Η σύγκρουση της αποτελεσματικότητας με τις σειρήνες του λαϊκισμού
Κυρ. Μητσοτάκης Vs ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ

Η σύγκρουση της αποτελεσματικότητας με τις σειρήνες του λαϊκισμού

H συζήτηση που διεξήχθη στη Βουλή για την ψήφιση του προϋπολογισμού, δε δικαιώνει επουδενί το γνωστό δημοσιογραφικό κλισέ, περί σκληρής μάχης μεταξύ των πολιτικών αρχηγών.

Ο πρωθυπουργός δεν μπήκε στον κόπο να  αντιπαρατεθεί με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η πολιτική μάχη δόθηκε ανάμεσα στο συγκεκριμένο, στο μετρήσιμο, το αποτέλεσμα και στο ξόανο του λαϊκισμού, της αοριστολογίας, της συνειδητής ψευδολογίας. 

Η αντιδιαστολή αυτή, προκύπτει ανάμεσα στη συνέχεια και στη συνέπεια μιας πορείας που -αν και εμπεριέχει λάθη και αστοχίες, διαμορφώνει συνθήκες προόδου και συνολικού εκσυγχρονισμού της χώρας- και στην ανατροπή αυτής της πορείας μέσα από την πρόκληση πολιτικής ανωμαλίας, η οποία έχει διάφορους ωφελούμενους και πάντως όχι τη χώρα και τους πολίτες.

Η πρωθυπουργική ομιλία στο κλείσιμο της συζήτησης, ήταν μια συνοπτική υπόμνηση της πολιτικής αξιοπιστίας του Μητσοτάκη μέσω της υλοποίησης των προγραμματικών δεσμεύσεων και μια διακριτική έκκληση προς τους ψηφοφόρους, αυτή η αξιοπιστία να προσμετρηθεί θετικά για την άρσης της όποιας εύλογης καχυποψίας, ή δυσαρέσκειας, έχει γεννηθεί. 

Ο Κ. Μητσοτάκης μίλησε για τον προϋπολογισμό του 2023 τον οποίο χαρακτήρισε ως την «οικονομική γέφυρα», που ενώνει το σχέδιο που υλοποιήθηκε στην πρώτη θητεία της κυβέρνησης,  με εκείνο της δεύτερης τετραετίας, που θα προέλθει από την ανανέωση της εντολής. 

Από το «λιγότεροι φόροι για όλους» που επετεύχθη στην πρώτη τετραετία, πηγαίνουμε στον στόχο της επόμενης που είναι εξίσου εύληπτος στους πολλούς: «Καλύτεροι μισθοί για όλους τους Έλληνες».

Αυτό προϋποθέτει τη συνέχιση της πορείας που έχει χαραχθεί με σχέδιο και γνώση -όπως είπε- και έχει ως βασική προϋπόθεση την πολιτική σταθερότητα, την αποφυγή της ακυβερνησίας, που αποτελεί και το μείζον ζητούμενο της επόμενης κάλπης που έχει ναρκοθετηθεί με την απλή αναλογική.

Με ταυτόσημες αναφορές -και μάλιστα όχι για πρώτη φορά στη Βουλή- ο Αλέξης Τσίπρας και ο αντ’ αυτού του Νίκου Ανδρουλάκη, Μ. Κατρίνης, έκαναν απροκάλυπτα εμφανή, τη σύμπλευση των κομμάτων τους και τη σύμπτωση των στρατηγικών τους: να πληγεί προσωπικά ο πρωθυπουργός, να αποσταθεροποιηθεί η κυβέρνηση.

Να μην φτάσουμε στις εκλογές σε συνθήκες ομαλότητας. Να καταρρακωθεί η εμπιστοσύνη και να ανατραπεί η εντύπωση, που καταγράφεται σε όλες τις έρευνες, ότι ο Μητσοτάκης είναι η μοναδική διαθέσιμη επιλογή για τη χώρα. 

Ο Αλέξης Τσίπρας τον χαρακτήρισε υπ’ αριθμόν ένα απειλή για τη σταθερότητα και στην οικονομία. Επεξήγηση απαιτείται σίγουρα από τον κ. Κατρίνη για την αποστροφή της ομιλίας του απευθυνόμενος προς τον πρωθυπουργό: «είστε το πρόβλημα για την πολιτική σταθερότητα και τις ομαλές πολιτικές εξελίξεις στη χώρα». 

Ποιες είναι οι «ομαλές πολιτικές εξελίξεις» που έχουν κατά νου στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ΠΑΣΟΚ και τις εμποδίζει ο Κ. Μητσοτάκης; 

Να πέσει η κυβέρνηση πριν τις εκλογές; 

Να γίνουν εκλογές και να γεννηθεί μια προοδευτική διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με έναν ή περισσότερους σοσιαλΚαμμένους;

Ότι κι αν έχουν στο μυαλό τους μεμονωμένα, ή από κοινού, Κουμουνδούρου και Χαριλάου Τρικούπη, αυτό που είναι ξεκάθαρο σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις, είναι ότι οι ψηφοφόροι θα πάνε στις κάλπες για να επιλέξουν πρωθυπουργό.

Όσο για την έμπνευση του κ. Τσίπρα να ανατρέξει στην τετραετία του, για να δηλώσει τη διαχειριστική του επάρκεια, ήταν λίγο χειρότερη από εκείνη του κ. Ανδρουλάκη να χρεώσει την Καϊλή στη ΝΔ. 

Στο διά ταύτα, η συζήτηση στη Βουλή έδειξε ξανά ότι ο Μητσοτάκης τρέχει μόνος στο μεσαίο διάδρομο και πίσω όλοι οι υπόλοιποι ψάχνουν πως θα του βάλουν μια προοδευτική τρικλοποδιά να πέσει πριν από τον τερματισμό.