Το ζήτημα ενίοτε τίθεται και για τη νομική επιστήμη γενικά. Είναι πράγματι, αυτή, επιστήμη; Έχει αντικείμενο και μέθοδο διερεύνησης που θα δικαιολογούσαν ένα τέτοιο χαρακτηρισμό ή μήπως απλώς συμβάλλει στην επιστημονικοφανή και δικαιοφανή στήριξη και επιβολή των συμφερόντων και των βουλήσεων των πολιτικά και οικονομικά ισχυρών;
Ωστόσο με μεγαλύτερη έμφαση ο σχετικός προβληματισμός αναδεικνύεται στον πιο «πολιτικό κλάδο» της εν λόγω («)επιστήμης(»), το Συνταγματικό Δίκαιο, με κορυφαίους συνταγματολόγους -μεταξύ τους και ο καθηγητής Ν. Αλιβιζάτος- να αναγνωρίζουν ως παιδική ασθένεια του κλάδου αυτού την τάση πολλών ομοτέχνων τους να χαρακτηρίζουν ως «αντισυνταγματικό» οτιδήποτε τους είναι πολιτικά ανεπιθύμητο.
Η κριτική δεν είναι αθεμελίωτη: Αρκεί να σκεφθούμε πως σε άλλες εποχές ακόμη και ο -και ως επιστήμονας- κορυφαίος Ευάγγελος Βενιζέλος χαρακτήρισε «αντισυνταγματικό τρομονόμο» τη νομική απαγόρευση δημοσίευσης σε εφημερίδες των προκηρύξεων τρομοκρατικών οργανώσεων που είχαν δολοφονήσει ανθρώπους (εκτίμηση για την οποία είμαι σχεδόν βέβαιος πως έχει πια μετανιώσει…).
Ωστόσο το ευρύτερο θέμα επανήλθε πρόσφατα: με την προβολή της «άποψης» ορισμένων συνταγματολόγων, σύμφωνα προς την οποία κάποιες -προς διερεύνηση, οπωσδήποτε δε αντικειμενικά υπαρκτές- ευθύνες του πρωθυπουργού για τις παρακολουθήσεις δημιουργούν -όχι πολιτική, αλλά- ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ υποχρέωση παραίτησής του. Με τους αρνούμενους τη σχετική άποψη (πχ Μαντζούφας) να μιλάνε για «αστόχαστο συνταγματικό λαϊκισμό», ο οποίος θεωρείται πως υπονομεύει την επιστημονικότητα του κλάδου, τους υποστηρικτές δε της (Σωτηρέλης) να καταλογίζουν στους αντίγνωμους «συνταγματικό απολογισμό υπέρ της κυβέρνησης».
Δεν θα επιμείνω πολύ στη σχετική διένεξη, αρκούμενος απλώς να θυμίσω πως στις μεν κοινοβουλευτικές δημοκρατίες υποχρέωση παραίτησης του πρωθυπουργού δημιουργεί η απώλεια της Δεδηλωμένης, στις δε προεδρικές τύπου ΗΠΑ ο αρχηγός της εκτελεστικής εξουσίας εξαναγκάζεται σε παραίτηση μετά από ποινική καταδίκη (ενώ σε κάθε δημοκρατία, κοινοβουλευτική, ημιπροεδρική ή προεδρική, η κριτική και η αποστασιοποίηση πολιτικών συμμάχων μπορεί να παράγει ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΙΕΣΗ προς την παραίτηση).
Με την ευκαιρία τα αναθέρμανσης, ωστόσο, του σχετικού διαλόγου -και επειδή το θέμα θα προκύψει ξανά σύντομα και με έμφαση- θα ήθελα να θυμίζω παλαιότερη «επιστημονική» άποψη δύο άλλων, φίλων μάλιστα, συνταγματολόγων, ενδεικτική του μέχρι πού φτάνουν οι διακονούντες τον σχετικό κλάδο, προκειμένου να δώσουν συνταγματικό κύρος σε οτιδήποτε συμβαδίζει με τις πολιτικές απόψεις τους ή/και τα συμφέροντά τους.
Λοβέρδος και Κοντιάδης, λοιπόν, υποστήριξαν παλαιότερα πως οι αρχηγοί κομμάτων έχουν ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΔΕΣΜΕΥΣΗ σε εκλογές με λίστα να τηρήσουν στην κατάρτιση των συνδυασμών τη σειρά των υποψηφίων που κατέγραψαν οι εκλογείς σε πρόσφατες εκλογές με σταυρό. Πώς όμως είναι δυνατόν να εμφανίζεται ως βάση της συνταγματικής λογικής κάτι που προσκρούει στην κοινή λογική; Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι…
Είναι δυνατόν να γίνει δεκτή η αποστέρηση από ένα κόμμα και την ηγεσία του της δυνατότητας μετά τις πρώτες εκλογές -με σταυρό- να συνεργαστεί ή να συγχωνευθεί με άλλο κόμμα; Ή ακόμη και να φιλοξενήσει στη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση στους συνδυασμούς του προσωπικότητα που δεν πολιτεύτηκε στην πρώτη εκλογή;
Αλλά ας δεχθούμε πως το νόημα της άποψης είναι ότι ο αρχηγός του κόμματος έχει συνταγματικό κώλυμα απλώς να αλλάξει στη δεύτερη εκλογή την καταγραφείσα σειρά μεταξύ των ήδη κατελθόντων την προηγούμενη. Πχ, ενώ θα μπορούσε να εμφανίσει νέους υποψήφιους, δεν μπορεί να βάλει στη λίστα πχ τον τρίτο πάνω από τον δεύτερο με βάση στην πρόσφατη εκλογή με σταυροδοσία. Αυτό και αν είναι παράλογο:
Κατά την κείμενη εκλογική νομοθεσία, στο πλαίσιο της οποίας υποστηρίχτηκε η προαναφερόμενη άποψη, μεταξύ των εκλογών με σταυρό και των εκλογών με λίστα μπορούν να μεσολαβήσουν έως και 18 μήνες. Στο διάστημα αυτό είναι δυνατόν πχ ο τρίτος να έκανε μια πολιτική κίνηση ή να είχε μια επιτυχία που ενθουσίασε τον λαό -πχ ως υπουργός Εξωτερικών να πέτυχε μια εξόχως εθνωφελή συμφωνία.
Αντίστοιχα ο δεύτερος μπορεί να αποκαλύφθηκε ότι λάμβανε από κάποιον αμφιλεγόμενο φορέα μια εξοργιστική για την κοινωνία αργομισθία, παράνομη αλλά ακόμη και νόμιμη. Θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι το Σύνταγμα δεν επιτρέπει στις κομματικές ηγεσίες, που θα λογοδοτήσουν για το εκλογικό αποτέλεσμα, τη συνεκτίμηση τέτοιων επιτυχιών ή τέτοιων συμπεριφορών;
Συμπέρασμα: Το Συνταγματικό Δίκαιο είναι ο πιο πολιτικός κλάδος του δικαίου. Από την αυτοσυγκράτηση των λειτουργών του εξαρτάται να μη χάσει τα όποια περιθώρια επιστημονικής αξιοπιστίας μπορεί να έχει…
* Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι συγγραφέας του βιβλίου «Ο Εθνικός Διχασμός και η κορύφωσή του. Η ΔΙΚΗ ΤΩΝ 'ΕΞΙ'. Εξιλασμός ή δικαστικός φόνος;», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη