Η κακοδαιμονία του ελληνικού κράτος με τον σιδηρόδρομο είναι διαχρονική. Ανέκαθεν τα ιδιωτικά συμφέροντα, αντιστρατεύονταν ένα σύγχρονο σιδηροδρομικό δίκτυο. Τον 19ο αιώνα λόγω έλλειψης δρόμων οι καραβοκύρηδες είχαν στα χέρια τους τις συγκοινωνίες και έβλεπαν ανταγωνιστικά τη δημιουργία σιδηροδρομικού δικτύου. Έτσι η Ελλάδα υπήρξε η τελευταία βαλκανική χώρα, που έφτιαξε σιδηρόδρομο.
Χαρακτηριστικά ο Κουμουνδούρος το 1879, με δεδομένη την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας, υπέγραψε συμβάσεις με εταιρεία γαλλικών συμφερόντων για την κατασκευή τεσσάρων σιδηροδρομικών γραμμών κανονικού (διεθνούς) εύρους 1.435 χιλιοστών, δίνοντας προτεραιότητα στη σύνδεση του εσωτερικού δικτύου της χώρας με το βαλκανικό δίκτυο, και επιθυμούσε να μεταβάλει την Ελλάδα σε έναν διεθνή κόμβο για τις μεταφορές προς την Αίγυπτο και την Ινδία μέσω του λιμένα του Πειραιά.
Ο Τρικούπης, που τον διαδέχτηκε το 1882, κάτω από πιέσεις, ακύρωσε αυτές τις συμφωνίες και επέλεξε ένα σιδηροδρομικό δίκτυο που θα συνέδεε κατά προτεραιότητα την Αθήνα με τις σταφιδοπαραγωγές περιοχές της Πελοποννήσου και με τα Μεταλλεία Λαυρίου, οι δε θεσσαλικές γραμμές (Λάρισας-Βόλου και Καλαμπάκας-Βελεστίνου) εξυπηρετούσαν το εμπόριο σιτηρών των γαιοκτημόνων της Θεσσαλίας. Και οι τρεις ήταν μετρικού εύρους, ασύμβατες με τα διεθνή δίκτυα, και κατασκευάστηκαν σχετικά σύντομα.
Η γραμμή Αθήνας-Λάρισας, η μόνη με εύρος 1.435 χιλιοστών, συμβατή με τα διεθνή δίκτυα, ανατέθηκε σε αγγλικό κατασκευαστικό οίκο καθυστέρησε απελπιστικά και οι Άγγλοι κατασκευαστές θα την εγκαταλείψουν το 1893, αφού είχαν εισπράξει 20 εκατομμύρια φράγκα· η κατασκευή της θα ξαναρχίσει το 1900 για να φθάσει στα σύνορα με την Τουρκία μόλις το 1909! Η σύνδεσή της με τα διαβαλκανικά δίκτυα θα δρομολογηθεί εν τέλει από τον Βενιζέλο στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων.
Σήμερα, τα συμφέροντα που συνδέονται με τις οδικές μεταφορές, τις αντιπροσωπείες αυτοκινήτων, τις κατασκευαστικές εταιρείες, κ.λπ. μέσα σε μια μικροελλαδική οπτική βλέπουν ανταγωνιστικά τον σιδηρόδρομο. Έτσι, δεν δημιουργήθηκε η σιδηροδρομική Εγνατία μέχρι την Ηγουμενίτσα και ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί η διασύνδεση των σιδηροδρόμων της Πελοποννήσου με κείνους της κεντρικής γραμμής. Και είναι βέβαιο ότι αν δεν πιεζόταν και δεν χρηματοδοτούνταν η Ελλάδα από την Ευρωπαϊκή Ένωση ούτε καν η διπλή γραμμή δεν θα είχε πραγματοποιηθεί.
Όμως η δράση των οικονομικών λόμπυ και των ιδιωτικών συμφερόντων δεν αρκεί για να εξηγήσει την πλήρη απαξίωση των σιδηροδρόμων και τις εγκληματικές συμπεριφορές. Είναι χαρακτηριστικά όσα δημοσιεύτηκαν για την εγκληματική συμπεριφορά του σταθμάρχη της Λάρισας, τη στάση των άλλων εμπειρότερων σταθμαρχών, του προϊστάμενού τους που έσπευσε να λάβει αναρρωτική άδεια για να μην βγει σε αργία, την συμπεριφορά του διευθυντή της κλινικής να τον εξυπηρετήσει κ.λπ.
Ωχαδερφισμός που εκφράζεται και στο επίπεδο της Πολιτείας: Άφησε απροστάτευτο το δίκτυο και λεηλατήθηκε από ομάδες τσιγγάνων και την μαφία του χαλκού. Στη συνέχεια, για χρόνια σέρνονταν η υλοποίηση του έργου αποκατάστασης της τηλεδιοίκησης, ενώ επέτρεπε στις εταιρείες υλοποίησης του έργου να κάνουν ότι θέλουν.
Την περίοδο της ύστερης Μεταπολίτευσης έχουμε επιμείνει ιδιαιτέρως στο φαινόμενο του εθνομηδενισμού και αυτός δεν περιορίζεται μόνο στα εθνικά θέματα, π.χ. στην στάση έναντι της Τουρκίας, αλλά διαποτίζει το κοινωνικό σύνολο με τη μορφή ενός γενικευμένου ωχαδερφισμού.
Ο εθνωχαδερφισμός είναι η άλλη όψη του νομίσματος του εθνομηδενισμού. Ένα έθνος δίχως αξίες, που δεν αντιλαμβάνεται την πατρίδα ως ένα υψηλό ιδανικό της συμπεριφέρεται ανάλογα. Είναι το αρνητικό υποπαράγωγο της μεταπολίτευσης. Μέσα στο κλίμα του άκρατου ατομικισμού και δικαιωματισμού χάθηκαν διαχρονικές αξίες, όπως η έννοια του καθήκοντος, και η ηθική αξία της εργασίας και όχι μόνο ο «έρωτας» της πατρίδας.
Μάλλον επειδή χάθηκε αυτός ο τελευταίος χάθηκαν και τα υπόλοιπα.. Χάθηκε η αίσθηση του συλλογικού συμφέροντος και της εργασίας ως προσφοράς. Αντιθέτως, επικράτησε η λογική του όσα πάνε και όσα έρθουν, αρκεί εμείς να βολευτούμε ή να ψιλοβολευτούμε.
Το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη, ωστόσο, καταθορύβησε τους Έλληνες με τρόπο ανάλογο με αυτόν του 2020, όταν η επίθεση του Ερντογάν στον Έβρο και το θερμό καλοκαίρι στο Αιγαίο αφύπνισαν τους Έλληνες και τους έθεσαν ενώπιον του κινδύνου που συνιστά η νεοθωμανική Τουρκία.
Το καμπανάκι που χτύπησε υποχρέωσε την πολιτική τάξη να ασχοληθεί με τις ένοπλες δυνάμεις, να επανεξοπλίσει τη χώρα, να αναβαθμίσει και να συντηρήσει τα υπάρχοντα οπλικά συστήματα, να ενεργοποιηθεί η εξωτερική πολιτική μας, να κάνουμε συμμαχίες με την Γαλλία, την Αίγυπτο κ.λπ.
Το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη φέρνει το ανάλογο ξάφνιασμα στον εσωτερικό τομέα, της οργάνωσης του Κράτους μας. Έπρεπε να χαθούν 57 άνθρωποι, και κυρίως νέοι, για να κατανοήσουμε ότι πρέπει να γίνει μια ολοκληρωτική ανατροπή ενός σάπιου συστήματος, αλλά να αλλάξουμε και οι ίδιοι.
