Κριτές θα μας δικάσουν οι αγέννητοι, οι νεκροί…

Κριτές θα μας δικάσουν οι αγέννητοι, οι νεκροί…

«Τα κλειδιά του Μεσολογγίου είναι στις μπούκες των κανονιών μας κρεμασμένα»: Αυτή την απάντηση έδωσαν οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» στον Κιουταχή. Και μέρες που είναι, με την Ελλάδα να γιορτάζει την επέτειο της Παλιγγενεσίας σε διπλή πολιορκία, τα διδάγματα από την Ιστορία μας αναπόφευκτα οδηγούν σε συγκρίσεις και καλούν σε εθνική και ψυχική ενότητα.

Οι αγώνες των προγόνων μας για την Ελευθερία και ο συγκινητικός αγώνας των Μεσολογγιτών δείχνουν ξανά τον δρόμο.

Ήταν τότε που δεν υπήρχαν σούπερ μάρκετ, ούτε επιδόματα, ούτε μισθοί, ούτε Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, ούτε μέτρα κατά κύματα, ούτε φάρμακα, ούτε ηλεκτρονικό εμπόριο, ούτε κινητά, ούτε facetime, ούτε Skype, ούτε τηλεδιασκέψεις, ούτε delivery, ούτε take away…

Ήταν τότε που η Πατρίδα δεν τους ζητούσε απλά να μείνουν σπίτι για να ζήσουν, αλλά τους ζητούσε να μείνουν στο «ένδοξο αλωνάκι» τους για να πεθάνουν.

Το δικό τους «δώρο του Πάσχα» ήταν η θυσία τους, τη νύχτα της 9ης  προς 10η Απριλίου 1826, ξημερώνοντας Κυριακή των Βαΐων. 

Σήμερα που η πατρίδα μας περνά άλλη μια δοκιμασία, όλα συνηγορούν για να αναζητήσουμε ομοιότητες, αλλά και διαφορές: Η Άνοιξη, η πανδημία, η διπλή πολιορκία, η μάχη σε δύο ανοιχτά μέτωπα, στα σύνορα και στις πόλεις, αλλά και η εθνική κατάρα του διχασμού. 

Η Άνοιξη και η άφθαστη ελληνική φύση

«O Aπρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε, 

Kι’ όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε»…

Και μετά:

«Tρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της»…

Και:

«Eπάψαν τα φιλιά στη γη

Στα στήθια και στο πρόσωπο, στα χέρια και στα πόδια.

Mία φούχτα χώμα να κρατώ και να σωθώ μ’ εκείνο»…

Άνοιξη ήταν και τότε. Και ωραιότερη περιγραφή από αυτήν που μας άφησε παρακαταθήκη ο εθνικός μας ποιητής στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» δεν υπάρχει. Αλλά και πώς την παίρνει αμέσως πίσω, για να μην πλανευτούν και λησμονήσουν τον στόχο τους:

«Σάλπιγγα, κόψ’ του τραγουδιού τα μάγια με βία,

Γυναικός, γέροντος, παιδιού, μη κόψουν την αντρεία»…

Η πανδημία: Ελονοσία το καλοκαίρι, πνευμονία τον χειμώνα

Τρεις πολιορκίες έζησε το Μεσολόγγι – η πρώτη από τις 25 Οκτωβρίου ως τις 31 Δεκεμβρίου 1822, η δεύτερη το δεύτερο εξάμηνο του 1823 και η τρίτη και μοιραία από τις 15 Απριλίου 1825 ως τις 10 Απριλίου 1826.

Άνδρες, γυναίκες και παιδιά, όλοι τους αγωνιστές στο πλευρό των καπεταναίων, έζησαν και πολέμησαν χάρη στον Μιαούλη που πολλές φορές έσπασε με τα καράβια του τον αποκλεισμό, αλλά στο τέλος οι προσπάθειές του απέβαιναν μάταιες. Όταν και οι τελευταίες προμήθειες τελείωσαν, όταν δεν είχε άλλα αρμυρίκια ο τόπος, άρχισαν να τρώγουν τα οικόσιτα ζώα, τα γαϊδουράκια, τους σκύλους, τις γάτες, ακόμη και ποντίκια που «τέλεψαν κι’ αυτά».

