Κάτι δείχνει να έχει αλλάξει στη ελληνική κοινωνία με βάση τις τελευταίες δημοσκοπήσεις. Δεν είναι το 52% που εκφράζεται θετικά για το έργο της κυβέρνησης, ούτε τα τεράστια ποσοστά που έλκει ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως προς την άσκηση των καθηκόντων του.
Αυτά είναι «προίκα» που διαρκεί στους ήρεμους καιρούς, όταν η ζωή της χώρας κυλάει ευθύγραμμα, χωρίς αγωνίες και αναταράξεις. Σε περιόδους έκτακτης ανάγκης οι λαϊκές διαθέσεις είναι ρευστές και ευάλωτες σε ακραίες αλλαγές.
Περισσότερη ευκρίνεια για τις διαθέσεις του κόσμου δείχνει όχι η θετική εικόνα Μητσοτάκη αλλά η δραματική συρρίκνωση της πολιτικής γοητείας του Αλέξη Τσίπρα. Το 74% έχει αρνητική εντύπωση ως προς την άσκηση των καθηκόντων του, ενώ μόλις το 15% τον αξιολογεί θετικά, ποσοστό που υπολείπεται κατά 5% και από την πρόθεση ψήφου στο κόμμα του (20%), με βάση τη χθεσινή έρευνα της Metron Analysis για το Mega.
Θα ήταν αβάσιμο, σχεδόν μεταφυσικό, να πιστεύουμε ότι άλλαξε ο λαός, που μόλις πριν πέντε χρόνια σε ποσοστό 61% είχε πει «ναι» στο γελοίο δημοψήφισμα (γελοίο και ως προς τη διαδικασία και την ουσία). Ότι εκείνα τα πλήθη που διονυσιάζονταν στο Σύνταγμα έμπλεα χαρμόσυνης περηφάνιας για τη «λαϊκή νίκη κατά των καταχτητών), εισήλθαν στην επικράτεια της κοινωνικής ωριμότητας.
Θεωρούμε πως απλώς ο λαός βρέθηκε αντιμέτωπος με τα πραγματικά προβλήματα χωρίς να έχει τον αποδιοπομπαίο τράγο να αποδώσει την κακοτυχία του. Βρέθηκε αντιμέτωπος με τις εκατοντάδες χιλιάδες εργαλειοποιημένους μετανάστες που θα του έστελνε ο Ερντογάν μέσω Έβρου, με τον κίνδυνο θερμού επεισοδίου που σημαίνει ότι θα στοίχιζε ζωές, με τον κίνδυνο του κορονοϊού που θερίζει ζωές, και με τον φόβο της οικονομικής δυσπραγίας, αν όχι και επικείμενης ανέχειας.
Στερήθηκε δηλαδή των μυθολογημένων άλλοθι. Στη ροή του χρόνου έφταιγε η τουρκοκρατία, μετά οι μεγάλες δυνάμεις, στην συνέχεια οι Άγγλοι, αργότερα οι Αμερικανοί, και τελευταίοι οι ευρωπαίοι τοκογλύφοι. Ο λαός απλώς ήταν ο πάντα ευκολόπιστος και πάντα προδομένος.
Τώρα απέλειπαν οι κακοί. Ο κορονοϊός είναι παγκόσμιος ζόφος (ενδεικτικά, προχθές δημοσιεύτηκε η είδηση ότι στον τομέα των αερομεταφορών και μόνο, θα χαθούν 46 εκατομμύρια θέσεις εργασίας). Σε ποιον να αποδώσεις την κακοτυχία σου;
Υπάρχει φυσικά ένα όχι ευκαταφρόνητο, αλλά ούτε μεγάλο τμήμα, δυσπροσάρμοστο που επιμένει στην παλιά ρότα, και εκφράζεται με κόμματα που καθεύδουν. Είναι κρίμα που η χθεσινή δημοσκόπηση δεν αποτύπωσε τη λαϊκή γνώμη για τις καταλήψεις σχολείων. Ισως γιατί κατά τη διενέργεια το θέμα δεν είχε θεριέψει.
Όμως η όλη μεθόδευση και οι δυνάμεις που την στηρίζουν χάνουν την κοινωνική νομιμοποίηση. Επιδίδονται σε μια τελετουργία συμπεριφορών του χθες, που ντύνονταν με το φωτοστέφανο της αγωνιστικότητας («παιδιά σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους»), και που πλέον δημιουργούν κοινωνική δυσανεξία. Όχι γιατί ξαφνικά ο λαός έγινε προσηνής στην τυπική νομιμότητα, αλλά γιατί κουράστηκε, διαψεύστηκε, ενώ άρχισαν να γίνονται κατανοητά και κάποιες πτυχές:
Ότι δηλαδή οι καταλήψεις αποβαίνουν εις βάρος των πιο φτωχών μαθητών, αυτών που δεν έχουν καν χρήματα να αναπληρώσουν τις χαμένες ώρες στα φροντιστήρια της παραπαιδείας. Ότι τα κόμματα που τους «καλύπτουν» δεν νοιάζονται γι? αυτούς. Ο ΣΥΡΙΖΑ εκδίδει ανακοινώσεις συμπαράστασης και η νεολαία του μετέχει ενεργά στις καταλήψεις (όπως και η ΚΝΕ ), αλλά τα παιδιά του Τσίπρα προστατευμένα στα ακριβά ιδιωτικά σχολεία δεν χάνουν ώρα των ποιοτικών μαθημάτων. Αύριο θα είναι τα «λευκά κολάρα» που θα διοικούν το λούμπεν προλεταριάτο των καταλήψεων.
Ναι, έχουν και το δίκαιο αίτημα των 15 μαθητών ανά σχολείο. Όμως ένας νουνεχής γονιός και ένας νουνεχής καθηγητής, κατανοεί όμως ότι στη χώρα που έχει γονατίσει από τη δεκαετή οικονομική καθίζηση, ούτε οι οικονομικές ούτε και οι οργανωτικές δυνατότητες υπήρχαν να βρεθούν άλλες τόσες αίθουσες.
Υπάρχουν ακόμη οι παρωχημένοι θύλακες σαν να αναδύονται αμετάλλακτοι από τη δεκαετία του 80. Σαν την ΟΛΜΕ ας πούμε ή σαν εκείνη την καθηγήτρια που έλεγε στις κάμερες «δεν θα γίνουμε συνεργοί τα σκοτεινά σχέδια της Κεραμέως». Δηλαδή τι σκοτεινά σχέδια μπορεί να έχει ένας υπουργός Παιδείας εκλεγμένης κυβέρνησης;
Η κυβέρνηση απολαμβάνει της κατανόησης ακόμη και για τα δύσκολα της οικονομίας. Κινδυνεύει ωστόσο μόνο από τον εαυτό της, από τις διοικητικές της αστοχίες – σαν το καρναβάλι της μάσκας, σαν τα σκόιλ ελλικίκου, σαν την χαλαρή διαχείριση της πανδημίας μετά τον αυτοέπαινο της πρώτης περιόδου.