Του Γιάννη Σιδέρη
Δεν είναι αυτό κανονικότητα. Κανονικότητα θα ήταν τα ΜΜΕ να έχουν τίτλους για «ακριβή χριστουγεννιάτικη αγορά», για «τιμές φωτιά στην αγορά», έστω και αν οι περσινές μπορεί να ήταν φθηνότερες. Έτσι όπως γινόταν πάντα μεταπολιτευτικά, είτε στη φτωχή Ελλάδα των 70ς είτε στα χρόνια της δανεικής - που δεν έγινε δανική - τρυφηλότητας.
Τώρα οι τίτλοι αφενός αφορούν τις εμπρηστικές δηλώσεις Ερντογάν για «νησιά αμφισβητούμενης κυριαρχίας», αφετέρου τη μεγιστοποίηση μιας τρέχουσας, ενδεχομένως και «μπουνταλάδικης» επιχείρησης της αστυνομίας, της οποίας η συζήτηση καταλαμβάνει τη κεντρική πολιτική σκηνή. Περιλαμβάνει και καψίματα των χριστουγεννιάτικων δένδρων στα Εξάρχεια, μπας και νιώσει γιορτινά ο κόσμος στην πλατεία, αφού πρέπει να ζει στη σκοτεινιά και τη θλίψη, ώσπου να μας απελευθερώσουν από τη μπότα του καπιταλισμού και της αστυνομοκρατίας.
Περιλαμβάνει και επεισόδια στη Χριστουγεννιάτικη αγορά στο Μαρούσι (για να ανακαταλάβουν οίκημα που δεν είναι δικό τους και το οποίο οι ιδιοκτήτες διεκδικούν). Με την εξουσιαστική αυθαιρεσία που προσέδωσε η χρόνια ατιμωρησία στους κουκουλοφόρους, επιχειρούν να χτυπήσουν και άσχετους ηλικιωμένους πολίτες, γιατί τολμούσαν να… πίνουν καφέ και δεν συμμερίζονταν τις επαναστατικές ονειρώξεις τους, να συμπαραταχθούν δίπλα τους στην ανειρήνευτη μάχη ανατροπής ου καπιταλισμού. Και αυτά εν μέσω οικογενειών που με τα παιδιά τους βγήκαν στην χριστουγεννιάτικη αγορά και βρέθηκαν να ανασαίνουν καπνούς, χημικά και δακρυγόνα, υπό τους ήχους τραπεζιών που εκσφενδονίζονταν και βιτρινών που γίνονταν θρύψαλα.
Από την άλλη, βουλευτές της συμπολίτευσης είτε επιτίθενται με αναίδεια σε πολίτες που φέρονται να κακοποιήθηκαν, είτε δίκην επιτελικών της αστυνομίας, δικαιολογούν την κακοποίηση (πχ «ξεβράκωμα» των πολιτών), χωρίς να κατανοούν ότι και το κράτος Δικαίου τιτρώσκουν, και δρουν υπονομευτικά και στην ίδια την κυβέρνησή τους, την στιγμή που αυτή προσπαθεί να πείσει ότι λειτουργεί απολύτως στο πλαίσιο της θεσμικότητας.
Εκτοξεύονται Ιερεμιάδες εκατέρωθεν, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να εκμαιευθούν εντυπώσεις μέσα σε ένα χορό σκιαμαχιών και αντιθέσεων που αφήνει αδιάφορους τους πολίτες. Οι τελευταίοι, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις επικυρώνουν την κυβερνητική πολιτική. Όχι γιατί είναι όλοι με τον Μητσοτάκη και τη ΝΔ (αφού συμφωνεί και το 20% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ), αλλά γιατί στέρεψε η αντοχή και ανοχή τους, στην εμφανή παραβατικότητα.
