Την κατ' οίκον νοσηλεία στις ασφαλιστικώς αποζημιούμενες υπηρεσίες προτείνει το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦΙΜ), στην Ατζέντα 2.0 για τις μεταρρυθμιστικές προτεραιότητες για την επόμενη τετραετία.
Η κατ’ οίκον νοσηλεία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ολοκληρωμένης υγειονομικής φροντίδας.
Συγκεκριμένα, οι κοινωνικές και δημογραφικές αλλαγές, το μεγαλύτερο προσδόκιμο επιβίωσης που οδηγεί σε μεγαλύτερη αναλογία πολιτών στην τρίτη ή τέταρτη ηλικία στο γενικό πληθυσμό, άρα και σε αυξημένες ανάγκες υγειονομικής τους περίθαλψης και ο μεγάλος αριθμός των ηλικιωμένων και των παιδιών με σοβαρά χρόνια νοσήματα που χρήζουν ολιστικής φροντίδας και μακροχρόνιας υγειονομικής φροντίδας καθιστούν τη θεσμοθέτηση των υπηρεσιών αυτών επιτακτική ανάγκη.
Παρ’ όλα αυτά, στην Ελλάδα δεν αξιοποιείται αποτελεσματικά η επιλογή της κατ’ οίκον νοσηλείας που μπορεί να διασφαλίσει καλύτερη ποιότητα ζωής και διαχείριση της ασθένειας, αλλά και να εξοικονομήσει πολύτιμους ανθρώπινους και υλικούς πόρους από το σύστημα υγείας.
Είναι χαρακτηριστικό, όπως καταδεικνύουν μελέτες, πως το 30-40% των κλινών στα ελληνικά νοσοκομεία καλύπτονται από περιστατικά όλων των ηλικιών που δεν χρήζουν οξείας νοσηλείας και ότι το 20-30% των ατόμων ηλικίας άνω των 75 ετών εισάγονται στο νοσοκομείο χωρίς σημαντικό λόγο.
Έτσι, η πρόταση του ΚΕΦΙΜ είναι η ασφαλιστική κάλυψη της κατ’ οίκον νοσηλείας, με μέτρηση της ποιότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών από το Υπουργείο Υγείας, τη χρηματοδότηση και κάλυψή της με μικτό τρόπο (άμεση πληρωμή επαγγελματιών υγείας / πληρωμή επιδόματος για χρήση σε μη επαγγελματίες φροντιστές) όπως το γερμανικό πρότυπο.
Στην περίπτωση επιλογής συγγενών, φίλων ή άλλων εθελοντών για την κατ’ οίκον φροντίδα, προτείνεται η καταβολή επιδόματος φροντίδας από τον ασφαλιστικό φορέα μακροχρόνιας περίθαλψης με προϋπόθεση την παρακολούθηση και πιστοποίηση μέσω δωρεάν εκπαιδευτικών προγραμμάτων.
Για τον προσδιορισμό των προσφερόμενων υπηρεσιών, προτείνεται η θέσπιση τριών επιπέδων νοσηλευτικής και κοινωνικής φροντίδας που αντανακλούν την έκταση και ένταση των αναγκών των δικαιούχων για προσωπική υγιεινή, διατροφή, κινητικότητα και βοήθεια για την καθαριότητα του οικείου χώρου και βρίσκονται σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα της ανάγκης για νοσηλευτική και κοινωνική φροντίδα και την επακόλουθη έκταση της φροντίδας που χρειάζεται.
Οι χρήζοντες φροντίδας και ιδίως μακροχρόνιας θα πρέπει να μπορούν να αποφασίζουν μόνοι τους πώς και από ποιον θα φροντίζονται.
Ως εκ τούτου, η ασφάλιση μακροχρόνιας περίθαλψης υποστηρίζει επίσης όσους αποφασίζουν να τους φροντίσουν συγγενείς, φίλοι ή άλλοι εθελοντές αντί για επαγγελματική υπηρεσία υγείας κατ’ οίκον φροντίδας και νοσηλείας. Ο ασφαλιστικός φορέας μακροχρόνιας περίθαλψης καταβάλλει προς τούτο το λεγόμενο επίδομα φροντίδας. Οι ασφαλιστικοί φορείς μακροχρόνιας περίθαλψης πρέπει να διοργανώνουν δωρεάν εκπαιδευτικά προγράμματα και πιστοποιήσεις για άτομα που φροντίζουν έναν συγγενή ή που προσφέρονται εθελοντικά να φροντίσουν άτομα που χρειάζονται φροντίδα. Η βραχυχρόνια απουσία από την εργασία και το επίδομα φροντίδας επιτρέπουν στους εργαζόμενους να συμβιβάσουν την εργασία και τη φροντίδα των συγγενών ή γειτόνων.
Τα οφέλη:
- Θα ενισχυθούν σημαντικά οι επιλογές των ασφαλισμένων, η διαχείριση της ασθένειας και η ποιότητα ζωής όσων μπορούν να ωφεληθούν από την κατ’ οίκον νοσηλεία.
- Θα αποφορτιστεί σημαντικά το σύστημα υγείας καθώς θα εξοικονομηθούν πόροι από την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας και τη νοσοκομειακή περίθαλψη.
- Θα καταστεί πρακτικά πιο εφικτή η παροχή βοήθειας από οικείους φροντιστές χωρίς συνολική επιβάρυνσης στο ασφαλιστικό σύστημα.