Εισερχόμαστε λοιπόν σε μια δεύτερη περίοδο της μετα-μεταπολιτευτικής περιόδου μετά το 2019-2022 που έχει να κάνει με την εσωτερική οργάνωση του κράτους μας και τη δόμηση μιας κοινωνίας με αξίες. Η εθνική αφύπνιση που προϋπήρξε για το μεταναστευτικό και την απειλή της Τουρκίας είναι αναγκαίο να περάσει σε ένα δεύτερο πεδίο, την εσωτερική αναδιοργάνωση της χώρας, την ενίσχυση της παραγωγικής μας βάσης, αλλά και την οργάνωση των δομών του κράτους, με βάση την αξιοκρατία.
Οι συμπολίτες μας δεν θα σκοτώνονταν αν δεν υπήρχε αυτή η τραγική αλληλουχία ωχαδερφισμού από την κορυφή του υπουργείου Μεταφορών μέχρι τους σταθμάρχες, του μηχανοδηγούς κ.λπ.
Το παλιό σύστημα με τους πολιτικούς γόνους μεγάλων οικογενειών που ανέρχονται στην πολιτική ή το διευρυμένο πελατειακό κράτος που βολεύει του ημετέρους πρέπει να τιναχθεί στον αέρα, γιατί αυτό αποτελεί προϋπόθεση να προχωρήσει η χώρα και στα υπόλοιπα πεδία.
Το «επιτελικό κράτος» στην ουσία σημαίνει τη συγκέντρωση εξουσιών στο κέντρο της κυβέρνησης γιατί αυτή δεν έχει εμπιστοσύνη, και δικαίως, στο ίδιο της το κόμμα, την δημόσια διοίκηση και τους μηχανισμούς, που διαχρονικά στέκονται ανάμεσα στο κόμμα που κυβερνά και το δημόσιο, δηλαδή την διαπλοκή.
Και αποδείχτηκε ότι δεν αρκούσε για να αποφευχθούν μεγάλες κρίσεις όπως οι πυρκαγιές του 2021, η χιονόπτωση του 2022 και φυσικά η τραγωδία στα Τέμπη. Γιατί προϋποθέτει πως υπάρχει ένας μηχανισμός έτοιμος να λειτουργήσει. Διαφορετικά, γίνεται στρατηγείο χωρίς στρατό. Και για να έχεις στρατό αυτός πρέπει να έχει ένα όραμα που να τον συνέχει, αυτόν και όλη την κοινωνία. Οι Έλληνες δεν είναι Γερμανοί, κρατοκεντρικοί. Πρέπει να έχουν όραμα και αξίες για να λειτουργούν υπεύθυνα.
Δηλαδή οι αλλαγές των νοοτροπιών και του κράτους που είναι μακράς πνοής δεν μπορούν να υλοποιηθούν αντανακλαστικά μόνο, απέναντι στο άμεσο πρόβλημα αν δεν υπάρχει πίσω τους αυτό το όραμα και αυτό είναι αυτό που λείπει από το πολιτικό σύστημα. Η ύπαρξη ενός οράματος για τον ελληνισμό που να πείσει τους Έλληνες ότι αξίζουμε την ιστορική συνέχεια μας και επομένως έχει νόημα να υπάρχει συνέπεια λόγων και πράξεων.
Ο τραγικός –εγκληματικός– θάνατος τόσων ανθρώπων ευελπιστούμε ότι δεν θα πάει χαμένος και ότι θα προκαλέσει μια τεράστια κρίση στο παλιό πολιτικό και πελατειακό σύστημα και θα μας βάλει μπροστά σε νέες ευθύνες. Στη συλλογική συνειδητοποίηση – προπαντός την πολιτική εξουσία– ότι ο ελληνισμός έχει μια τελευταία ευκαιρία επιβίωσης και θα απαιτηθεί μια συλλογική ανορθωτική προσπάθεια, με στόχο την ιστορική επιβίωση του και τη μεταβολή του σε Ακρίτα της Ευρώπης και προζύμι της ενοποίησής της.