Η κυβέρνηση έφταιξε για τα Τέμπη. Οι παραλείψεις της όπως και οι καθυστερήσεις στην υλοποίηση των σχεδιασμών της αποτελούν μέρος της ευθύνης που βαραίνουν τη δική της αδυναμία να εξαλείψει μια παθογένεια ριζωμένη στο βαθύ παρελθόν του ελληνικού κράτους. Το σκοτεινό παράδειγμα του ΟΣΕ συναγωνίζεται άλλες περιπτώσεις για την αντιπροσωπευτικότερη εκδοχή αυτής της συνθήκης που ακόμη δεν έχει καταπολεμηθεί. Ο καταλογισμός σε βάρος της τρέχουσας διακυβέρνησης θα κριθεί όμως ταυτόχρονα με το πολιτικό υπόδειγμα που εφαρμόζει τόσο στην ανάληψη της ευθύνης όσο και στην προσπάθεια ανάταξης του συγκοινωνιακού αγαθού που προσφέρει ο ελληνικός σιδηρόδρομος.
Ζητούμενο αυτού του οδικού χάρτη δεν είναι ο συμψηφισμός, όπως διαμηνύει η πλειοψηφία, αλλά η εξεύρεση κοινής ράγας που θα αποτρέψουν «νέα Τέμπη», αλλά και την επανάληψη τραγικών συμβάντων όπως το θανατηφόρο σιδηροδρομικό δυστύχημα το Μάιο του 2017 στο Άδενδρο Θεσσαλονίκης. Προαπαιτούμενο είναι η κοινή δράση ως αντίδοτο στους βανδαλισμούς και στην αδυναμία αποκατάστασης των ζημιών, με συνέπεια να σταματήσει σταδιακά και η λειτουργία του παλιού συστήματος, της προηγούμενης τεχνολογίας, όπου αυτό υπήρχε.
Υποχρέωση είναι η αναγνώριση των σφαλμάτων που έρχονται από το παρελθόν, όπως οι διαδοχικές παρατάσεις και οι υπογραφές συμπληρωματικών συμβάσεων σε ένα έργο που όπως το σύστημα τηλεδιοίκησης, που υπεγράφη το 2014 και είχε προγραμματιστεί να ολοκληρωθεί το 2016. Μάλιστα, το 2018, ενώ υπήρχε και η έγκριση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η συμπληρωματική σύμβαση του έργου δεν υπογράφηκε ποτέ. Αναπόσπαστο μέρος αυτής της αλλαγής είναι και οι χρόνοι απόκρισης δομών του ελληνικού Κράτους σε ό,τι αφορά προμήθειες, αποφάσεις επί προσφυγών, προσλήψεις.
Όλα αυτά βάζει στο τραπέζι της δημόσιας συζήτησης πάντα υπό το πρίσμα της αυτοκριτικής η κυβέρνηση, αναζητώντας ελάχιστα σημεία επαφής για την απαραίτητη σύγκρουση με το παλιό και την φθορά της πραγματικής συντήρησης. Απέναντι σε αυτή την ψύχραιμη αποτίμηση αντιπαραβάλλονται ο μηδενισμός, οι γενικοί αφορισμοί, αλλά και τα ψέματα που διακινούνται με ιλιγγιώδη ρυθμό μέσα από έναν προπαγανδιστικό μηχανισμό που στόχο δεν έχει την αποκάλυψη των αιτίων αλλά με όρους πολιτικής ευτέλειας την παραγωγή, μετρήσιμου, μικροκομματικού οφέλους.
Η αντιπολιτευτική βουλιμία του ΣΥΡΙΖΑ είναι τέτοια που στήριξε τη δήθεν παραπομπή της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό δικαστήριο για ζητήματα ασφάλειας των σιδηροδρόμων. Επεκτάθηκε στο υποτιθέμενο, γαλάζιο ρουσφέτι, χάρη στο οποίο έγινε ο διορισμός του μοιραίου σταθμάρχη που κάποιοι δεν δίστασαν να χρεώσουν ακόμη και στον πρωθυπουργό. Τα κρούσματα αυτής της ανίερης, πολιτικά, παθολογίας πολλαπλασιάζονται με τις μομφές για την επιτροπή των εμπειρογνωμόνων που θα υποκαθιστούσε την δικαιοσύνη. Ακόμη χειρότερα με τη δήθεν απαγόρευση στις οικογένειες να παραλάβουν και να πενθήσουν τους νεκρούς τους όπως οι ίδιες επιθυμούσαν.
Ο ΣΥΡΙΖΑ διανθίζει αυτές τις κατηγορίες και με επιτόπιες αυτοψίες όπως του Γιάννη Ραγκούση. Μια ενέργεια με την οποία η επιδίωξη της Κουμουνδούρου ήταν μεγαλώσει τον «κυματισμό» της «σημαίας» για ακόμη μια έωλη καταγγελία που αφορούσε στην εγκατάλειψη του έργου της τηλεδιοίκησης η οποία συνέβη τάχα επί των ημερών της παρούσας Κυβέρνησης. Η… «έρευνα» του κ. Ραγκούση, τεκμηριώθηκε με την επίκληση μαρτυριών εν ενεργεία σταθμαρχών, ότι υπήρχε τηλεδιοίκηση στο σταθμό της Λάρισας η οποία έστω και προβληματικά λειτουργούσε έως το καλοκαίρι του 2019. Για τη χαλκευμένη κατηγορία όμως δεν χρειάστηκε να αντιδράσει η κυβέρνηση. Το σαθρό υπόβαθρο της ξεσκεπάστηκε από τον ίδιο τον ΟΣΕ.
Φωτίζοντας την πραγματικότητα και αυξάνοντας την αρνητική έκθεση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο οργανισμός καθιστά σαφές ότι από τον Ιούλιο του 2015 μετά την πυρκαγιά στην περιοχή του Λιτοχώρου, η τηλεδιοίκηση Λάρισας υποβαθμίστηκε σημαντικά και πρακτικά έπαψε να λειτουργεί ως πλήρης τηλεδιοίκηση. Παρότι ο τομεάρχης διαφάνειας του ΣΥΡΙΖΑ υποστήριζε στη δημόσια τοποθέτηση του: «η λειτουργία της τηλεδιοίκησης από το 2004 μέχρι το 2019 είχε ως αποτέλεσμα να υπάρχει ο χώρος εδώ που βρίσκεται ο εκάστοτε σταθμάρχης την ώρα που πηγαινοέρχονται τα τραίνα, και να υπάρχει και να λειτουργεί το κέντρο της τηλεδιοίκησης με σταθμάρχη τηλεδιοίκησης».
Καταρρίπτοντας και αυτό το σκέλος ο ΟΣΕ ξεκαθαρίζει ότι: «Δεν υπήρχε δυνατότητα τηλεχειρισμών για τη χάραξη διαδρομών μεταξύ των Σταθμών παρά μόνο διευθέτηση μεμονομένων αλλαγών τροχιάς» και αποκαλύπτοντας το μέγεθος της πολιτικής εξαπάτησης προσθέτει: «Μετά τη φωτιά του Ιουλίου του 2019 στην περιοχή της Ζάχαρης Λάρισας, κατεστράφησαν τα καλώδια και ο εξοπλισμός και η τηλεδιοίκηση Λάρισας βγήκε ολοκληρωτικά εκτός λειτουργίας και καταργήθηκε». Κανένας από τους λαλίστατους εκπροσώπους της Κουμουνδούρου όμως δεν αντέκρουσε αυτήν την απάντηση.