Γράφαμε στις αρχές του νέου έτους σε αυτή την ιστοσελίδα πως το σενάριο μιας «χαλαρής ψήφου» των πολιτών στην πρώτη κάλπη των εθνικών εκλογών, κυρίως ως ένδειξη δυσαρέσκειας προς το πρώτο κόμμα, δεν είναι ιδιαίτερα πιθανό να επαληθευτεί («Χαρτογραφώντας τη στρατηγική των κομμάτων», 5/1/2023).
Υποστηρίζαμε, μεταξύ άλλων, ότι η αβεβαιότητα της επίτευξης των εκλογικών στόχων, όχι μόνο της Νέας Δημοκρατίας (αυτοδύναμη κυβέρνηση) αλλά και των υπόλοιπων κοινοβουλευτικών κομμάτων (κυβέρνηση προοδευτικών δυνάμεων, ισχυρό διψήφιο ποσοστό, είσοδος στη Βουλή, κλπ), σε συνδυασμό με το κεντρικό διακύβευμα των εκλογών (κυβερνησιμότητα), θα οδηγήσει στην εκπόνηση εκλογικών στρατηγικών από την πλευρά των κομμάτων που θα έχουν στόχο να μην αφήσουν περιθώριο στους ψηφοφόρους για μια παρόμοια «πολυτελή» επιλογή.
Σε ό,τι αφορά τα δύο μεγάλα κόμματα, η στρατηγική αυτή μοιάζει να αποδίδει καρπούς. Όλες οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι Νέα Δημοκρατία και ΣΥΡΙΖΑ ενδυναμώνονται, αυξάνοντας τα ποσοστά συσπείρωσής τους. Θα πρέπει ωστόσο να μεταφραστεί, ειδικά των βράδυ των πρώτων εκλογών, σε συγκεκριμένα εκλογικά ποσοστά.
Για τη Νέα Δημοκρατία, όλα δείχνουν ότι ο κρίσιμος αριθμός θα είναι το 33%. Πρόκειται για έναν εκλογικό πήχη που θα της επιτρέψει να ισχυριστεί ότι διαθέτει τη νομιμοποίηση να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση και να στρέψει την ψυχολογία και τη συμπεριφορά συγκεκριμένων ομάδων προς αυτή την κατεύθυνση. Διακρίνονται έστω και πρόδρομα στοιχεία, μιας δυναμικής που αντλείται από την απήχηση και τα δεδομένα της αυξανόμενης διείσδυσης του Κυριάκου Μητσοτάκη σε διαφορετικές εκλογικές δεξαμενές από τις παραδοσιακές που αντλεί δυνάμεις η Νέα Δημοκρατία αλλά και πέραν αυτών που έδωσαν τον αέρα της εκλογικής νίκης το 2019.
Η πιο σημαντική από αυτές τις ομάδες είναι οι αναποφάσιστοι. Η κατηγορία αυτή των πολιτών δε διαθέτει ομοιογενή χαρακτηριστικά. Ως εκ τούτου, η προσέγγισή τους είναι εξαιρετικά σύνθετη και πάντως οφείλει να θέσει προτεραιότητες ως προς την ικανοποίηση των επιμέρους ανησυχιών που εκφράζουν αυτοί οι πολίτες. Ως προς αυτές, το εκλογικό αφήγημα της Νέας Δημοκρατίας απευθύνεται πρωτίστως σε εκείνους τους αναποφάσιστους που θα διαμορφώσουν την τελική τους επιλογή με κριτήριο τη σταθερότητα σε τομείς από την εθνική ασφάλεια μέχρι την οικονομία, ως αποτέλεσμα κυρίως της διαχειριστικής ικανότητας του Κυριάκου Μητσοτάκη. Παράγοντας που θα αποβεί καθοριστικός στην εκλογική αριθμητική και φαίνεται να χαμηλώνει την απόσταση από υψηλότερους στόχους για την κάλπη της απλής αναλογικής.
Το αφήγημα αυτό ωστόσο θα πρέπει να εμπλουτιστεί από δύο ακόμη στοιχεία. Το πρώτο από αυτά είναι η απουσία τοξικότητας στον πολιτικό της λόγο καθώς οι πολίτες αυτοί απεχθάνονται την ένταση και τη σκανδαλολογία. Η παράμετρος αυτή είναι κρίσιμη και για ακόμα έναν λόγο. Η επικράτηση ενός κλίματος ακραίας πόλωσης ενισχύει την «αντισυστημική» ψήφο και, κατ’ επέκταση, τα μικρά κόμματα, ο αριθμός των οποίων θα εισέλθει στη Βουλή είναι κομβικός για την επίτευξη του ποσοστού αυτοδυναμίας στις δεύτερες κάλπες.
Το δεύτερο από αυτά είναι το ύφος και ο τρόπος με τον οποίο θα διαχειριστεί όλο το επόμενο διάστημα υποθέσεις όπως αυτή των παρακολουθήσεων. Πρόκειται για θεσμικό ζήτημα που απασχολεί ιδιαίτερα τους αναποφάσιστους ψηφοφόρους του Κέντρου (χώρος στον οποίο ο Κυρ. Μητσοτάκης αναδεικνύεται καταλληλότερος τόσο για πρωθυπουργός, όσο και ως εκφραστής), για τους οποίους, εφεξής, η όποια ψυχική ταύτιση με το κυβερνών κόμμα μπορεί να αποκατασταθεί μέσα από μια γενναία αυτοκριτική, την έμπρακτη αναγνώριση των λαθών και την απουσία κυνισμού και αλαζονείας στη μελλοντική προσέγγισή του.
Κατά διόλου παράδοξο τρόπο, το κρίσιμο ποσοστό για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι επίσης το 33%. Ο βασικός υπόρρητος εκλογικός του στόχος, για να έχει τύχη το αφήγημα της «κυβέρνησης των προοδευτικών δυνάμεων» στις δεύτερες κάλπες είναι να κρατήσει τη Νέα Δημοκρατία στον πρώτο γύρο σε ποσοστά της τάξης του 30%-31%. Αυτόν τον στόχο υπηρετεί κυρίως η στρατηγική της έντασης που ξεδιπλώνεται αυτές τις μέρες. Συνεπώς σήμερα με επίκεντρο τους αναποφάσιστους ψηφοφόρους του Κέντρου συγκρούονται δύο αντιδιαμετρικά πολιτικά αφηγήματα. Το πρώτο θέλει να (επανα)προσελκύσει εκλογικά κοινά. Το δεύτερο επιθυμεί απλώς να τα απομακρύνει από το πρώτο. Σύντομα θα μετρηθεί η αποτελεσματικότητά τους.
* Ο Δημήτρης Μαρίτσας είναι πολιτικός