Ναι, υπάρχουν και μορφές παραβατικότητας περισσότερες, σοβαρότερες, και πλέον επικίνδυνες, αλλά αυτές ακριβώς επειδή είναι μη εμφανείς, υπόγειες, δεν προκαλούν και δεν επικρατούν της επικαιρότητας. Είναι υποχρέωση της κυβέρνησης, κάθε κυβέρνησης, με τους εντεταλμένους κρατικούς μηχανισμούς να τις εντοπίζει και να τις αντιμετωπίζει.
Οπωσδήποτε ο ΣΥΡΙΖΑ κατανάλωσε μεγάλο πολιτικό κεφάλαιο αναδεικνύοντας τις αστυνομικές παρεκβάσεις, έτσι όπως τις δείχνουν οι φωτογραφίες τουλάχιστον, ως στοιχείο της κεντρικής αντιπολιτευτικής του στρατηγικής. Φάνηκε και από τις ομιλίες των βουλευτών του κατά την συζήτηση του Προϋπολογισμού. Ικανοποίησε βέβαια το στενό «κινηματικό» του ακροατήριο, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι ήλκυσε την επιδοκιμασία των υπολοίπων.
Προτάσσει την ιδεοληπτική θέαση της πραγματικότητας που τη διαθλά παραμορφωτικά, υστερώντας απέναντι στον εμπειρισμό των κεντρώων και κεντροδεξιών κυβερνήσεων, και εν προκειμένω της ΝΔ. Παραπαίει ανάμεσα στον παλαιολιθικό κρατισμό (που και ο Κόρμπιν τον είχε εγκαταλείψει προγραμματικά στον τομέα της διοίκησης των επιχειρήσεων που θα κρατικοποιούσε), στην πολεμική ρητορική του μεσοπολέμου, και τη νεωτεριστική επιθετική υπεράσπιση των κοινωνικών μειονοτήτων.
Μόνο που την υπεράσπισή τους δεν την εντάσσει ως επί μέρους θέμα αναγνώρισης δικαιωμάτων μέσα σε ένα συνολικό πρόγραμμα μελλοντικής ανάταξης. Την ανάγει σε κεντρικό ζήτημα της νυν πολιτικής του - όπως ας πούμε το δικαίωμα στις «πολιτιστικές» κατά Κατρούγκαλο) καταλήψεις. Μόνο που αυτό αφορά ένα κοινό κάποιων εκατοντάδων καταληψιών και ελάχιστων χιλιάδων που παρεπιδημούν στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, ενώ οι πολλές εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόροι του βλέπουν στις καταλήψεις κοινωνική παραβατικότητα. Τη δε προσπάθεια της κυβέρνησης να τις εξαλείψει, δεν την εκλαμβάνουν ως αστυνομοκρατία και αδικαιολόγητη καταστολή φασιστικού τύπου, αλλά ως προσπάθεια της κυβέρνησης, έστω και μετά λαθών, να επιβάλει τη νομιμότητα.
Παρόμοια λειτουργεί και στο μεταναστευτικό. Όταν ο κόσμος των νησιών πιέζεται από την υπεράριθμη παρουσία μεταναστών και αντιδρά, όταν οι δήμαρχοι προσπαθούν να επιβάλουν κάποια ευταξία στις πόλεις τους, ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει λόγο για φασιστικές πρακτικές και ρητορικές μίσους. Δεν προσπαθεί δηλαδή καν να εξηγήσει, αλλά οριοθετεί ως εχθρούς τους δημοκρατικώς εντεταλμένους των πολιτών.
Η κυβέρνηση δείχνει αποφασισμένη να επιβάλει αυτό που τόσο τρομοκρατικά παρουσιάζει ο ΣΥΡΙΖΑ, ως δόγμα «Νόμος και τάξη». Και όσο θα αντιδρά, τόσο θα χάνει κοινωνικό ακροατήριο, το οποίο δεν είναι εμφανές ακόμη σε ποια άλλη πολιτική δύναμη θα κατασταλάξει.