Η εξάπλωση Μητσοτάκη στο κέντρο και ο ένας κάποιος κίνδυνος
Shutterstock
Shutterstock

Η εξάπλωση Μητσοτάκη στο κέντρο και ο ένας κάποιος κίνδυνος

Νέα γενική  γραμματέας Ισότητας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων τοποθετήθηκε η κα Ζέφη Δημαδάμα, εκ του ΠΑΣΟΚ ορμώμενη. Σιγά τη είδηση βέβαια, δεν είναι λίγοι οι πρώην Πασόκοι που αξιοποιήθηκαν σε κυβερνητικές θέσεις. Ωστόσο, υπάρχει ουσιώδης διαφορά.

Οι υπόλοιποι Πασόκοι της ΝΔ, είχαν προηγουμένως διακόψει κάθε σχέση με το κόμμα τους. Προσελκύσθηκαν από τον Κυριάκο Μητσοτάκη στην αρχική του περίοδο ως προέδρου της ΝΔ, εμπιστεύτηκαν το σχέδιό του για την ανάταξη της χώρας, πριν αυτός κατακτήσει την εξουσία. Εξαίρεση  ο Γιωργος Φλωρίδης, αλλά και αυτός ως φορέας ισχυρών απόψεων, είχε πάψει από χρόνια τις οργανωτικές σχέσεις με το  ΠΑΣΟΚ. 

Η κα Δημαδάμα ήταν ως χθες μέλος της Κ.Ε. ενώ έχει διατελέσει αναπληρώτρια εκπρόσωπος τύπου. Λογική ήταν η άμεση διαγραφή της από το κόμμα της. 

Αιτιολόγησε την απόφασή της γράφοντας μεταξύ άλλων ότι «η Γενική Γραμματεία Ισότητας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναφέρεται στον πυρήνα του ευρωπαϊκού συστήματος αξιών. Αποδέχθηκα την πρόταση να τεθώ επικεφαλής αυτής της Γραμματείας με αίσθημα ευθύνης και χρέους για να καταθέσω την εμπειρία και τη γνώση που απέκτησα έχοντας αφιερώσει σε αυτά τα κρίσιμα για τη δημοκρατία ζητήματα όλες μου τις δυνάμεις διαχρονικά και επιδιώκοντας πάντα τις ευρύτερες δυνατές συναινέσεις».

Βέβαια, προεκλογικά δεν έδειχνε τόσο ευκρινές πνεύμα συναινέσεων, σύμφωνα με κάποιες προεκλογικές αναρτήσεις της. Οπως αυτή  του Μαΐου στην οποία τόνιζε: «καμιά συγκυβέρνηση με τη ΝΔ. Ο Ν. Ανδρουλάκης το ξεκαθάρισε. Αν δεν υπάρχει αυτοδυναμία, ας βρουν    άλλα κόμματα και όχι το ΠΑΣΟΚ, να συγκυβερνήσουν». Βέβαια, μιλούσε για το ΠΑΣΟΚ,  όχι… για τον εαυτό της!     

Ουδείς αμφιβάλει για την οργανωτική ικανότητα, τις επιστημονικές γνώσεις, την εμπειρία και την εξειδικευμένη γνώση του θέματος, καθώς ήταν αντιπρόεδρος Γυναικών του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος, πρώην γενική διευθύντριας του Διεθνούς Κέντρου Μελετών Ευξείνου Πόντου, κ.α.

Η αποδοχή του διορισμού της δείχνει τη ρευστοποίηση της αντιπολίτευσης. Ο Μητσοτάκης παραμένει κυρίαρχος και πείθει ότι παράγει έργο, και  όσοι προσχωρούν νιώθουν ότι έχουν προοπτική στο γενικό πλαίσιο προοπτικής της χώρας. Την ίδια στιγμή η αντιπολίτευση, και δη η αξιωματική, τη μόνη πολιτική που γνωρίζει είναι η αναποτελεσματική και αντιπαραγωγική της στείρας άρνησης. Μια πολιτική που της  αφαιρεί εικόνα μελλοντικής κυβερνησιμότητας

Ακόμη π.χ. και στο νομοσχέδιο για την ψήφο των Αποδήμων, όχι μόνο δεν το ψήφισε αλλά κατήγγειλε παιχνίδι εντυπώσεων εκ μέρους της κυβέρνησης, η οποία δήθεν αντιμετωπίζει τους απόδημους ως εκλογικό κοινό. Την επιθυμία των ίδιων των αποδήμων δεν την προσμετρά! 

Και αυτή η άρνηση δεν οφείλεται στο γεγονός ότι βρίσκονται ανάεροι και αμήχανοι επειδή δεν έχουν αρχηγό να πάρει την τελική απόφαση επί ενός αιχμιακού θέματος. Οφείλεται στην κεκτημένη ταχύτητα πολιτικής του όχι σε όλα. Αυτά έμαθαν δεκαπέντε χρόνια με τον Τσίπρα, αυτά κάνουν. 

Ο Πρωθυπουργός έχει κατανοήσει την κούραση του κόσμου και την ελπίδα του για ικανή διοίκηση σε ένα κράτος διαρκές μπάχαλο. Γι’ αυτό προσκαλεί αυτούς που θεωρεί ικανούς να κάνουν τη δουλειά. Και είναι δεδομένο ότι οι πασόκοι την ξέρουν. 

Παράλληλα με αυτές τις προσκλήσεις επιτείνει την περαιτέρω διείσδυση στον κεντρώο χώρο. Ο δρόμος αυτής της διείσδυσης είναι απρόσκοπτος. Τον αφήνει ανοιχτό η κατάρρευση των αριστερών ιδεολογιών. Το κέντρο ανεξαρτήτως αριθμητικού όγκου, είναι ο χώρος που συγκεντρώνει τα πλέον προωθημένα, δυναμικά και παραγωγικά τμήματα της κοινωνίας. 

Η τακτική αυτή δημιουργεί προϋποθέσεις ιδεολογικής και πολιτικής ηγεμονίας που ήδη δείχνουν να εξαπλώνονται χρονικά και να  διαπερνούν τον ορίζοντα της τετραετίας. Ωστόσο, αυτός ο «βοναπαρτισμός» Μητσοτάκη ενδέχεται να κυοφορεί κάποιους κινδύνους, εάν για λόγους που ανάγονται σε έκτακτα εξωγενή γεγονότα, η κυβέρνηση απογοητεύσει.   

Σε αυτή τη φάση καραδοκεί ο ακροδεξιός αντισυστημισμός, ενισχυμένος από τους ανέμους της αντίστοιχης ευρωπαϊκής στροφής. Τα συστημικά κόμματα, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, παρουσιάζονται αδύνατα να εμπνεύσουν οραματικά και να πείσουν προγραμματικά ότι αποτελούν εναλλακτική λύση. Τι μένει;