Σύμφωνα με την τάση που διαμορφώνεται κατά τη διάρκεια της τελευταίας διετίας, οι μεγάλες παραδοσιακές τράπεζες προσπαθούν να εισέλθουν στον χώρο των ψηφιακών τραπεζών, των εφαρμογών πληρωμών μέσω apps και των fintech, όχι μέσω δικών τους επενδύσεων και εσωτερικής ανάπτυξης, αλλά μέσω εξαγορών. Εκτιμώντας πως είναι ευκολότερο να αναπτύξεις κάτι που είναι ήδη στημένο, που λειτουργεί και που διαθέτει ένα ενεργό πελατολόγιο, παρά να ξεκινήσεις κάτι από το μηδέν.
Και με δεδομένο πως οι εταιρίες payment, apps και fintech τις περισσότερες φορές δεν είναι κερδοφόρες, διότι βρίσκονται στο στάδιο της ανάπτυξης και της προσπάθειας κατάκτησης μεριδίου στην αγορά, το βασικότερο σημείο για τον προσδιορισμό του τιμήματος της εξαγοράς, είναι το μέγεθος του πελατολογίου. Δηλαδή η «μαγιά» που θα στηρίξει την εξαγορά στα πρώτα της βήματα. Αρκετές φορές όμως στις εξαγορές, δεν ισχύει η λογική του WYSIWIG, δηλαδή το «What You See Is What You Get», που στη γλώσσα μας μεταφέρεται σαν «αυτό που βλέπεις είναι αυτό που παίρνεις».
Με αυτόν τον τρόπο την πάτησε και η μεγαλύτερη τράπεζα των ΗΠΑ, η JPMorgan Chase. Ήταν ο Σεπτέμβριος του 2021 όταν η JPMorgan, στην προσπάθεια της να εξαπλωθεί στο νεανικό χώρο των φοιτητών και των πανεπιστημίων, για να προσφέρει νέα τραπεζικά προϊόντα είχε εξαγοράσει την πλατφόρμα Frank. Η Frank παρείχε υπηρεσίες χρηματοοικονομικού και δανειακού σχεδιασμού προς τους φοιτητές και τις οικογένειες τους, στο ευαίσθητο αντικείμενο των φοιτητικών δανείων. Παράλληλα η Frank, προσέφερε βοήθεια σε ακαδημαϊκά θέματα μέσω του προγράμματος Classfinder, σε θέματα διεκδίκησης υποτροφιών, επιδομάτων και ομοσπονδιακής φοιτητικής χρηματοδότησης.
Η ιδέα ήταν απλή. Μέσω της εξαγοράς της Frank, η JPMorgan θα αποκτούσε πρόσβαση σε 6.000 πανεπιστήμια και κολλέγια, 20πλασιάζοντας το δίκτυο της στην ανώτατη εκπαίδευση των ΗΠΑ. Η Frank που είχε ιδρυθεί το 2016 και έχει χρηματοδοτηθεί από σημαντικά funds όπως το Chegg (NYSE:CHGG), το Aleph, η Silicon Valley Bank, η Reach Capital, η Gingerbread Capital, η SWAT Equity Partners και ο Marc Rowan (Apollo Global Management), εξαγοράστηκε από την JPMorgan Chase έναντι $175 εκατ. Σύμφωνα με την έκθεση που συνόδευσε τις διαδικασίες της εξαγοράς η Frank που παρουσιαζόταν σαν η «Αmazon των πανεπιστημίων», διέθετε 5 εκατ. πελάτες.
Την περασμένη Πέμπτη η JPMorgan έλαβε τη απόφαση να «κατεβάσει την εφαρμογή», αφού η τράπεζα διαπίστωσε πως τα δεδομένα που είχε δώσει η πρώην CEO της Frank, Charlie Javice, ήταν κατασκευασμένα. Σύμφωνα με νομικούς της JPMorgan που στράφηκαν κατά της Charlie Javice στα δικαστήρια του Delaware, από τους 5.000.000 λογαριασμούς φοιτητών, μόλις οι 300.000 ανήκουν σε πραγματικά πρόσωπα. Οι υπόλοιποι λογαριασμοί ανήκουν σε ανύπαρκτα πρόσωπα και μάλιστα οι 4.265.000 fake λογαριασμοί δημιουργήθηκαν από έναν καθηγητή Πανεπιστημίου στη Νέα Υόρκη με τα πρώην στελέχη της Frank. Επιπλέον η Chief Growth Officer της Frank, Olivier Amar, είχε αγοράσει τα δεδομένα άλλων 4,5 εκατ. φοιτητών από την εταιρεία ASL Marketing, τα οποία εμφάνιζε σαν δικά της, στα έγγραφα της εξαγοράς.
Όλα τα προαναφερθέντα ανακαλύφθηκαν όταν η JPMorgan αποφάσισε να στείλει emails σε ένα μικρό δείγμα των φοιτητών-πελατών της Frank για να τους παρουσιάσει κάποια νέα προϊόντα της. Έτσι διαπιστώθηκε ότι μόλις το 25% των email λογαριασμών ήταν υπαρκτοί και ότι μόλις το 1% ήταν ενεργοί.
Το γεγονός είναι πως η μεγαλύτερη τράπεζα των ΗΠΑ με assets ύψους $3,7 τρισ., με 60 εκατ. πελάτες στις ΗΠΑ, με 4.800 υποκαταστήματα σε 48 πολιτείες και 16.000 ΑΤΜ, εξαπατήθηκε από μια 30χρονη ιδρύτρια μιας «fintech – φάντασμα» που στην πορεία είχε χρηματοδοτηθεί από ισχυρούς και έμπειρους επενδυτές, είναι εντυπωσιακό.
Η ιστορία της Charlie Javice της Frank, μας θυμίζει την αντίστοιχη περίπτωση της Elizabeth Holmes της Theranos που είχε ακολουθήσει την ίδια τακτική που ονομάζεται με λίγα λόγια: «fake it till you make it», δηλαδή «εξαπάτησε, μέχρι να τα καταφέρεις».