Του Γιάννη Σιδέρη
Εγκαταλείπουμε το 2017 με μια λυμφατική ανάπτυξη που με δυσκολία θα αγγίξει το 1,6% όταν η θηριώδης ευκολία της κυβέρνησης το προέβλεπε 2,7%. Φυσική μεν, αναιμική δε αντίδραση. Όταν η χώρα είχε πιάσει πάτο το 2015, κάποια ανάκαμψη θα ερχόταν ως αντίδραση.
Εγκαταλείπουμε το 2017 με θετική προσμονή την αναβάθμιση των ομολόγων από την κατηγορία των σκουπιδιών, την ολοκλήρωση των δύο αξιολογήσεων, 3ης και 4ης, και την ολοκλήρωση των μνημονίων. Μόνο που τότε η χώρα θα ξεφύγει από το ήρεμο προστατευτικό λιμάνι των μνημονιακών επιτοκίων περί το 1%, για να ξανοιχτεί στο πέλαγος των αγορών, με τις ξαφνικές φουρτούνες και με επιτόκια περί το 4%.
Στο ενδιάμεσο η κυβέρνηση φιλοδοξεί να περάσει χωρίς να κινδυνεύσει να «ξωκείλει» την ταραχή των πλειστηριασμών, που ήδη δημιουργεί ρωγμές στο κύτος της, με «δολιοφθορείς» τους πρώην δικούς της, Παναγιώτη και Ζωή.
Εχει τα stress test των τραπεζών τον Φεβρουάριο (τα οποία stress test καθιστούν αναντίρρητους χιλιάδες πλειστηριασμούς), την ολοκλήρωση των 110 προαπαιτούμενων για την ολοκλήρωση της Τρίτης αξιολόγησης, μεταξύ των οποίων και η ουσιαστική απαγόρευση των απεργιών, που θα μείνει στην ιστορία ως το μελανό σημάδι της Αριστεράς (κανείς «γερμανοτσολιάς» ή «προσκυνημένος Δεξιός» - κατά το προκυβερνητικό Συριζαίικο λεξιλόγιο δεν το διανοήθηκε ως τώρα. Κάποτε το ΠΑΣΟΚ στα 80s επιχείρησε μια τέτοια προσέγγιση, και μόνο για τον Δημόσιο Τομέα, με το περίφημο «άρθρο 4», και έγινε της κολάσεως).
Εχει να αντιμετωπίσει τη εσωτερική δυσθυμία για τη μη νομοθετική προστασία της πρώτης κατοικίας , αλλά από αυτό δεν κινδυνεύει. Οι σύντροφοι δεν θα παραδώσουν τις προσοδοφόρες καρέκλες τους, για την πρώτη κατοικία του λαού. Ωστόσο η γκρίνια αποδομεί την εικόνα ομοθυμίας.
Εχει επίσης να αντιμετωπίσει τις ιδιωτικοποιήσεις, την πώληση μονάδων και περιουσιακών στοιχείων της ΔΕΗ (το «εθνικό έγκλημα», που έλεγε κάποτε), και φυσικά τα περί τα 80 προαπαιτούμενα της 4ης αξιολόγησης.
Η ασθενής ανάπτυξη του 1,6 %, όταν η Ευρώπη κυμαίνεται στο 2,2%, δεν αρκεί να επουλώσει τι πληγές, να καλύψει τις εκκρεμότητες που έχουν δημιουργηθεί σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, από την μακρόχρονη οικονομική απίσχνανση. Η υλικές συνθήκες της κοινωνίας, σύμφωνα και με μετρήσεις διεθνών ινστιτούτων, χειροτερεύουν. Η φτώχεια εξαπλώνεται, οι θέσεις εργασίας που αναγγέλλει αυτοδοξαστικά είναι θέσεις εργασιακής γαλέρας των 400 ευρώ, τα ταμεία συνεχίζουν να αιμορραγούν.
Είναι ηλίου φαεινότερον ότι η χώρα δεν θα έχει καθαρή έξοδο στις αγορές. Το είπε ο φιλικός Moscovici, το είπε ο Costello, το είπε ο Draghi (και ο Πρωθυπουργός μας του απάντησε «να λείπει τα βύσσινο», κατά τη δική του μαρτυρία), το είπε ο Στουρνάρας, του οποίου η επιστημοσύνη είναι δεδομένη, αλλά υπέστη αήθη επίθεση από τον ΣΥΡΙΖΑ. Αήθη γιατί όταν ο Κεντρικός Τραπεζίτης μιλάει, ο λόγος και να μη γίνει αποδεκτός, θα πρέπει τουλάχιστον να είναι ερέθισμα προβληματισμού, και όχι αφορμή πολιτικής επίθεσης. Μακάρι άλλωστε να είχαν ακούσει τις προειδοποιήσεις του Προβόπουλου και οι Κ. Καραμανλής και Γ. Παπανδρέου. Και να μην είχε αποσοβηθεί ολοσχερώς το δράμα που περνάμε, σίγουρα δεν θα είχαμε βυθιστεί τόσο πολύ στην αγριότητα των μνημονιακών μέτρων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ενδιαφέρεται για πιστοληπτική γραμμή στήριξης, απλούστατα γιατί θα πουλήσει το μύθο ότι απελευθέρωσε τη χώρα από τον εξουθενωτικό ζυγό των μνημονίων στα οποία «οι άλλοι μας έβαλαν». Ο λαός δεν γνωρίζει, ούτε ενδιαφέρεται να μάθει, ότι η έξοδος είναι δεδομένη και αναγκαία για τον απλούστατο λόγο ότι οι ευρωπαϊκοί λαοί δεν θα συναινέσουν να μας παράσχουν και άλλα δάνεια. Παράλληλα ευελπιστεί ότι θα έχει αρχίσει η συζήτηση για τη διευθέτηση του χρέους, ενώ θα προβεί και σε κάποιες κινήσεις, όπως η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων - που και αυτή είναι προαποφασισμένη αλλά θα την παρουσιάσει ως δική του αριστερή φιλεργατική πρωτοβουλία.
Εκεί στο μεταίχμιο, ανάμεσα στην τεχνητή ευωχία της «καθαρής εξόδου» που μας απάλλαξε από το βραχνά του μνημονίου, και πριν εισέλθουμε στον βραχνά της περικοπής συντάξεων για το 2019, θα κηρύξει εκλογές. Και αυτό δεν είναι εκτίμηση αλλά ρεπορτάζ επί των κυβερνητικών σχεδιασμών – προσώρας όμως. Διατηρούμε μια επιφύλαξη για τον λόγο ότι η κατάσταση είναι αρκετά ρευστή, ατυχή απρόοπτα μπορεί να συμβούν, και οι σχεδιασμοί να αλλάξουν.
Ετσι θα αφήσει στον Μητσοτάκη το επίπονο της μείωσης των συντάξεων και του αφορολόγητου, ενδεχομένως και το βάρος μιας πιστοληπτικής γραμμής στήριξης, και θα περιμένει να δρέψει εκλογικούς καρπούς, με την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας.