Γράφουν οι Σοφία Βούλτεψη* και Δημήτρης Καντεμνίδης**
Ο Γιουβάλ Νώαχ Χαράρι προβλέπει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αδυνατώντας να υιοθετήσει μια ενιαία και ξεκάθαρη μεταναστευτική πολιτική θα καταρρεύσει υπό την πίεση των μεταναστευτικών ροών. Ο πολυβραβευμένος ιστορικός υποστηρίζει ότι χωρίς κεντρικό ευρωπαϊκό σχεδιασμό για την υποδοχή και την ενσωμάτωση των προσφύγων δύσκολα θα αυτό-γεφυρωθούν οι πολιτισμικές διαφορές των Ευρωπαίων με τους πολίτες τρίτων χωρών της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Με άλλα λόγια, αν η Ευρώπη συνεχίσει τα επόμενα χρόνια να στηρίζεται αποκλειστικά στις μεμονωμένες προσπάθειές κάποιων χωρών όπως η Ελλάδα κλείνοντας τα μάτια σε αυτά που έρχονται, η επιβίωσή της δεν είναι δεδομένη.
Ένας από τους παράγοντες που ήδη καθορίζουν τις τάσεις της μετανάστευσης είναι τα περιβαλλοντικά φαινόμενα που δημιουργούνται ως απόρροια της κλιματικής κρίσης. Ακραίες φυσικές καταστροφές όπως σεισμοί, φωτιές, ξηρασίες, πλημμύρες, ερημοποίηση, άνοδος της στάθμης της θάλασσας πρόκειται να επηρεάσουν τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων. Όλα αυτά μαζί καθιστούν επιτακτική την δημιουργία Ενιαίας Ευρωπαϊκής Μεταναστευτικής Πολιτικής που θα καθοδηγείται από έναν ολοκληρωμένο μηχανισμό πρόβλεψης κινδύνου και αξιολόγησης της ετοιμότητας που διαθέτουμε.
Η ανάγκη μιας τέτοιας πολιτικής μπορεί να γίνει αντιληπτή αν δούμε τι έγινε στην γείτονα και προβάλουμε τα δεδομένα του μέλλοντος που μας αφορούν ως Ευρώπη. Οι πρόσφατοι σεισμοί στην Τουρκία επανέφεραν στο προσκήνιο δύο σκληρές διαπιστώσεις: πρώτον, τα κράτη που δεν θα επενδύσουν στην πρόβλεψη των επιπτώσεων από τα περιβαλλοντικά φαινόμενα θα πληρώσουν ένα βαρύ τίμημα σε ανθρώπινες ζωές και πόρους, όταν αυτά εκδηλωθούν. Δεύτερον, τα κράτη που δεν θα συμπεριλάβουν στην εξωτερική τους πολιτική και στην πολιτική ασφάλειάς τους τον περιβαλλοντικό παράγοντα θα βρεθούν προ εκπλήξεως με περιορισμένη τη δυνατότητα αντίδρασης. Ο πρόεδρος της Τουρκίας αναγκάστηκε σε μια νύχτα να εγκαταλείψει την επιθετική ρητορική απέναντι στην Ελλάδα και αντί αυτού να αποδεχτεί την βοήθειά της. Ελλείψει αντισεισμικής πρόβλεψης, σήμερα αναζητά τρόπους αντιμετώπισης και συμμαχίες για την πολιτική του επιβίωση καθώς η ανυπαρξία σχεδιασμού έφερε την οργή ακόμα και στους υποστηρικτές του.
Με αφορμή αυτές τις διαπιστώσεις και βλέποντας τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και τα δημογραφικά στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης γίνεται αντιληπτό ότι τα κράτη-μέλη οφείλουν να προσεγγίσουν ολιστικά τη μετανάστευση ώστε κάθε χώρα να προετοιμαστεί και να σηκώσει το βάρος που της αναλογεί.
Ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης προβλέπει ότι στα επόμενα 30 χρόνια θα μετακινηθούν περίπου 1,2 δισεκατομμύρια περιβαλλοντικοί μετανάστες. Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες περιγράφει ότι οι φυσικές καταστροφές εκτοπίζουν δέκα φορές περισσότερους ανθρώπους από ό,τι ο πόλεμος και οι συγκρούσεις. Η Παγκόσμια Τράπεζα προβλέπει ότι 216 εκατομμύρια άνθρωποι θα εκτοπιστούν εσωτερικά των χωρών τους μέχρι το 2050. Περιοχές της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής έχουν ήδη αρχίσει να μην είναι κατοικήσιμες από την αυξανόμενη ζέστη, την έλλειψη νερού και τα φτωχά εδάφη ενώ πολλοί επιστήμονες παραδέχονται ότι οι ανθρώπινες μετακινήσεις από περιβαλλοντικά αίτια αναμένεται να γίνουν σε κλίμακα που δεν υπήρξε παρόμοια.
