Η αριστερή δυσανεξία έναντι της αλήθειας
Eurokinissi/ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
Eurokinissi/ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ

Η αριστερή δυσανεξία έναντι της αλήθειας

Να πω ότι εντυπωσιάστηκα για την «παρέμβαση» της κυρίας Τσαπανίδου σε τηλεοπτική εκπομπή, επειδή δεν της άρεσε η γνώμη ενός δημοσιογράφου, θα πω ψέματα.

Όπως ψέματα θα πω, ότι με προβλημάτισε η ανακοίνωση που εξέδωσε ο ΣΥΡΙΖΑ, λέγοντας πως πίσω από την άποψη του δημοσιογράφου, κρύβεται η Νέα Δημοκρατία. Δεν εντυπωσιάστηκα και δεν προβληματίστηκα, γιατί πολύ απλά, εδώ και δεκαετίες γνωρίζω πολύ καλά τη δυσανεξία της ελληνικής αριστεράς στην άλλη άποψη, εν γένει και πολύ περισσότερο, στην αντίθετη με τον δικό της τρόπο προσέγγισης της πραγματικότητας και της αλήθειας.

Όπως γνωρίζω πολύ καλά την καθεστωτική της νοοτροπία να ελέγχει τον δημόσιο χώρο μέσω φιλικά προκείμενων ΜΜΕ. Δεν μπορώ, άλλωστε, να ξεχάσω το διαδικτυακό παρακράτος, το οποίο έχει αποτυπωθεί με την τηλεοπτική κάμερα, το διάστημα του λεγόμενου αντιμνημονιακού αγώνα με τις ανοίκειες επιθέσεις «ανώνυμων χρηστών» και εκατοντάδων τρολ σε χρήστες των Σελίδων Κοινωνικής Δικτύωσης, το διαβόητο πλέον, Ινστιτούτο της Φλωρεντίας και τις γνωμοδοτήσεις τους, ούτε την ίδρυση και έλεγχο ΜΜΕ με εγγύηση κάποια ανύπαρκτων τίτλων ιδιοκτησίας βοσκοτόπια.

Η αλήθεια είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, η ηγετική του ομάδα, αλλά και το επικοινωνιακό του επιτελείο, διακατέχονται από εκνευρισμό - για να μην πω πανικό – όσο δημοσιοποιούνται δημοσκοπήσεις, στις οποίες φαίνεται η αναποτελεσματική, απωθητική για την μεσαία τάξη, επικοινωνιακή τους πολιτική.

Επενδύοντας στον αριστερό μιζεραλιμπισμό, ο ΣΥΡΙΖΑ, νομίζει πως ζει στο 2010 - 2012 και θεωρεί πως οσονούπω θα γεμίσουν και πάλι οι πλατείες με αγανακτισμένους. Το προσπάθησε πολύ κατά τη διάρκεια της πανδημίας, επενδύοντας και στο αντιεμβολιαστικό κίνημα, μα το κρεσέντο ήταν η τραγωδία των Τεμπών και η ανήθικη προσπάθεια εκμετάλλευσης του ανθρώπινου πόνου.

Το ζήτημα της αντίδρασης σε κάθε μη αρεστή γνώμη, έχει βαθύτερα αίτια. Πηγάζει στην μεταφυσική πίστη πως το κόμμα κατέχει τη μία, μοναδική και απόλυτη αλήθεια και κάθε άλλη γνώμη δεν αντιμετωπίζεται ως ετεροδοξία, μα ως αίρεση – στην καλύτερη των περιπτώσεων - ή ως θανάσιμα εχθρική. Κάθε φορέας αντίθετης γνώμης θα πρέπει να απαξιωθεί ή/και να εξοντωθεί ηθικά, έτσι ώστε η άποψή του να αποδυναμωθεί, αν όχι να εξαφανιστεί. Πρόκειται για μια βαθιά ολοκληρωτική άποψη περί δημόσιου διαλόγου.

Ειρήσθω εν παρόδω, κακώς αγανάκτησε και παρενέβη η κυρία εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ. Με μία μικρή, στοιχειώδη αναζήτηση στα δημοσιεύματα της εποχής της δίκης των μελών της 17Ν θα έβρισκε όλα τα ονόματα των στελεχών του κόμματος που εκπροσωπεί και κατέθεσαν ως μάρτυρες υπεράσπισης των κατά συρροή δολοφόνων.

Το ίδιο εύκολα, θα μπορούσε να βρει και τα ονόματα εκείνων που συμμετείχαν στις εκδηλώσεις αλληλεγγύης προς τον Κουφοντίνα, όταν ο τελευταίος αποφάσισε πως θα αποφασίζει ο ίδιος πότε, πού και πως, θα εκτίσει την ποινή του.

Γιατί μπορεί να ισχυρίζεται πως είναι λαϊκός αγωνιστής κατά του συστήματος, μα όταν πρόκειται για την καλοπέρασή του, επικαλείται το αστικό καθεστώς, το οποίο διασφαλίζει τα δικαιώματα καθενός, ακόμη κι αν έχει καταδικαστεί για πολλαπλές δολοφονίες αθώων ανθρώπων.

Αντιλαμβάνομαι πως η κυρία εκπρόσωπος υπηρέτησε ένα άλλο είδος δημοσιογραφίας, όπου η ενδελεχής έρευνα και τεκμηρίωση δεν ήταν στις πρώτες προτεραιότητές της. Αδικεί, όμως, τον εαυτό της με τέτοιες παρεμβάσεις. Στην Ελλάδα, όπως και στον υπόλοιπο Δυτικό κόσμο, έχουμε κατακτήσει ως δημοσιογράφοι το δικαίωμα στη γνώμη, στην άποψη. Κρινόμαστε γι’ αυτό καθημερινά από τους αναγνώστες, τους ακροατές, τους τηλεθεατές. Και κρινόμαστε πολύ αυστηρά.

Κάθε προσπάθεια υπαγόρευσης συναντά αντίσταση, ανάλογα με τις αντοχές του καθενός. Είναι πολλοί εκείνοι, όμως, που παρά τις επιθέσεις, τις υπαγορευμένες διαγραφές από το συνδικαλιστικό σωματείο και την κατευθυνόμενη «αγανάκτηση» του διαδικτυακού παρακράτους, υπερασπίστηκαν το δικαίωμα της γνώμης, αγνοώντας τις συνέπειες και καταβάλλοντας υψηλό προσωπικό κόστος, σε καιρούς δύσκολους και ζοφερούς.

Θα ήταν λοιπόν, φρονιμότερο, η κυρία εκπρόσωπος, να φροντίσει για την αρτιότερη παρουσίαση των θέσεων του κόμματος της στο ευρύ κοινό και να αφήσει τις παρεμβάσεις, τις νουθεσίες, τις υποδείξεις και τις κατηγορίες προς τους δημοσιογράφους, με την γνώμη των οποίων δεν συμφωνεί. Δεν είναι αυτή η δουλειά της.