Του Γιάννη Σιδέρη
Έχει δίκιο ο Πρωθυπουργός λέγοντας στην εκδήλωση μνήμης για τα θύματα της τρομοκρατίας, «Αυτό που αποκαλούμε ένοπλη βία χρεοκόπησε ιδεολογικά και οργανωτικά» και ότι η πολύχρονη παρουσία της βίας στη δημόσια ζωή, της επέτρεψε να κλιμακωθεί ποσοτικά, αλλά και να μεταλλαχθεί ποιοτικά: Η γροθιά έγινε ρόπαλο, το ρόπαλο μολότοφ και η μολότοφ καλάσνικοφ».
Η ένοπλη βία με τη μορφή του αντάρτικου πόλης όντως χρεοκόπησε και ηθικά και οργανωτικά. Όταν ξεκινούσε τη ματοβαμμένη πορεία της η 17 Ν. είχε τον ιδεασμό ότι αποτελούσε την πρωτοπόρα εμπροσθοφυλακή του λαού που θα ξεσηκωνόταν ένοπλος και θα επέβαλε ένα είδος λαοκρατικού πολιτεύματος, όπου μεταξύ άλλων «ο ένοπλος λαός θα περιφρουρούσε τα εργοστάσιά του»!
Ο λαός κάθε άλλο παρά ονειρευόταν νυχτερινή ένοπλη βάρδια στα εργοστάσια, μάλλον ΙΧ, έγχρωμη τηλεόραση και διακοπές ονειρευόταν εκείνη την εποχή. Παρόλα αυτά είδε στα πρώτα χτυπήματα της 17Ν τους λαϊκούς εκδικητές για την συμπεριφορά των ΗΠΑ και την «αποχουντοποίηση» που δεν έγινε.
Στην συνέχεια απέστρεψε το πρόσωπό του, όταν τα φονικά άρχισαν να γίνονται απεχθή και αδικαιολόγητα (πάντα είναι, αλλά αναφερόμαστε στη λαϊκή γνώμη της εποχής), όμως δεν τάχθηκε ενεργά κατά της δράσης της οργάνωσης. Όταν στην Ισπανία κατέβαινε σε διαδήλωση ένα εκατομμύριο κόσμος για να διαμαρτυρηθεί κατά της αυτονομιστικής ΕΤΑ, εδώ δεν θεωρείτο «προοδευτικό» και «δημοκρατικό» να γίνει η παραμικρή δημόσια διαμαρτυρία.
Είναι φυσικά απότοκο και της κληρονομημένης Πολιτικής μας κουλτούρας. Ως εθνικό κράτος αναδυθήκαμε μέσα από εξεγέρσεις, αίμα και πετσοκόμματα. Οι δοξασμένοι προπάτορες ήταν οι οπλαρχηγοί. Στην συνέχεια διχογνωμήσαμε και διχαστήκαμε. Στη Δεξιά και την εθνικοφροσύνη παρέμεινε ο πολεμικός αχός, η μνημονευόμενη δόξα στα πεδία των μαχών (των νικηφόρων μόνο), στη δε αριστερά η δόξα των εξεγέρσεων και των πολεμάρχων του εμφυλίου.
Η ποιοτική μεταβολή επήλθε μετά την 17 Ν. Παρότι η επιχειρησιακή μοναξιά της έδειχνε την πλήρη αποτυχία της αφού κανένας λαός δεν την ακολουθούσε, αυτή βρήκε μιμητές ή υποψήφιους μιμητές σε κλειστά κυκλώματα νεαρών, που είχαν βρει δικούς τους ήρωες του προπερασμένου αιώνα, Μπακούνιν, Νετσάγιεφ, Κροπότκιν, κ.α., μέσα από μια φαντασιακή θέαση της κοινωνίας. Ο λαός ενδιαφερόταν για την ευωχία του, για την καλοπέρασή του, και αυτοί ήθελαν να τον «απελευθερώσουν» χωρίς κανείς να τους έχει αναθέσει κάποιο καθήκον «απελευθέρωσης»!
Οι αναλύσεις για την εξουσιαστικότητα της Πολιτείας ήταν κάπως «Μάτριξ» αφού στη μεταπολίτευση ζούσαμε όχι την ιδανική, που δεν υπάρχει, αλλά την πληρέστερη και πλουσιότερη δημοκρατία σε επίπεδο προσωπικών ελευθεριών και υλικών απολαύσεων, από καταβολής ελληνικού κράτους. Υπήρχε βέβαια και το γενικότερο κλίμα ανοχής που επέτρεπε την άνθησή τους.
Πιο ολοκληρωμένα την ανοχή στης βίας την απέδωσε ο Γιώργος Κατρούγκαλος σε εκπομπή του Μέγκα, κατά την εποχή των τραμπουκισμών των αγανακτισμένων, αλλά και σε σχετική συζήτηση σε κεντρικό βιβλιοπωλείο: «Η αντίσταση χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία. Όχι η πολιτική βία. Εμείς αντιστεκόμαστε. Άλλοι λαοί δεν αντιστέκονται».
Παράλληλα την τραμπούκικη συμπεριφορά στα πανεπιστήμια, την ερμήνευε: «προσωπικά θεωρώ ότι υπάρχουν περιπτώσεις που θα θεωρήσω δικαιολογημένη πράξη πολιτικής συμπεριφοράς την κατάληψη ενός δημοσίου κτιρίου ή τη διάλυση μεμονωμένα ενός συμβουλίου διοίκησης. Είναι έκφραση δικαιώματος, το να αντιστεκόμαστε εκεί που αισθανόμαστε ότι υπάρχει καταπίεση» (σ.σ. ε ναι, γιατί ως γνωστόν στα ελληνικά πανεπιστήμια υπήρχε βία των καθηγητών, γι’ αυτό οι αγωνιστές τους έχτιζαν στα γραφεία τους και ενίοτε τους έδερναν).
Και στις ερωτήσεις «Ποιος θα κρίνει ποιου το αίμα θα πρέπει να χυθεί;» απαντούσε: «Μα, φυσικά ο «λαός», οι «αδύναμοι». «Εγώ είμαι πάντα με τους αδύναμους».
Αυτή η νοοτροπία διατρέχει την αριστερά, χωρίς τώρα να αποτελεί οδηγό δράσης. Απλώς συνθέτει το ιδεολογικό υπόστρωμα το οποίο δικαιολογεί τέτοιες συμπεριφορές όταν εμφανίζονται. Γιατί ο σύντροφος μπορεί να φοράει ποσέτ, αλλά πάνω από όλα είναι λαϊκός αγωνιστής (μπορεί και να το πιστεύει).
Αυτή νοοτροπία που δημιουργεί τον προστατευτικό υμένα για κάθε εξτρεμισμό χαμηλής έντασης, αφού κάθε αστυνομική δράση εκλαμβάνεται και καταγγέλλεται ως αστυνομοκρατία. Έτσι επετράπη η ατιμώρητη ασυδοσία που ανακυκλώνεται και φουντώνει κρυβόμενη κάτω από «αγωνιστικό» μανδύα. Έτσι «η γροθιά έγινε ρόπαλο, το ρόπαλο μολότοφ και η μολότοφ καλάσνικοφ».
Αν, για παράδειγμα, είχαν συλληφθεί οι πρώτοι που έκαψαν τρόλεϊ (δηλαδή όχι ιδιοκτησία κανενός καπιταλιστή, αλλά αγορασμένο με τους φόρους του εργαζόμενου πολίτη) και είχαν υποχρεωθεί να πληρώσουν τη ζημιά, μάλλον θα είχε σταματήσει από τη πρώτη φορά η ένδοξα ηρωική δράση του καψίματος των τρόλεϊ.