Ο Νίκος Ανδρουλάκης «κερνάει» λύπη τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς διέψευσε τις προσδοκίες του ότι θα έθετε το κόμμα του ως συμπλήρωμα της εξουσιαστικής επανάκαμψης της Κουμουνδούρου. Η «προοδευτική διακυβέρνηση» ήταν το δόλωμα της προσέγγισης. Μια προοδευτική διακυβέρνηση που εάν την πίστευε ως αξιακή αρχή, θα την είχε προτείνει τον Σεπτέμβριο του 2015, αντί να βαφτίζει τον σύντροφο Πάνο Καμμένο προοδευτικό κεντροδεξιό.
Ο Ανδρουλάκης εμποτισμένος με μια θεσμική κουλτούρα που ίσως την προσέλαβε κατά τη θητεία του στην Ευρωβουλή (γιατί το πάλαι ποτέ κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ δεν είχε ευαισθησίες ως προς αυτά), μιλάει για προγραμματικές συμφωνίες που αποτελούν προϋπόθεση συνεργασιών των κομμάτων. Αντιθέτως, ο Τσίπρας θέλει να το αφομοιώσει, όπως αφομοίωσε τους θεσιθήρες πασόκους που έτρεξαν στο κόμμα του, όταν το δικό τους κατέρρευσε.
Επιδιώκει να χρησιμοποιούσε το ΠΑΣΟΚ ως υποστύλωμα μιας συμμαχίας άνευ προγραμματικών αρχών, όπου ο ίδιος θα ήταν ο Πρωθυπουργός, ο Ανδρουλάκης ένας από τους υπουργούς του, και το ΠΑΣΟΚ ο μοχλός για έλεγχο του συνδικαλιστικού και αυτοδιοικητικού κινήματος. Η αξία δηλαδή του ΠΑΣΟΚ είναι προστιθέμενη.
Δεν περιορίζεται μόνο στο εκλογικό ποσοστό που θα προστίθετο σε εκείνο του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε στη δυναμική που ίσως δημιουργούσε σύμπραξη των δύο κομμάτων. Υπάρχει η υπεραξία της διείσδυσης που ακόμη έχει το ΠΑΣΟΚ στους αρμούς συνδικαλισμού και Αυτοδιοίκησης.
Αφού δεν κατόρθωσε να αποσπάσει την συναίνεση, ή έστω ένα νεύμα, Ανδρουλάκη για κοινή πορεία ως τις εκλογές, προσπαθεί διά της τεθλασμένης να το δεσμεύσει. Να εγκλωβίσει το ΠΑΣΟΚ σε μια συνεργασία για την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα είχε και προεκλογικό αντίκρισμα με την ατμόσφαιρα που θα δημιουργούσε. Κυρίως όμως θα αύξανε εικονικά την δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ στον χώρο. Καθαρόαιμους υποψηφίους του ΠΑΣΟΚ θα τους συνδιεκδικούσε, και σε βάθος χρόνου θα τους παρουσίαζε ως δικούς του.
Βέβαια, υπάρχουν στο ΠΑΣΟΚ στελέχη που δεν θα είχαν αντίρρηση σε μια τέτοια προοπτική. Και όλως παραδόξως είναι αυτά που θα έπρεπε να πνέουν μένεα εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ. Στελέχη του κλίματος Γιώργου Παπανδρέου, που αποτέλεσαν τους προσφιλείς στόχους του μαινόμενου ΣΥΡΙΖΑ κατά την αρχική μνημονιακή περίοδο. Δεν γνωρίζουμε αν η συνάντηση για φαγητό Ρέππα – Σπίρτζη είχε στο μενού και μια τέτοια συζήτηση, καθώς ο Σπίρτζης είναι η γέφυρα του ΣΥΡΙΖΑ με κάποια στελέχη ου ΠΑΣΟΚ και ο Ρέππας βασικός συνεργάτης του Γιώργου.
Ούτως ή άλλως, ο κατά Τσίπρα «Μερκελιστής- Πινοσέτ- Ολαντρέου» Γιώργος, ομνύει στην συνεργασία των «προοδευτικών δυνάμεων», και παρόλα όσα υπέστη εξακολουθεί να εντάσσει τον ΣΥΡΙΖΑ σε αυτές. Ούτε θυμάται τα επίθετα με τα οποία τον φιλοδώρησε ο Τσίπρας, το ξύλο σε πασοκικά στελέχη, τις προσπάθειες λιντσαρίσματός τους, τις αντισυγκεντρώσεις για να μην τολμήσουν προεκλογικές ομιλίες τα στελέχη του, και κυρίως το προπολιτισμικό: Τις αφίσες με τα πρόσωπα υποψηφίων βουλευτών και την επιγραφή «ΚΑΤΑΖΗΤΕΙΤΑΙ».
Φυσικά, αυτές οι πολιτικές συμπάθειες κυοφορούνται στο παρασκήνιο γιατί ο Ανδρουλάκης το έχει ξεκόψει - και ακόμη έχει τη δύναμη να το επιβάλει. Είναι ενός χρόνου αρχηγός, και τα ποσοστά του κόμματος έστω και λιμνασμένα, είναι μεγαλύτερα των ποσοστών που κληρονόμησε. Επίσης, για να στερήσει από τον ΣΥΡΙΖΑ την οικειοποίησης των πράσινων αυτοδιοικητικών στελεχών, στους χώρους όπου από την εκλογή προσώπων προκύπτουν πολιτικά συμπεράσματα (μεγάλοι δήμοι και περιφέρειες), θα προτείνει πρόσωπα με διακριτό πολιτικό προφίλ. Φυσικά,… δεν θα απαγορεύσει στον ΣΥΡΙΖΑ να τους υποστηρίξει. Οπωσδήποτε όμως δεν θα δίνει δικαίωμα να προπαγανδίζεται ως κοινή κάθοδος.
Το πρόβλημα του Ανδρουλάκη είναι διαφορετικό. Αυτή την αυτονομία έναντι του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει κατορθώσει να την απεικονίσει στη δημόσια συζήτηση. Το εκλογικό σώμα δεν την προσλαμβάνει. Και ο λόγος απλός. Είναι με δηλώσεις επιθετικός προς τη ΝΔ, αλλά αποστασιοποιημένος και άχρωμος έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι ο ψηφοφόρος βλέπει έναν πολιτικό αρχηγό να ασκεί μονομέτωπο αγώνα «κατά της Δεξιάς», και τον τοποθετεί αυτομάτως παρά τω πλευρώ του Τσίπρα, άσχετα αν δεν ισχύει.