάξει η εικόνα της κυβέρνησης.
Οι διαδοχικές εκρήξεις γεγονότων των τελευταίων ημερών, από τα μπρος – πίσω στις επενδύσεις στις Σκουριές και στο Ελληνικό, μέχρι την καταστροφή στον Σαρωνικό και το αποτυχημένο πείραμα φορομπηχτικής πολιτικής που οδηγεί σε εκτροχιασμό τον προϋπολογισμό, αποδεικνύουν ότι το πρόβλημα της κυβέρνησης δεν είναι επικοινωνιακό, αλλά πρόβλημα ουσίας.
Έτσι ήταν από την αρχή, αλλά όσο περνά ο καιρός και προστίθενται περισσότερες ήττες στην αλυσίδα των χαμένων αφηγημάτων, η κυβέρνηση βυθίζεται περισσότερο στην αδράνεια και φλερτάρει με την ολοκληρωτική αποτυχία.
Το γεγονός ότι οι δανειστές βάζουν προκαταβολικά στη συζήτηση το ενδεχόμενο νέων μέτρων, πρόσθετης ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και νέου μνημονίου με όρους πιστοληπτικής γραμμής, είναι μια σαφής ένδειξη πως το άστρο της σημερινής κυβέρνησης δεν έχει πολύ φως να εκπέμψει ακόμη.
Το καταλαβαίνει κανείς από το γεγονός πως βασικό μέλημα των υπουργών και των στελεχών της δεν είναι να διαχειριστούν τις προκλήσεις που έπονται, αλλά να αποποιηθούν των ευθυνών τους και να τις μεταθέσουν όσο μακρύτερα μπορούν . Το μήνυμα είναι πως ο,τι ήταν να κάνουν το έχουν κάνει. Οι περισσότεροι από αυτούς διέπρεψαν στο να ωθήσουν τα πράγματα στα άκρα και απέτυχαν παταγωδώς στο να τα βελτιώσουν.
Το χειρότερο είναι πως στην πιο επικίνδυνη στροφή μετά το δραματικό 2015 – τώρα που αρχίζουμε να μετράμε υποτίθεται αντίστροφα για το 3ο μνημόνιο – η κυβέρνηση κινείται χωρίς κάποιο σαφές σχέδιο πολιτικής.
Τα συμπτώματα διάλυσης και η περιχαράκωση του χώρου λήψης πρωτοβουλιών (επενδύσεις, ξεμπλοκάρισμα υποθέσεων κλπ) αποκλειστικά γύρω από την κλειστή ομάδα του Μαξίμου, δείχνουν ότι ο Πρωθυπουργός έχει ενεργοποιήσει προσωρινά το εναλλακτικό σχέδιο ανάληψης του ελέγχου από τον ίδιο, μέχρι να λάβει τις αποφάσεις του για το πώς θα χειριστεί -και με ποιους ανθρώπους- τη δύσκολη 3η αξιολόγηση.
Η όλο και πιο έντονη προσπάθεια του να δείξει ότι αποστασιοποιείται από το «παλιό» κόμμα του («ασκείται αντιπολίτευση σε έναν ΣΥΡΙΖΑ που δεν υπάρχει πια») και οι διαρκείς αναφορές του στη ανάγκη ευρύτερων συναινέσεων τόσο με την κεντροδεξιά όσο και με την κεντροαριστερά, επιβεβαιώνουν ότι ο ίδιος κοιτάζει πλέον πολύ πιο μακριά από την επικείμενη αξιολόγηση και τις επερχόμενες εκλογές. Ο Ο Αλέξης Τσίπρας έχει πρώτος αρχίσει να δείχνει πρόθυμος να εγκαταλείψει το καράβι του ΣΥΡΙΖΑ επενδύοντας στο δικό του μακροπρόθεσμο πολιτικό μέλλον ως αυριανός εκφραστής του «κεντρώου χώρου». Ενός χώρου απροσδιόριστου ακόμη, επί του οποίου φιλοδοξεί να κατισχύσει περιφέροντας ως προσωπικό του λάφυρο το 15%-20% των ψηφοφόρων που δημοσκοπικά εξακολουθούν να τον στηρίζουν.
Υπό το πρίσμα αυτό, ένας ανασχηματισμός θα είχε νόημα για τον ίδιο μόνο αν μπορούσε να οικοδομήσει την κυβέρνησή του γύρω από πρόσωπα που θα εκφράσουν τη δική του αλλαγή θέσεων και θα ριχτούν στη μάχη της 3ης αξιολόγησης γνωρίζοντας πως ακόμη κι αν χάσουν σήμερα, θα μπορούσαν να κερδίσουν μια θέση στο πολιτικό σκηνικό της επόμενης ημέρας.
Οτιδήποτε διαφορετικό, αν δηλαδή η κυβέρνηση ανοικοδομηθεί με υποδεέστερα υλικά των σημερινών ή παραμείνει ως έχει για το υπόλοιπο της θητείας της όσο αυτή κρατήσει, θα σημάνει την ταχύτερη απαξίωσή της και θα σωρεύσει ζημιές προσωπικά στον Αλέξη Τσίπρα.