Απελπισίας το ανάγνωσμα. Τον τόνο έδωσε ο Αλέξης Τσίπρας δηλώνοντας ότι «ο προπαγανδιστικός μηχανισμός της ΝΔ θέλει πολλά μικρά και αδύνατα κόμματα απέναντί της. Και όχι έναν ισχυρό αντίπαλο που θα την κοιτάει στα μάτια. Που μπορεί να ανατρέψει τους συσχετισμούς είτε να την αποτρέψει από το σχέδιο κοινωνικής λεηλασίας».
Συστρατεύθηκε στον τόνο και ο προπαγανδιστικός μηχανισμός του ΣΥΡΙΖΑ. Φιλικές πέννες επισημαίνουν, με σκοπό να τρομοκρατήσουν, για το ενδεχόμενο η κυβέρνηση Μητσοτάκη να είναι «παντοδύναμη και ανεξέλεγκτη» –σε μετάφραση επικίνδυνη για τις δημοκρατικές ελευθερίες και τους θεσμούς.
Και το λένε παρότι γνωρίζουν ότι το επιχείρημα πάσχει, καθώς με 41% -42% καμιά κυβέρνηση δεν είναι παντοδύναμη (επικίνδυνη ούτως ή άλλως δεν είναι αφού προήλθε από τη λαϊκή εντολή). Άλλωστε, έχουν υπάρξει κυβερνήσεις με πολύ ισχυρότερα ποσοστά στο παρελθόν:
Αν βγάλει κανείς εκτός την πρώτη κυβέρνηση Καραμανλή (καθώς τότε το διαζευκτικό ήταν «Καραμανλής ή τανκς») το 1981 ο Αντρέας έλαβε 48%, το 1990 ο Μητσοτάκης 47%, ο Σημίτης 45%, ο «μικρός» Καραμανλής 45% και ο ΓΑΠ με 44%.
Η προϊστορία των μυθικών ποσοστών καταδεικνύει ότι δεν είναι επικίνδυνη αυτή καθεαυτή η ενδεχόμενη αυτοδυναμία της κυβέρνησης της ΝΔ. Το ξέρουν και γι' αυτό ο αντίλογος που έχουν επινοήσει είναι πως τότε υπήρχαν ισχυρές αντιπολιτεύσεις που πλησίαζαν το 40% και εξ αυτού μπορούσαν να ασκούν έλεγχο στις πανίσχυρες κυβερνήσεις.
Ε, και ποιος φταίει γι' αυτό; Η ΝΔ που εκλογικώ δικαίω επιζητεί την αυτοδυναμία, ή η ασθενής αντιπολίτευση που δεν πείθει ότι έχει τα εχέγγυα να αποτελέσει ισχυρό ανάχωμα σε ενδεχόμενη «ανεξέλεγκτη» παντοδυναμία της; Προσπαθούν δηλαδή τη δική τους αδυναμία να τη μορφοποιήσουν ως αδυναμία του πολιτικού συστήματος και ως δημοκρατικό κίνδυνο. Τη στιγμή μάλιστα που ο νόμος με τον οποίον θα διεξαχθούν οι εκλογές της 25ης είναι η πιο αναλογική μορφή ενισχυμένης που είχαμε ποτέ.
Έτσι, την ανικανότητά τους να πείσουν ότι αποτελούν εναλλακτική λύση, την παρουσιάζουν ως «μπαμπούλα» που επικρέμεται επί της δημοκρατίας και των θεσμών της. Βρίσκουν επί πλέον εύκολη καταφυγή στο γνωστό σλόγκαν της Αριστεράς, ότι μια τέτοια παντοδυναμία (σιγά την παντοδυναμία δηλαδή) θα θυμίζει καθεστώς Ορμπαν (ο Ορμπαν πάει με όλα).
Εντυπωσιακό ότι ακόμη και μετά την κατρακύλα, εστιάζουν και πάλι στην αρνητική διαφήμιση, ενώ αυτή τους χαντάκωσε. Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Τσίπρας «κλαψουρίζουν» επικεντρώνοντας στο πόσο παντοδύναμος και ανεξέλεγκτος θα είναι ο Μητσοτάκης. Όχι στο να πείσουν πόσο καλοί θα είναι οι ίδιοι στην εξουσία, ώστε να τύχουν της λαϊκής επιδοκιμασίας και να στομώσουν τον αρχηγό της ΝΔ.
Ούτως ή άλλως οι παλιές «ρομαντικές» εποχές του ρωμαλέου δικομματισμού, μας τελείωσαν. Από πάνω του 80% και 85% στα 80s, τον Μάιο του 2012 έπεσε κοντά στο 35% και στις πρόσφατες εκλογές μόλις που πέρασε το 60%. Ναι, μπορεί να είναι ανησυχητικό για το πολιτικό σύστημα (όχι για τη Δημοκρατία). Ναι, μπορεί ο δεύτερος πόλος να είναι δυο αδύνατα κόμματα που σε ποσοστό δεν φτάνουν καν το πρώτο. Αλλά γι’ αυτό φταίνε οι ίδιοι.
Ούτε φταίει το ΠΑΣΟΚ, όπως προσπαθεί να το ενοχοποιήσει ο ΣΥΡΙΖΑ, επιρρίπτοντάς του τη δική του ευθύνη για την ατροφία των ποσοστών του, επειδή το ΠΑΣΟΚ δεν έγινε ουρά του. Το κάθε πουλάκι από το ποδαράκι του κρέμεται, για να ξαναθυμηθούμε τη θυμοσοφία του Χαρίλαου Φλωράκη.
Γεγονός είναι πως οδεύουμε σε καθεστώς ενάμισι κόμματος, αλλά με την ιδιαιτερότητα ότι το μισό θα είναι… δύο: ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ! Αντισυστημικά κόμματα, όπως αυτό της Ζωής και του Νατσιού, ελπίζουν βασίμως να εισέλθουν στη Βουλή, και ίσως το ίδιο θα ήπλιζε και ο Γιάνης αν δεν «ξεσάλωνε» με τις «Δήμητρες», φέροντας στη μνήμη τα αλήστου μνήμης capital controls.
Όπερ δεν φταίει κανένας για την «παντοδυναμία Μητσοτάκη» και κανένα δήθεν μιντιακό σύστημα που τον προωθεί, όταν Συριζαίοι και Πασόκοι ξημεροβραδιάζονται στα τηλεπαράθυρα. Φταίνε οι ίδιοι και το κενό εκπροσώπησης που νιώθει ο πολίτης απέναντί τους. Όταν γεμίσουν αυτό το κενό - αν το γεμίσουν - θα επανέλθουν.