Του Αποστόλη Χονδρόπουλου
Στην πρόσφατη συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Νέας Δημοκρατία, όπου ετέθη μετ' επιτάσεως από τον Άδωνι Γεωργιάδη το ζήτημα των σεναρίων συγκυβέρνησης και ζητήθηκε να τοποθετηθούν επ΄ αυτών οι διεκδικητές της ηγεσίας της Ν.Δ. ώστε να έχουν καθαρή εντολή από τη βάση του κόμματος, ο αντίλογος ήταν πως δεν μπορούν να υπάρξουν εκ των προτέρων δεσμεύσεις και επικρατούσα άποψη απεδείχθη εκείνη που έλεγε ότι το ζήτημα πρέπει να αφεθεί επί του παρόντος στην άκρη.
Ωστόσο η πολιτική πραγματικότητα τρέχει με γρηγορότερους ρυθμούς απ' ότι θα ήθελε ενδεχομένως, και το ίδιο το, ευρισκόμενο σε μεταβατική φάση αναζήτησης νέας ηγεσίας, κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και έτσι η πρωτοβουλία του Αλέξη Τσίπρα να ζητήσει τη σύγκλιση Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας φέρνει τη Ν.Δ. ενώπιος ενωπίω με αυτό που θα ήθελε τη συγκεκριμένη στιγμή να αποφύγει. Διότι μπορεί η συγκεκριμένη πρωτοβουλία του πρωθυπουργού να σχετίζεται με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με σενάρια συγκυβέρνησης, αλλά ποιος αμφιβάλει ότι το πεδίο της συναίνεσης σε επιμέρους ζητήματα συνιστά εκ των πραγμάτων το έδαφος πάνω στο οποίο, δεδομένων των εσωτερικών δυσκολιών της σημερινής κυβερνητικής πλειοψηφίας, θα στηριχθούν ή τουλάχιστον θα επιχειρηθεί να στηριχθούν σε επόμενη φάση και ενδεχόμενες κινήσεις επιδίωξης ευρύτερης πολιτικής συνεννόησης;
Η εκπροσώπηση της Νέας Δημοκρατίας από έναν μεταβατικό Πρόεδρο, που ήδη έσπευσαν υποψήφιοι να επισημάνουν ότι δεν διαθέτει εντολή εξουσιοδότηση λήψης τέτοιου είδους αποφάσεων, βγάζει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης από τη δύσκολη θέση μίας άμεσης ανταπόκρισης στα όποια ζητήματα συναίνεσης βάλει ο πρωθυπουργός. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο κ. Πλακιωτάκης, που αναμένει την επίσημη ενημέρωση από τον πρωθυπουργό για την ατζέντα της σύσκεψης, είχε χθες επικοινωνία με τους τέσσερις διεκδικητές της ηγεσίας, εκ των οποίων τρεις (Κυρ. Μητσοτάκης, Αδ. Γεωργιάδης, Απ. Τζιτζικώστας) διέκριναν στην πρωτοβουλία του κ. Τσίπρα και σαφή διάθεση εκμετάλλευσης της εσωκομματικής εκκρεμότητας που επικρατεί στη Ν.Δ. εν αναμονή της εκλογής νέου προέδρου.
Ο μεταβατικός πρόεδρος θα ακούσει τον πρωθυπουργό χωρίς ο ίδιος να τοποθετηθεί επί συγκεκριμένων ζητημάτων και οι αποφάσεις της Ν.Δ. σε σχέση με αυτά θα ληφθούν στο πλαίσιο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, η οποία θα συνεδριάσει μετά τη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών, παρουσία και των τεσσάρων διεκδικητών της ηγεσίας.