Δε σκούζει σκυλί!

«Aμέριμνον όντας

T’ Aράπη το στόμα

Σφυρίζει, περνώντας

Στου Mάρκου το χώμα·

Διαβαίνει, κι’ αγάλι

Ξαπλώνετ’ εκεί

Που εβγήκ’ η μεγάλη

Tου Mπάιρον ψυχή.

Προβαίνει και κράζει

Tα έθνη σκιασμένα.


Kαι ω πείνα και φρίκη!

Δε σκούζει σκυλί!»

Θέριζαν η πείνα και οι επιδημίες

Ξένοι και Έλληνες γιατροί και φαρμακοποιοί, που έφτασαν στην πόλη από κάθε γωνιά της πατρίδας και του κόσμου, έδιναν καθημερινά τη μάχη κατά των επιδημιών, της αβιταμίνωσης, της δυσεντερίας, της ελονοσίας το καλοκαίρι και της πνευμονίας τον χειμώνα.

Τα άταφα πτώματα, που τα πετούσαν στα πηγάδια, μόλυναν τον υδροφόρο ορίζοντα και όλοι σχεδόν οι πολεμιστές στις ντάπιες ρίχνονταν στη μάχη με τη δυσεντερία να τους βασανίζει.

«Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει

Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.

Τα μάτια η πείνα εμαύρισε' στα μάτια η μάνα μνέει'

Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:

«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σέχω γω στο χέρι;

Οπού συ μου γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει»…

Και από τα Απομνημονεύματα του Μακεδόνα Νικολάου Κασομούλη, γραμματικού του στρατηγού Στουρνάρη:

«Από τα μέσα Φεβρουαρίου 1826 άρχισαν πολλαίς φαμελλιαίς νά υστερούνται τό ψωμί. Mία Mεσολογγίτισσα, ήτις περιέθαλπεν ασθενή καί τόν αυτάδελφόν μου Mήτρον, ετελείωσεν τήν θροφήν της, καί μυστικά, μαζύ μέ δύο φαμελλιαίς Mεσολογγίτικες, έσφαξαν ένα γαϊδουράκι, πωλάρι πού τό έφαγαν. Tαίς ηύρα οπού έτρωγαν. Eρώτησα πού ηύραν τό κρέας, καί τρόμαξεν η ψυχή μου όταν ήκουσα ότι ήτο γαϊδούρι. Mία συντροφιά στρατιωτών Kραβαριτών είχεν έναν σκύλον καί, κρυφά καί αυτοί, τόν έσφαξαν καί τόν μαγείρευσαν. Eμαθητεύθη καί τούτο. Hμέραν παρ ημέραν αυξάνουσα η πείνα, έπεσεν καί η πρόληψις καί όλα τού να τρώγουν ακάθαρτα, καί άρχισαν αναφανδόν πλέον νά σφάζουν άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια καί ακόμη νά τά πωλούν μιά λίρα τήν οκά οι ιδιοκτήται των καί πού να προφθάσουν: Tρείς ημέραις επέρασαν καί ετελείωσαν καί αυτά τά ζώα… Aρχίσαμεν, περί τάς 15 Mαρτίου, ταίς πικραλήθραις, χορτάρι τής θαλάσσης. Tό εβράζομεν πέντε φοραίς έως ότου έβγαινεν η πικράδα, καί τό ετρώγαμε μέ ξείδι καί λάδι ωσάν σαλάτα, αλλά καί μέ ζουμί από καβούρους ανακατωμένον καί τούτο. Eδόθησαν καί εις τούς ποντικούς, πλήν ήταν ευτυχής όστις εδύνατο νά πιάση έναν. Bατράχους δέν είχαμε κατά δυστυχίαν…».

