Την περασμένη Τρίτη 8 Μαρτίου υπήρξε μια ασυνήθιστη, για τα δεδομένα της Κίνας, παρέμβαση αναφορικά με τις σχέσεις Ελλάδας Τουρκίας και την ένταση που προκαλεί η γείτονα χώρα. Ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών της Κίνας κάλεσε Ελλάδα και Τουρκία «να αποφεύγουν ενέργειες που μπορεί να οδηγήσουν σε κλιμάκωση της έντασης». Ποιοι όμως ήταν οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτή την παρέμβαση; Και ποιος ο ρόλος του Ουιγούρων στις σχέσεις Κίνας Τουρκίας;
Η παρέμβασή του εκπροσώπου του υπουργείου Εξωτερικών της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας Ζάο Λιζιάν εμφανίστηκε να απαντά σε μια ερώτηση στο πλαίσιο της καθημερινής ενημέρωσης που γίνεται στους δημοσιογράφους, η οποία σημειωτέον έγινε εν μέσω της εισβολής της Ρωσίας της Ουκρανίας και ενός πολέμου που έχει προκαλέσει παγκόσμια ανησυχία. Μιας ερώτησης που επικαλέστηκε τη θέση Τσαβούσογλου σύμφωνα με την οποία το γεγονός πως τα νησιά δεν είναι αποστρατικοποιημένα αναιρεί τους όρους της συνθήκες της Λωζάνης και αυτής των Παρισίων και ζήτησε τη θέση της Κίνας επ' αυτού.
Ο Ζάο Λιζιάν δεν απέφυγε να τοποθετηθεί αφενός στο πλαίσιο της θέσης που εκφράζει η χώρα του και για την εισβολή στην Ουκρανία λέγοντας ότι «Η συνεπής θέση της Κίνας είναι ότι η κυριαρχία και η εδαφική ακεραιότητα όλων των χωρών πρέπει να γίνονται σεβαστές και να προασπίζονται» αφετέρου όμως είπε και τα εξής:
«Η κλιμάκωση της έντασης στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου δεν εξυπηρετεί κανέναν. Ελπίζουμε ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να επιλύσουν τις διαφορές μέσω διαλόγου και διαβουλεύσεων, να αποφύγουν κινήσεις που αυξάνουν την ένταση και από κοινού να διαφυλάξουν την ειρήνη και τη σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειου»
Η τακτική των ίσων αποστάσεων δεν είναι τυχαία. Άλλωστε η Κίνα έχει λόγους, οικονομικούς να δείχνει ενδιαφέρον και για τις δύο χώρες. Η παρέμβαση όμως έρχεται να πιστοποιήσει την απόφαση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας να δηλώσει την παρουσία της στην Ανατολική Μεσόγειο εν μέσω της εισβολής της Ουκρανίας. Και γίνεται λίγο μετά την επιβεβαίωσης της συνάντησης Μητσοτάκη - Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη την Κυριακή. Ως μόνιμο μέλος του συμβουλίου ασφαλείας του ΟΗΕ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η όλη εξέλιξη θεμιτή. Είναι όμως έτσι;
Η Κίνα επιθυμεί την αναβίωση του λεγόμενου δρόμου του Μεταξιού και η Τουρκία αποτελεί βασικό παίκτη σε αυτό το σχέδιο. Επενδύει, αγοράζει και στηρίζει και την οικονομία, κατ επέκταση τον Ταγίπ Ερντογάν. Από την άλλη χρειάζεται και την Ευρωπαϊκή Ελλάδα, παρά τα προβλήματα ου υπάρχουν στο λιμάνι του Πειραιά και τις καθυστερήσεις αναφορικά με την προβλήματα 3.
Άλλωστε η οικονομική εισβολή που έχει πετύχει στην Τουρκία δεν έχει καταφέρει μέχρι σήμερα να λύσει ένα σημαντικό για την Κίνα πρόβλημα. Αυτό των Ουιγούρων, των μουσουλμάνων Κινέζων που ζουν στην περιφέρεια Ζιζιαγνκ ανέρχονται σε μερικά εκατομμύρια και βρίσκουν συχνά καταφύγιο στη μουσουλμανική Τουρκία που το τελευταίο διάστημα όμως αποφεύγει να τους στηρίξει τόσο ανοιχτά όσο στο παρελθόν όταν ο Ταγίπ Ερντογάν μιλούσε για γενοκτονία με αφορμή τους διωγμούς και την προσπάθειας εθνικοποίησης που γίνεται από την πλευρά των Κινέζων.