Το ζήτημα της συναίνεσης κινείται εντός των ορίων της διακεκαυμένης εσωκομματικά ζώνης και δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι αρκετοί θεωρούν ότι πρόκειται για ζήτημα που αναλόγως των εξελίξεων μπορεί να δοκιμάσει και αυτή ακόμα την συνοχή της Ν.Δ., εύθραυστη ούτως ή άλλως με όσα προηγήθηκαν λόγω της αποτυχίας να διεξαγωγής των εσωκομματικών εκλογών. Μπορεί η ανάγκη μίας συντεταγμένης παρουσίας του κόμματος το καλοκαίρι να έκανε αρκετούς βουλευτές να συνταχθούν εκόντες άκοντες με την απόφαση της πλειοψηφίας της ΚΟ για υπερψήφιση του μνημονίου ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ για λόγους στήριξης της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας, σήμερα όμως τα δεδομένα, ενδεχομένως και οι συσχετισμοί δεν είναι ίδιοι. Η όποια συναινετική διάθεση έχει υποχωρήσει σημαντικά ως αποτέλεσμα της άσκησης πραγματικής πολιτικής από τη νέα κυβέρνηση, ενώ και το μήνυμα που εκπέμπουν απέναντι σε σενάρια συναίνεσης οι τρεις εκ των τεσσάρων υποψηφίων είναι αρνητικό. Στον πιο απόλυτο βαθμό από τον Άδωνι Γεωργιάδη, αλλά με σαφήνεια και από την πλευρά του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Απόστολου Τζιτζικώστα.
Όλοι έσπευσαν να προειδοποιήσουν πως η Ν.Δ. δεν θα γίνει «συνένοχη» σε μία πολιτική που θεωρούν καταστροφική είτε σε επιμέρους ζητήματα, μεταξύ των οποίων και το Ασφαλιστικό, είτε συνολικά για τη χώρα, μέσω της υλοποίησης μίας πολιτικής που στηρίζεται στη σώρευση νέων φορολογικών βαρών, αντί περιορισμού των δαπανών και γενναίες μεταρρυθμίσεις. Μόνο πεδίο όπου αφήνεται ανοιχτό το ενδεχόμενο συναίνεσης είναι αυτό των εθνικών θεμάτων, αφού, σύμφωνα και με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, «αν η κυβέρνηση ψάχνει συνεννόηση, τότε βεβαίως είμαστε ανοιχτοί να συζητήσουμε. Σε αυτά τα ζητήματα δεν χωρούν χωριστές κομματικές γραμμές».
Απέναντι σε όλα αυτά δεν έχει τοποθετηθεί ακόμη ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, αναμένοντας πρώτα και την επίσημη ατζέντα της σύσκεψης, όπως λένε συνεργάτες του. Προ ολίγων ημερών πάντως, μιλώντας στον «Ενικό», είχε επιβεβαιώσει τη διαφορετική οπτική του απέναντι στα ζητήματα πολιτικής συνεννόησης. «Εάν θα συνεργαστούμε με τον κ. Τσίπρα, θα το δείξει η πορεία και θα είναι απόφαση συλλογικών οργάνων (ΚΟ, ΠΕ) και με βάση τις συγκυρίες που θα δημιουργηθούν», τόνισε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας μάλιστα ότι «δεν μπορεί να παρασυρόμαστε συνεχώς από ακρότητες και λαϊκισμούς, η χώρα πρέπει να γυρίσει στην κανονικότητα».
Σε ό,τι αφορά στο Ασφαλιστικό μπορεί οι τοποθετήσεις των υποψηφίων προέδρων να προδιαγράφουν αρνητική στάση σε μία προσπάθεια αναζήτησης «συνενόχων», όπως λένε, η θέση της Ν.Δ. δεν είναι όμως εύκολη επί της ουσίας, δεδομένου ότι και η ίδια αναγνωρίζει λίγο πολύ την αναγκαιότητα παρεμβάσεων. Και μπορεί σε σχέση με τη γενικότερη πορεία της οικονομίας να επιχειρηματολογεί, εν πολλοίς πειστικά, για τα μεγάλα προβλήματα και τις δημοσιονομικές ανάγκες που δημιουργήθηκαν λόγω πισωγυρίσματος της χώρας στη διάρκεια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, στο Ασφαλιστικό όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ουδείς μπορεί εξίσου πειστικά να χρεώσει την ανάγκη παρεμβάσεων στην πολιτική των τελευταίων μηνών, ενώ όλοι γνωρίζουν πως το Ασφαλιστικό θα άνοιγε ακόμη και αν είχε παραμείνει η κυβέρνηση ΝΔ/ΠΑΣΟΚ. Με καλύτερες συνθήκες ενδεχομένως αν η χώρα είχε ήδη επιστρέψει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, που σημαίνουν, μεταξύ άλλων, επενδύσεις και νέες θέσεις εργασίας, αλλά θα άνοιγε.