Έτσι πολέμησαν οι ήρωες του Μεσολογγίου, με μπροστάρηδες τον Σπυρομήλιο, το λιοντάρι της Χιμάρρας, τον Γ. Καραϊσκάκη, τον Αθανάσιο Ραζηκότσικα, τον αρχηγό της φρουράς της πόλης Ν. Στουρνάρα, τον διαχειριστή του κοινού ταμείου Αν. Παλαμά, τον Ελβετό Μάγερ, τον Μάρκο Μπότσαρη, τον Νότη Μπότσαρη, τον Κίτσο Τζαβέλλα, τον Δημήτρη Μακρή, τον Χρήστο Φωτομάρα, τον δημογέροντα Χρήστο Καψάλη, που ανατινάχθηκε στην πυριτιδαποθήκη, τον Σαδήμα, τον επίσκοπο Ρωγών Ιωσήφ, τον πλούσιο έμπορο από την Πάτρα Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο (με τη θέλησή του βρέθηκε στο Μεσολόγγι και λίγο πριν από την Έξοδο πρόσφερε το άλογό του στους πεινασμένους συναγωνιστές του για να μην δώσουν νηστικοί την τελευταία μάχη και για να μην έχει ο ίδιος οδό διαφυγής), τον αρχιτέκτονα και τειχοποιό Κοκκίνη, δημιουργό του «φράχτη» - όπως περιπαιχτικά αναφέρθηκε στην οχύρωση του Μεσολογγίου ο Ιμπραήμ.

«Tότ' έπεσεν ο ένδοξος μηχανικός Kοκκίνης,

οι ακουσμένοι αρχηγοί Σαδήμας και Στουρνάρας

και σύμπασα των Γερμανών η μεγαλόφρων

φάλαγξ, η κορυφαίον έχουσα τον Mάγερ»…

Και έτσι έκλαψε η λαϊκή μούσα τον πρωτεργάτη της Άμυνας της πόλης:

Παιδιά μ΄, μας λείπει ο Κότσικας, μας λείπει ο αρχηγός μας…

Όλη η Ελλάδα ένα Μεσολόγγι…

Αλλά δυστυχώς, όχι ενωμένη κάτω από την ίδια ηγεσία…

Δεν ήταν μόνο μια πολιορκία, αλλά πολλές…

Ο Κιουταχής, η πείνα, οι επιδημίες, ακόμη και η Άνοιξη και…

Αν μισούνται ανάμεσό τους…

…η πιο μεγάλη κατάρα: Ο εθνικός διχασμός

Τον καιρό της πολιορκίας του Μεσολογγίου, η Ιερή Πόλη έμεινε χωρίς βοήθεια και έπεσε επειδή από τα Δερβενάκια φθάσαμε στον εμφύλιο και στην φυλάκιση του Κολοκοτρώνη.

«Αν μισούνται ανάμεσό τους, δεν τους πρέπει λευτεριά», έγραψε στον εθνικό μας ύμνο ο Διονύσιος Σολωμός.

Τον καιρό που οι Μεσολογγίτες, όλοι οι αγωνιστές που είχαν προστρέξει, όλοι οι φιλέλληνες (ο Λόρδος Βύρων που πέθανε από πνευμονία, ο Ιάκωβος Μάγιερ, ο ιδρυτής των «Ελληνικών Χρονικών», που έπεσε μαζί με τους άλλους κατά την Έξοδο), έδιναν τη μάχη στο «ενδοξότερο αλωνάκι», η Ελλάδα έγλειφε τις πληγές της από τον δεύτερο ήδη εμφύλιο!

Μετά την πρώτη φάση του εμφυλίου, που διεξήχθη σε επίπεδο πολιτικών διαμαχών (Φθινόπωρο 1823 - Καλοκαίρι 1824), ήλθε και ο «κανονικός» (Ιούλιος 1824 - Ιανουάριος 1825), που έληξε με την σύλληψη και φυλάκιση του Κολοκοτρώνη.

Σ’ εκείνον τον «φράχτη», σ’ εκείνο το «αλωνάκι», η θλιβερή είδηση έκανε τα στόματα πιο πικρά και από τις πικραλίδες. Αλλά συνέχισαν να πολεμούν για την Ελευθερία.

Δεν πολεμούσαν τον καπιταλισμό

Και όχι, δεν πολεμούσαν τον καπιταλισμό – κάτι τέτοια ακούγαμε τα προηγούμενα χρόνια από τον ΣΥΡΙΖΑ και ήδη τα ακούμε ξανά. 

Στη μάχη έλαβαν μέρος όλοι – όπως και τώρα που πολλοί έχουν ανοίξει τα πουγκιά τους.