Θα αναρωτηθεί κανείς κατά πόσο αυτό το θέμα είναι ικανό να διαμορφώνει τις σχέσεις Κίνας Τουρκίας. Η πραγματικότητα είναι πως για τους Κινέζουν το θέμα των Ουιγούρων είναι σημαντικό. Παρά τη διεθνή κατακραυγή εμμένουν στην πολιτική της… εκ-κινεζοποίησης τους μέσα από διαδικασίες… σωφρονισμού που ελέγχονται και καταδικάζονται από διεθνείς οργανισμούς οι οποίοι θέτουν θέμα βασανιστηρίων.
Έτσι την ώρα που στηρίζει την οικονομία της Κίνας διατηρεί επιφυλάξεις ως προς τις σχέσεις με τη χώρα αυτή. Κάτι ανάλογο με αυτό που συμβαίνει δηλαδή με τη Ρωσία. Άλλωστε τα όποια σενάρια έρχονται να δουν το φως της δημοσιότητας αναφορικά με τις σχέσεις των τριών αυτών χωρών έχουν ως προβληματικό στοιχείο το ποιος θα έχει τον πρώτο λόγο, η οικονομική ή η στρατιωτική ισχύς.
Σε κάθε περίπτωση η Κίνα βλέπει την Τουρκία παράγοντα που δύναται να αξιοποιηθεί μέσα από μια ισχυρή οικονομική στήριξη, πολύ δε περισσότερο σήμερα που αντιμετωπίζει κυρώσεις από τις ΗΠΑ αλλά και από την Ε.Ε, έστω και αν αυτές είναι υποδεέστερες και δεν έχουν τόσο μεγάλο αρνητικό αντίκρισμα
Η οικονομική εξάρτηση της Τουρκίας από την Κίνα έχει αυξηθεί κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια. Ουσιαστικά η Κίνα χρηματοδοτεί το εμπόριο με την Τουρκία ενώ στηρίζει τις τράπεζες τη. Το δάνειο της από την Export Import Bank of China για την υποστήριξη συναλλαγών που έλαβε η Ziraat Bank αποτέλεσε βασικό στήριγμα για το εμπόριο
Η αγορά ενός ποσοστού της τάξεως του 48% εγκαταστάσεων στην ακτή της θάλασσας του Μαρμαρά αποτελεί και μια πύλη για τις εξαγωγές προς την Ευρώπη ενώ και η χρηματοδότηση της σήραγγας Μαρμαρά δίνει τη δυνατότητα απ ευθείας δρομολογίων μέσω σιδηρόδρομου
Η Κίνα χρηματοδοτεί έργα και επενδύει. Όταν δεν καθίσταται αδύνατη η αποπληρωμή τα εξαγοράζει και αποκτά την ιδιοκτησία. Ουσιαστικά στην παρούσα βάση αιμοδοτεί την τουρκική οικονομία στηρίζοντας με αυτόν τον τρόπο και την παραμονή του Ερντογάν στην εξουσία στο δρόμο προς τις εθνικές εκλογές.
Στην Ελλάδα η Κίνα έχει επενδύσει. Το λιμάνι του Πειραιά μετατράπηκε σε κόμβο εμπορικό για τα κοντέινερς. Έχει επενδύσει όμως και ως το αντίπαλο δέος της Τουρκίας για την περίπτωση που η τελευταία δείξει σημάδια απομάκρυνσης και επαναφοράς στο δόγμα των ΗΠΑ μέσα από τα γνωστά τουρκικά παζάρια.
Άλλωστε οι βλέψεις δεν δείχνουν να είναι μόνο οικονομικές. Όπως και της Ρωσίας στην Ουκρανία δεν είναι μόνο στρατιωτικές. Σε κάθε περίπτωση η απόφαση της Κίνας να τοποθετηθεί στα όσα συμβαίνουν στην Ανατολική Μεσόγειο, παρακάμπτοντας όμως επί της ουσίας τη στάση της Τουρκίας και τις διαρκείς προκλήσεις της προκαλεί έναν προβληματισμό.
Δηλώνοντας την παρουσία της λίγες ημέρες πριν τη συνάντηση Μητσοτάκη Ερντογάν παρεμβαίνοντας για μια… ένταση που ξεκίνησε πριν αρκετές ημέρες και όχι τώρα δείχνει ότι επιθυμεί να στείλει και ένα μήνυμα στον βασικό της αντίπαλο, τις ΗΠΑ . Ότι δεν προτίθεται να αφήσει μια περιοχή ιδιαίτερου ενδιαφέροντας στην αποκλειστική διάθεση άλλων δυνάμεων, ειδικά τώρα που λόγω Πούτιν το ενδιαφέρον μετακινείται σε ένα γεωπολιτικό πεδίο που αγγίζει τα σύνορα Δύσης και Ανατολής.