Η φράση Μητσοτάκη «να μην εγκλωβιστεί η χώρα σε μια αφόρητη πολιτική τοξικότητα» είναι μεν αυτονόητη αλλά στους καιρούς που διανύουμε, ήταν ευνόητο να εκληφθεί ως σήμα για το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών, παρότι δήλωσε την προσήλωσή του στην ολοκλήρωση της τετραετίας.
Ως κερασάκι «επιβεβαίωσης» ήρθε και το παραπολιτικό της «Καθημερινής», ότι οι εργαζόμενοι στα γραφεία της ΝΔ πήραν άδεια ως τις 15 Αυγούστου. Βέβαια όπως σημειώνει η εφημερίδα «η ετοιμότητα που πράγματι υπάρχει για εκλογές, δεν σημαίνει απαρεγκλίτως πως στο τέλος θα γίνουν κιόλας. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα».
Όπερ ο Αύγουστος μπορεί να αποβεί «καυτός» για το πολιτικό σκηνικό, καθώς οι πρόωρες εκλογές έχουν αρκετά θετικά για την κυβέρνηση.
Τα θετικά εντοπίζονται στο ότι θα μιλήσει ο λαός σε μια εξόχως δύσκολη συγκυρία και ο ΣΥΡΙΖΑ - εφόσον αποδοκιμαστεί - θα αναγκαστεί να σταματήσει η τοξική αντιπολίτευση. Σε περίπτωση νέας λαϊκής αποδοκιμασίας, μόνο τότε έχει ελπίδες (όσο του επιτρέπει η πολιτική του κουλτούρα) να αποβάλει την υστερική αήθη τοξικότητα, να αναπροσανατολισθεί, και να μεταβληθεί σε κεντροαριστερό κόμμα.
Παράλληλα η κήρυξη εκλογών τον Σεπτέμβριο, βρίσκει σχετικά ανέτοιμα το δεύτερο και τρίτο κόμμα, αφού τώρα αναδύθηκαν από τα συνέδριά τους με νέα συλλογικά «διευθυντήρια»: Νέους Γραμματείς και νέες διευθυντικές ομάδες. Και τα δύο κόμματα δεν έχουν προλάβει να διαμορφώσουν προεκλογικό πρόγραμμα.
Ο Ανδρουλάκης τώρα το συγκροτεί, ενώ το όποιο προεκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ως μη γενόμενο. Συρραφή συνθημάτων και υποσχέσεων θα είναι όπως ήταν το… ένδοξο της Θεσσαλονίκης. Μια υπερφιλόδοξη κενόδοξη και κενόηχη κατασκευή που κατέρρευσε στην πίεση της 17ωρης διαπραγμάτευσης.
Παράλληλα οι εκλογές τον Σεπτέμβρη μπλοκάρουν τη δημιουργία ρεύματος προς άγραν ψήφων σε κινήσεις που εκδηλώθηκαν και βρίσκονται δεξιόθεν της ΝΔ.
Εφόσον δεν εκδηλωθούν πυρκαγιές σε μέγεθος και βαθμό που θα επιφέρουν πολιτικό κόστος, το τοπίο θα είναι εύκρατο. Ο κόσμος θα βρίσκεται υπό τη θερινή χαλαρότητα, υπό την επίδραση των έστω και ακριβών διακοπών, και με την ανεργία μειωμένη λόγω της ενασχόλησης στον τουρισμό. Και βεβαίως θα είναι πριν εκδηλωθεί μια ενδεχόμενη αναβίωση της πανδημίας, και κυρίως πριν έρθει ο αναμενόμενος σκληρός στα ενεργειακά και οικονομικά χειμώνας.
Στην παρούσα συγκυρία δεν αποτελεί προτέρημα μόνο το δημοσκοπικό προβάδισμα της ΝΔ, αλλά κυρίως η κυριαρχία Μητσοτάκη επί του Τσίπρα. Στη φιλική προς τον ΣΥΡΙΖΑ «Εφημερίδα των Συντακτών», η έρευνα της Prorata έδειξε «υπεραξία» του Πρωθυπουργού έναντι του προκατόχου του.
Ο Μητσοτάκης υπερισχύει του Τσίπρα στην ικανότητα επίλυσης προβλημάτων με 40% έναντι 25% του Τσίπρα, ενώ θεωρείται συνεπέστερος σε ό,τι υπόσχεται, με 42% έναντι 22% (μεγάλο ποσοστό για τον Τσίπρα, αν προσμετρήσει κανείς το πρόγραμμα Θεσσαλονίκης και το δημοψήφισμα). Παράλληλα θεωρείται ικανότερος στη διαχείρισης των οικονομικών της χώρας με 41% έναντι 27% του Τσίπρα (παρότι ο πρώην υπουργός είχε δηλώσει τον Ιανουάριο του 2019 ότι η Οικονομία είναι το «ατού» του).
Ακόμη και στα πιο κοινωνικά θέματα, αυτά που αποτελούν προνομιακό πεδίο της Αριστεράς, ο Τσίπρας προηγείται μεν, αλλά προηγείται αμυδρά. Π.χ. στο 'ποιος από τους δύο αισθάνεται τα προβλήματα και τις ανησυχίες των πολιτών', ο Τσίπρας λαμβάνει το χλωμό 38%, έναντι του Μητσοτάκη με 35% (για Πρωθυπουργό που καταγγέλλεται από τους συριζαίους ως ανάλγητος, νεοφιλελεύθερος και ακροδεξιός, δεν θα λέγαμε ότι τα πάει άσχημα).
Ακόμα και η καταγγελία περί κυβέρνησης «Μονοπρόσωπης ΕΠΕ» που εφηύρε ο Τσίπρας για να απομοιώσει τον Μητσοτάκη, δεν φαίνεται να βρίσκει ανταπόκριση. Στο ερώτημα πόσο ακέραιοι είναι στη διαχείριση των κρατικών χρημάτων, ο Τσίπρας προηγείται με το αναιμικό 37% όταν ο… «μονοπρόσωπος ΕΠΕ» Μητσοτάκης λαμβάνει 36%.
Η μόνη αρνητική παράμετρος είναι... ο Ερντογάν. Δεδομένου ότι οι εκλογές θα γίνουν με την απλή αναλογική, και εφόσον δεν σχηματισθεί κυβέρνηση, θα πάμε σε επαναληπτικές. Στο μεσοδιάστημα θα σχηματισθεί υπηρεσιακή κυβέρνηση. Αν τότε ο Ερντογάν επιλέξει να κινηθεί, σαφώς η χώρα θα βρεθεί σε κατάσταση τρωτότητας, λόγω έλλειψης ηγεσίας.
Αν ως τότε οι εντάσεις έχουν εξαλειφθεί, η κυβέρνηση δεν θα βρει ευνοϊκότερη συγκυρία.