Είναι χαρακτηριστική η περιγραφή στα «Ελληνικά Χρονικά» του Μάγιερ (4 Οκτωβρίου 1824) από τις εργασίες για την οχύρωση της πόλης:

«Ποίος μονάρχης επρόσταξε, ποίος βασιλικός θησαυρός εξώδευσε δια να γίνη αυτό το τόσον αναγκαίον, το τόσον σωτηριώδες εις την Eλλάδα έργον; Όποιος ξένος εμβαίνει εις την πόλιν, ερωτά και τον αποκρίνονται: H κοινή θέλησις, από το ένα μέρος, και τα κοινά εισοδήματα, ενωμένα με τας αυτοπροαιρέτους συνεισφοράς ολίγων φιλογενών, από το άλλο, ωχύρωσαν, καθώς βλέπεις, το Mεσολόγγι.

Ένας μηχανικός διά τον οποίον δεν εξωδεύονταν περισσότερα αφ' όσα χρειάζεται να ζήση οικονομικά ένας άνθρωπος- και οι πρόκριτοι της πόλεως, κυλισμένοι μέσα εις τες λάσπες, επιστατούσαν εις το έργον και εβαστούσαν τα έξοδα διά τους μαστόρους και διά τας αναγκαίας ύλας της οικοδομής.

Eκτός όπου καθ' ένας εστοχάζετο ιερόν το αργύριον όπου είχεν εις τας χείρας του, άνοιγε και ο ένας επάνω εις τον άλλον τέσσερα μάτια, διά να μην κάμη ούτε έναν οβολόν κατάχρησιν, διότι δεν είναι μονάρχης, δεν είναι βασιλικός θησαυρός όπου εξοδεύει, εξοδεύουν όλοι οι Έλληνες».

Ήταν τότε που ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο λόρδος Βύρων και ο μηχανικός Κοκκίνης έβλεπαν το όραμά τους για οχύρωση της πόλης να παίρνει σάρκα και οστά.

Και όλα αυτά με ηθικό και φρόνημα, με λογισμό και μ’ όνειρο.

Η καθημερινή ζωή και οι ηρωικές γυναίκες

Γράφει ο Κασομούλης για την καθημερινότητα στο Μεσολόγγι:

«Η φρουρά είχε συνηθίσει να βαστά το τσαπί, το φκυάρι και το ντουφέκι εις το χέρι… να τρέχη από τον πόλεμον εις την εργασίαν, και από την εργασίαν εις τον πόλεμον… Αξιωματικοί στρατιώται αμίμητοι διά την καρτερίαν, αμίμητοι διά την αφοβίαν, διά την κακοπάθειαν και κόπους, αμίμητοι διά την ομόνοιάν των τότες… ημπορούσες να τους παρομοιάσης με τα πλέον άγρια ζώα, τα πλέον τρομερά και σκληρά την ώραν του πολέμου με τους εχθρούς, και αγγέλους αναμεταξύ των. Τον πληγωμένον τον έπαιρναν αμέσως πέντε-δέκα σύντροφοί του, τον συνόδευαν χαιρόμενοι… Πνιγμένοι αξιωματικοί και στρατιώται, εις τον καπνόν και εις τον κονιορτόν, εις τον ιδρώτα, και από την πυρίτιδα αλειμμένοι το πρόσωπον και χείρας, με βραχνιασμέναις φωναίς, μόλις εγνώριζες τον φίλον σου και τον διέκρινες εις τον πόλεμον… όλοι οι στρατιώται εφαίνοντο να γυρίζουν μέσα ατρόμητοι, ωσάν λέοντες κλεισμένοι, οι οποίοι ζητούν να ορμήσουν, να ξεσχίσουν, να απολέσουν. Όλοι ζητούσαν εξόδους, και ένας να έκαμνεν κίνημα έκτακτον, ήτον ικανός να κινήση όλους από άμιλλαν, και να γίνουν θαύματα».

Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά την μάχη της Κλείσοβας (25 Μαρτίου 1826) ο Κίτσος Τζαβέλας, αφού πολέμησε για ώρες, επέστρεψε στην πόλη και ξεκουράστηκε στην αγκαλιά της αγαπημένης του. Μιας γυναίκας που, όπως όλες, δούλευαν νυχθημερόν ετοιμάζοντας πυρομαχικά, αλλά και ντύνονταν με φουστανέλες και πολεμούσαν στην πρώτη γραμμή, ξεκουράζοντας για λίγο τους πολεμιστές. Μαγείρευαν, μετέφεραν τα πυρομαχικά, περιποιούνταν τους λαβωμένους, γκρέμιζαν τα σπίτια τους για να επιδιορθώνονταν τα τείχη, έκαιγαν τα νυφικά τους κρεβάτια για να ζεστάνουν τους μαχητές, έσχιζαν τα νυφικά τους σεντόνια για να φτιάχνουν επιδέσμους. Απ’ όλες τους, μόνο 13 γλίτωσαν…

«Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’ όνομά τους μνέω», έγραψε ο εθνικός μας ποιητής.

Σκιαί αγγέλων…

Έγραψε σε επιστολή του λίγο πριν από την Έξοδο ο Μάγερ:

«Εις ολίγας ημέρας όλοι αυτοί οι γενναίοι θα είναι σκιαί μόνον αγγέλων, μάρτυρες ενώπιον του θρόνου του Θεού, της αδιαφορίας του χριστιανικού κόσμου δι' υπόθεσι, ήτις ήτο ιδική του. Εξ ονόματος όλων των ανδρείων μας σας αναγγέλλω την ενώπιον του Θεού μεθ' όρκου ληφθείσαν απόφασίν μας να υπερασπίσωμεν σπιθαμήν προς σπιθαμήν το έδαφος του Μεσολογγίου και να συνταφιασθώμεν υπό τα ερείπια της πόλεως, παρά να ακούσωμεν πρότασίν τινα περί παραδόσεως. Ζώμεν τας τελευταίας μας στιγμάς. Η ιστορία θέλει μας δικαιώσει και οι μεταγενέστεροι θα θρηνήσουν την συμφοράν μας. Εμέ καθιστά υπερήφανον η σκέψις ότι το αίμα ενός Ελβετού, ενός απογόνου του Γουλιέλμου Τέλλου, μέλλει να συμμιχθή με το αίμα των ηρώων της Ελλάδος».

Σήμερα, ο αγώνας της Παλιγγενεσίας και το ηρωικό Μεσολόγγι προβάλλουν ως φωτεινός φάρος, οδηγός για τους σύγχρονους Έλληνες, που «μένουν σπίτι», που έχουν δηλαδή κρεμάσει τα κλειδιά τους για να μην τα φτάνει ο εχθρός που καραδοκεί και πολιορκεί.

Και παίρνουν δύναμη και κουράγιο από εκείνους τους αγώνες και εκείνους τους αγωνιστές.

Είναι πολύ πιο εύκολος σήμερα ο αγώνας για την επιβίωση, στην πορεία προς την ελευθερία από τις καινούργιες μάστιγες.

Η πατρίδα μας ζητά απλά να μείνουμε σπίτι. Και να παραμείνουμε ενωμένοι κάτω από την ηγεσία μας. Κι’ ας προσπαθεί με κάθε τρόπο ο κ. Τσίπρας να σπείρει τον διχασμό, διαχωρίζοντας τον λαό από την ηγεσία του και υποστηρίζοντας πως ο λαός πράττει το ατομικό του καθήκον σε…αντίθεση με την κυβέρνηση!

Μάταιη προσπάθεια. Ο λαός γνωρίζει και αναγνωρίζει.

Γιατί αυτή τη μάχη θα την δώσουμε όλοι μαζί.

Και γιατί, όπως έγραψε ο Κωστής Παλαμάς στο έργο του «Η λειτουργιά δεν τέλειωσε»…

«Γνώμες, καρδιές, όσοι Έλληνες,

ό,τι είστε, μην ξεχνάτε,

δεν είστε από τα χέρια σας

μονάχα, όχι. Χρωστάτε

και σε όσους ήρθαν, πέρασαν,

θα ‘ρθούνε,  θα περάσουν.

Κριτές, θα μας δικάσουν

οι αγέννητοι, οι νεκροί»…