Του Γιάννη Κ. Τρουπή
Και όμως δε θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη. Η απόφαση της μη κατάθεσης της πρότασης δυσπιστίας εναντίον της κυβέρνησης από τον Κυριάκο Μητσοτάκη δεν είναι κάτι που θα πρέπει να ξενίζει όλους όσοι παρακολουθούν από κοντά τον τρόπο με τον οποίο ασκεί τα καθήκοντα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Δεν αποτελεί μυστικό ότι για κάποιους ότι η κατάθεση μιας τέτοιας πρότασης θα ήταν ίσως ο καλύτερος τρόπος για να κερδίσει επικοινωνιακούς πόντους η αξιωματική αντιπολίτευση ειδικά μετά το πρόσφατο συλλαλητήριο στο κέντρο της Αθήνας για την Μακεδονία, σε συνδυασμό μάλιστα και με όποιο πιθανό επόμενο πραγματοποιηθεί. Για κάποιους άλλους πάλι η πρόταση δυσπιστίας θα ήταν ο καλύτερος τρόπος για να μπορέσει η ΝΔ να δείξει για μία ακόμα φορά το μεγάλο της ενδιαφέρον για το ζήτημα της ονομασίας της γειτονικής χώρας, με απώτερο στόχο την περαιτέρω εκλογική ενίσχυσή της.
Η λογική αυτή μπορεί να βρίσκει σύμφωνους κάποιους, όμως δεν είναι η λογική με την οποία πολιτεύεται εδώ και τέσσερα χρόνια ο κ.Μητσοτάκης. Δεν είναι η πυξίδα με την οποία πορεύεται πολιτικά. Ο πρόεδρος της ΝΔ και σε αυτή την περίπτωση, όπως και σε άλλες παρόμοιες στο πρόσφατο παρελθόν θέλησε να δώσει το προσωπικό του στίγμα σε σχέση με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται την άσκηση αντιπολίτευσης αλλά και μέσα από αυτή, την άσκηση διακυβέρνησης της χώρας, εφόσον κερδίσει τις επόμενες εκλογές.
Αποδεικνύει ότι επιδιώκει να μένει μακρυά από εφήμερες επικοινωνιακές λογικές που προκαλούν εντυπώσεις, οι οποίες έχουν ημερομηνία λήξης. Αποδεικνύει πως προτιμάει την ουσία και όχι τα επικοινωνιακά «πυροτεχνήματα» με το όποιο ασφαλώς κόστος μπορεί να έχει μία τέτοια επιλογή ανά περίπτωση. Η πολιτική όμως είναι γεμάτη επιλογές και σίγουρα ο κ.Μητσοτάκης έχει αποφασίσει ποιες θα κάνει και ποιες όχι.
Είναι σαφές ότι η πρόταση δυσπιστίας ήταν εκ των πραγμάτων ναρκοθετημένη για δύο λόγους : Από την μία οι αριθμητικοί συσχετισμοί δεν ευνοούσαν την ΝΔ. Η κυβερνητική πλειοψηφία, παρότι χαρακτηρίζεται από ετερόκλητα στοιχεία, είναι καταγεγραμμένη. Επιπροσθέτως με τη δεδομένη θέση του ΚΚΕ που παραδοσιακά στέκεται απέναντι σε κάθε παρόμοια κίνηση, τα «κουκιά» δεν έβγαιναν.
Από την άλλη η παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στον κ.Τσίπρα ήταν πολύ πρόσφατη, μόλις μίας εβδομάδας. Με άλλα λόγια το πλέον πιθανό αποτέλεσμα θα ήταν να επιβεβαιωθεί ότι η κυβέρνηση διαθέτει τη δεδηλωμένη, αν και για να το εξασφαλίσει στηρίζεται σε «δανεικούς» βουλευτές.
Στην περίπτωση λοιπόν που η ΝΔ έθετε σε λειτουργία το πιο βαρύ «όπλο», το οποίο έχει στη διάθεσή της κάθε αξιωματική αντιπολίτευση, την ίδια ώρα το αχρήστευε για τους επόμενους έξι μήνες, χωρίς μάλιστα να έχει επιτύχει κάτι το χειροπιαστό. Παράλληλα θα άφηνε ανεμπόδιστο σε κοινοβουλευτικό επίπεδο τον κ.Τσίπρα να συνεχίσει την πορεία του, χωρίς ο κ.Μητσοτάκης να έχει την δυνατότητα να «εκμεταλλευθεί» πολιτικά το όποιο στραβοπάτημα καταγραφεί το επόμενο διάστημα. Σύμφωνα μάλιστα με στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης από μόνη της η σύνθεση της κυβερνητικής πλειοψηφίας προϊδεάζει για χρήση της συγκεκριμένης κοινοβουλευτικής επιλογής στο πολύ κοντινό μέλλον.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης με την μη κατάθεση πρόταση δυσπιστίας φαίνεται ότι επέλεξε να επικεντρωθεί στην πολιτική ουσία. Προτίμησε να δώσει έμφαση στην ανάδειξη των επιχειρημάτων εναντίον της επιζήμιας συμφωνίας των Πρεσπών, καλώντας παράλληλα όλους τους βουλευτές να συνειδητοποιήσουν τις ιστορικές τους ευθύνες.
«Ψήφος στην συμφωνία των Πρεσπών ισοδυναμεί με ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση» είναι η φράση που θα ακουστεί από τον ίδιο το βράδυ της Πέμπτης στη Βουλή, όπου θα θελήσει να αποδομήσει το κείμενο της συμφωνίας αλλά και την κυβερνητική τακτική. Σε τελική ανάλυση η πολιτική είναι ουσία και όχι επικοινωνία, κάτι που ο πρόεδρος της ΝΔ με την επιλογή που έκανε έδειξε πως το πιστεύει...