Την ίδια ώρα οι κάτοικοι της Ευρώπης γερνάνε με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Ισπανία που αναμένεται να δει τον πληθυσμό της να μειώνεται στο μισό μέχρι το 2100. Οι ανάγκες για εργατικό δυναμικό τα επόμενα χρόνια θα είναι έντονες και δεν θα αργήσει η στιγμή που οι Βόρειες ευρωπαϊκές χώρες που γυρνάνε την πλάτη στις χώρες πρώτης υποδοχής όπως η Ελλάδα, θα διαγκωνίζονται για να βρούνε εργατικό δυναμικό από μετανάστες που ήρθαν στη χώρα μας. Όμως, η αδυναμία της Ένωσης να προβλέψει κοινές λύσεις και να λάβει μέτρα πρόληψης στο θέμα της υποδοχής και της ενσωμάτωσης των μεταναστών στο ευρωπαϊκό εργατικό δυναμικό είναι πιθανό να θέσει υπό αμφισβήτηση την συνοχή των Ευρωπαίων αλλά και το Ευρωπαϊκό όραμα στο σύνολό του.
H Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία έχει βάλει ψηλά στην ατζέντα των Ευρωπαίων αξιωματούχων τον μετριασμό (mitigation) του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής. Συχνά γίνεται λόγος για την ανάγκη μείωσης των εκπομπών και για την πράσινη πορεία που πρέπει να ακολουθήσουν τα κράτη. Ποια είναι όμως τα ανακλαστικά της Ευρώπης σε επίπεδο προσαρμογής (adaptation) και ανθεκτικότητας (resilience); Πώς σχεδιάζει δηλαδή η Ένωση να προσαρμοστεί στις επερχόμενες συνέπειες της κλιματικής κρίσης; Τι θα γίνει με τις αφίξεις, περιβαλλοντικών και μη, προσφύγων; Πώς θα υποστηρίξει το έργο των χωρών πρώτης υποδοχής; Θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το φαινόμενο προς όφελος των Ευρωπαίων πολιτών και των μεταναστών;
Για να μπορέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα απαιτείται η δημιουργία δύο βασικών μηχανισμών. Ο πρώτος είναι ένας ολοκληρωμένος μηχανισμός έγκαιρης προειδοποίησης κινδύνου, όπως αυτός περιγράφεται στο άρθρο 7 της Συμφωνίας του Παρισιού. Ο δεύτερος είναι ένας μηχανισμός που θα ενημερώσει για τις όποιες προβλέψεις σε όλα τα επίπεδα (κυβέρνησης, περιφέρειας, δήμου και κοινότητας) και ταυτόχρονα θα καταγράφει τον βαθμό ετοιμότητας των εμπλεκόμενων φορέων. Με αυτό τον τρόπο οι όποιοι κίνδυνοι θα γίνουν αντιληπτοί σε όλα τα επίπεδα και θα μπορούν να αξιολογηθούν οι δυνατότητες αντιμετώπισής τους με την ανατροφοδότηση που θα λαμβάνεται από τα διαφορετικά επίπεδα κυβερνήσεων και φορέων αυτοδιοίκησης.
Σήμερα η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης διαθέτει το «Σύστημα Έγκαιρης Προειδοποίησης Συγκρούσεων» και η Γενική Διεύθυνση Επιχειρήσεων Ευρωπαϊκής Πολιτικής Προστασίας και Ανθρωπιστικής Βοήθειας (DG ECHO) διαθέτει το «Σύστημα Έγκαιρης Προειδοποίησης Καταστροφών». Ωστόσο κανένα από τα δύο δεν αποτελεί έναν ολοκληρωμένο μηχανισμό έγκαιρης προειδοποίησης που να μπορεί ταυτόχρονα να γνωστοποιεί τις προβλέψεις του αλλά και να ενημερώνεται για την υπάρχουσα ετοιμότητα σε όλα τα επίπεδα.
Η αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας του Covid-19 έδειξε ότι όταν η Ευρώπη θέλει τα καταφέρνει, αρκεί να έχει αντιληφθεί τους κινδύνους που υπάρχουν. Σήμερα η επιστημονική κοινότητα διαθέτει τα απαραίτητα εργαλεία και φορείς, όπως το Υπουργείο Μετανάστευσης της Ελλάδας, που έχουν πολύτιμη εμπειρία σε θέματα μετανάστευσης. Είναι ευκαιρία να αντιληφθούμε όλοι ότι στα θέματα της μετανάστευσης πρέπει να ρίξουμε το βάρος περισσότερο στην πρόληψη αντί της αντιμετώπισης, ώστε το φαινόμενο να μετατραπεί από απειλή σε ευκαιρία.
*H Σοφία Βούλτεψη είναι Υφυπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, αρμόδια για την Ένταξη και τα Ασυνόδευτα Ανήλικα
**Ο Δημήτρης Καντεμνίδης είναι Διοικητής Κλειστής Ελεγχόμενης Δομής Λέσβου, Ερευνητής Περιβαλλοντικής Ασφάλειας του Τμήματος Περιβάλλοντος Πανεπιστημίου Αιγαίου και του Ευρωπαϊκού Κολλεγίου Άμυνας και Ασφάλειας (Βρυξέλλες) και υπότροφος του ΙΚΥ.