«Υπάρχει μια ισχυρή πιθανότητα για ανοδική αναθεώρηση του ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας από τον Σεπτέμβριο», τόνισε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Θεόδωρος Σκυλακάκης, μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα.
«Είναι ισχυρή η πιθανότητα ενός θετικού σεναρίου», σημείωσε. Επισήμανε ωστόσο, ότι το οικονομικό επιτελείο δεν θα αλλάξει «την πολύ συντηρητική πρόβλεψη του 3,6% που έχουμε στο πρόγραμμα σταθερότητας. Περιμένουμε να δούμε πως θα εξελιχθεί και ο τουρισμός, καθώς υπάρχουν αβεβαιότητες. Δεν μπορούμε να αλλάζουμε τις προβλέψεις συνεχώς. Μια καλύτερη εικόνα για την ανάπτυξη, μπορούμε να τη βάλουμε από τον Σεπτέμβριο στο προσχέδιο του προϋπολογισμού και να προγραμματίσουμε δημοσιονομικά αντιστοίχως», ανέφερε ο κ. Σκυλακάκης.
«Μια θετική προς τα πάνω αναθεώρηση, είναι χρήσιμο να την κάνουμε όταν θα είμαστε με ασφάλεια βέβαιοι, ότι θα πάει πολύ καλύτερα η οικονομία. Όταν βγαίνεις από μια κρίση και μπαίνεις σε μια περίοδο ανάκαμψης όπως τώρα, πρέπει να είσαι συγκρατημένος και να αφήσεις την ίδια την οικονομία να διαμορφώσει τις προσδοκίες», υπογράμμισε.
Ερωτηθείς για το Ταμείο Ανάκαμψης, ο κ. Σκυλακάκης είπε ότι υπάρχουν τρεις διαφορές σε σχέση με το παρελθόν. Έκανε ιδιαίτερη αναφορά στην «πολύ μεγάλη κινητοποίηση ιδιωτικών πόρων, που δεν είχαμε στον σχεδιασμό στα προηγούμενα πακέτα, τα οποία είχαν μια λογική δημοσίων επενδύσεων κατά βάση. Στόχος είναι να κινητοποιήσουμε επενδυτικούς πόρους 59 δισεκατομμυρίων ευρώ μαζί με τις επιδοτήσεις 17,8 δισεκατομμυρίων τα δάνεια ύψους 12, 7 δισεκατομμυρίων».
Η δεύτερη διαφορά, σύμφωνα με τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών, είναι ότι «έχουμε πολλές μεταρρυθμίσεις σε διάφορους τομείς του κράτους, οι οποίες θα μας επιτρέψουν να είμαστε αποτελεσματικότεροι». Η τρίτη διαφορά είναι, όπως σημείωσε ότι «τώρα έχουμε ένα πολύ καλό σχέδιο που πήρε την έγκριση της Κομισιόν. Έχουμε πολύ σύγχρονο σύστημα που θα παρακολουθεί όλα τα έργα και τις δράσεις, με τις ελάχιστες γραφειοκρατικές διαδικασίες».
Είπε, επίσης, ότι η φιλοσοφία των μνημονίων της περασμένης δεκαετίας «πρώτα να γίνουν οι μεταρρυθμίσεις και μετά να δοθούν χρήματα», πέτυχε τη δημοσιονομική πειθαρχία, αλλά κατέρρευσαν οι επενδύσεις στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να «είμαστε η χώρα με τις μικρότερες επενδύσεις στην Ευρώπη».
Αναφορικά με την επιδότηση ιδιωτικών επενδύσεων, επισήμανε ότι σε όλες τις χώρες του κόσμου επιδοτούνται οι ιδιωτικές επενδύσεις σε συγκεκριμένους τομείς στους οποίους «θέλουμε να επιταχύνουμε την αλλαγή της οικονομίας, όπως για παράδειγμα στην πράσινη οικονομία και στον ψηφιακό μετασχηματισμό». «Το αν επιδοτούνται οι επενδύσεις ή άνθρωποι που εξειδικεύονται στις επιδοτήσεις, είναι το πρόβλημα στη χώρα», υπογράμμισε.
«Η Ελλάδα προχωρά παρά τα εμπόδια. Έχουμε κάνει μεγάλη πρόοδο στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Θα περάσουμε στην ηλεκτροκίνηση, σε πολύ καλύτερες ψηφιακές υπηρεσίες στο κράτος και σε μεγάλες επενδύσεις στην Υγεία. Θα αποκτήσουμε εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας σε σύγχρονες δουλειές που θα έχουν μεγάλη προστιθέμενη αξία και συνεπώς θα δικαιολογούν μεγαλύτερους μισθούς», ανέφερε χαρακτηριστικά.
«Αυτά που μας κρατούσαν σαν να είμαστε δεμένοι στις καρέκλες, ήταν οι λανθασμένες νοοτροπίες του παρελθόντος που πρέπει να ξεπεράσουμε», κατέληξε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών.