Του Γιάννη Σιδέρη
«Ξεύρεις τήν χώραν πού ανθεί φαιδρά πορτοκαλέα» διερωτάτο ποιητικώς ο Άγγελος Βλάχος τον 19ο αι. Φυσικά πρόθεσή του ήταν να περιγράψει μια χώρα ευδαίμονα, αλλά η λαϊκή σοφία μετέτρεψε τον στίχο με σκωπτική διάθεση, αποτυπώνοντας αυτό που πράγματι είναι η χώρα: Μια χώρα φαιδρότητας.
Τελευταίο κρούσμα η εξέλιξη στη Novartis. Πριν συνέλθουμε από την ελαφρότητα των εγκαινίων του Μετρό Θεσσαλονίκης με τα ζωγραφισμένα σε μουσαμά ταμεία, πέσαμε μια σοβαρότερη, αλλά με φαιδρές πτυχές, υπόθεση.
Ο θεσμός του προστατευόμενου μάρτυρα δημιουργήθηκε προκειμένου άτομα που βρίσκονται σε κομβικούς ρόλους και γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα τα οποία άπτονται του δημοσίου συμφέροντος, να καταθέτουν χωρίς κανένα κίνδυνο. Στην Ελλάδα το καταφέραμε και αυτό: Προστατευόμενος μάρτυρας στην περιβόητη (και ύποπτη σκευωρίας) υπόθεση Novartis είδε το όνομά του φαρδιά πλατιά στη δημοσιότητα, όταν του απαγορεύτηκε η έξοδος από τη χώρα.
Στο εξής δεν θα υπάρξει μάρτυρας που θα θελήσει να μπει σε καθεστώς προστασίας όταν γνωρίζει ότι οι πολιτικές σκοπιμότητες και η κρατική ανικανότητα θα τον μετατρέψουν από προστατευόμενο σε απροστάτευτο, και θα τον παραδώσουν βορά στην αδηφάγο δημοσιότητα.
Αυτά επί της διαδικασίας, καθώς οι θεσμικές λειτουργίες μόνο στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας διακωμωδούνται έτσι.
Ο θεσμός ούτως ή άλλως είχε υποστεί εκ των έσω αμφισβήτηση αξιοπιστίας, όταν το απύλωτο στόμα του Παύλου Πολάκη δήλωσε στον ΑΝΤ1 ότι «Οι προστατευόμενοι μάρτυρες είναι στελέχη της εταιρείας που τους έπιασαν για παράνομο πλουτισμό και κελάηδησαν».
Δηλαδή ο υπουργός αφενός γνώριζε, ως μη όφειλε, τα ονόματα των μαρτύρων. Αφετέρου η προϊστορία της αποκαλυφθείσας παρανομίας τους αφήνει υπόνοιες για εκβιασμό προκειμένου να «κελαηδήσουν» κατά πως ήθελαν αυτοί που είχαν τη δύναμη και τη θέση να τους αναγκάσουν, και να μην τους παραπέμψουν για τον παράνομο πλουτισμό!
Η άσκηση ποινικής δίωξης σε βαθμό κακουργήματος του «προστατευόμενου», ο οποίος έχει διατελέσει σύμβουλος πρώην υπουργών, αφήνει οσμή πλεκτάνης εκ μέρους της κυβέρνησης. Η εμπλοκή του και η κατηγορία ως «καταχραστή του δημοσίου», τον καθιστά ευεπίφορο σε κατευθυνόμενη και εντεταλμένη «μαρτυρία», εις βάρος πρώην πρωθυπουργών και υπουργών.
Επί της ουσίας η αποκάλυψη Πολάκη καταδεικνύει και το αίτιον της «προθυμίας» που επέδειξαν οι «προστατευόμενοι» σε κατηγορίες κατά των πολιτικών αντιπάλων της κυβέρνησης, ενώ η πλειοψηφία της κοινής γνώμης σαρκάζει την… ποιότητα των μαρτυριών, όπως «άκουσα», «εκτιμώ», «η αγορά λέει», «υποθέτω», «εικάζω», και λοιπά παιδαριώδη και αναξιόπιστα.
Η κυβέρνηση είχε επενδύσει στη Novartis. Σκάνδαλο φυσικά και υπήρχε σε όλη τη Δύση. Εκεί όμως διεξήχθη εμπεριστατωμένη έρευνα, που είχε ως αποτέλεσμα χιλιάδες γιατροί και κάποιοι υπάλληλοι του δημοσίου των εν λόγω χωρών, να βρεθούν στην απόχη του νόμου. Μόνο στην Ελλάδα η κυβέρνηση αδιαφόρησε για την ουσιαστική διερεύνηση.
Μόνο αυτή αξιοποίησε πολιτικά την υπόθεση, αφού πρώτιστος στόχος ήταν η άντληση πολιτικής υπεραξίας, με εμπλοκή και διατύπωση κατηγοριών κατά των πολιτικών της αντιπάλων, και μάλιστα των πιο δυναμικών και εμβληματικών εξ' αυτών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με το δικαστικό ρεπορτάζ, άλλοι 17 μάρτυρες έχουν καταθέσει για την υπόθεση, αλλά κανείς εξ' αυτών δεν αναφέρθηκε σε δωροδοκίες πολιτικών. Όσο για τον τρόπο δωροδοκίας, είναι εντυπωσιακή η απλοϊκότητα της μεθόδευσης. Στην εποχή που τα χρήματα διακινούνται με κωδικούς αριθμούς σε τραπεζικούς λογαριασμούς στους φορολογικούς παραδείσους της Καραϊβικής, στο Ελλάντα οι πληρωμές γίνονταν με βαλίτσες γεμάτες χαρτονομίσματα ή μέσω συνεργατών.
Είναι χαρακτηριστικό επίσης ότι ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς καταγγέλλεται ότι ελάμβανε «δεσμίδες χαρτονομισμάτων, χρώματος μοβ, κίτρινου και πράσινου σε τσάντες samsonite τύπου τρόλεϊ» και μάλιστα το αυτοκίνητο που τα μετέφερε «εισήλθε και στάθμευσε στο Μέγαρο Μαξίμου» (θα πρέπει να είναι ο πιο αφελής χρηματισμός πολιτικού, μετά τα πάμπερς του Αντρέα που πιτσικάρισαν, και τα «είδαν» οι μάρτυρες!).
Για λόγους αρχής δεν υποστηρίζουμε φυσικά την αθωότητα των κατηγορουμένων, αφ΄ ης στιγμής δεν έχει αποφανθεί η Δικαιοσύνη. Ωστόσο και μόνο το γεγονός ότι η κυβέρνηση αρνήθηκε να εξετάσουν οι κατηγορούμενοι τους κουκουλοφόρους στη Βουλή, έστω και φορώντας την κουκούλα, καθιστά τις κατηγορίες ύποπτες και ανεχέγγυες, και την κυβέρνηση ως κρυπτόμενη.
Τελικά, ακόμη και ένα υπαρκτό διεθνές σκάνδαλο κατορθώσαμε να το φέρουμε στα μέτρα μας. Να το κάνουμε φτηνό εργαλείο μικροπολιτικής σκοπιμότητας. Για τη διαλεύκανσή του ποιος νοιάζεται; Πάντως όχι η κυβέρνηση.