Του Απόστολου Χονδρόπουλου
Παρακολουθώντας τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται η τελευταία προεκλογική εβδομάδα στη ΝΔ, δεν είναι εύλογο να αναρωτηθεί κάποιος για ποιο λόγο δεν έγινε τελικά και εκείνη η πολυσυζητημένη τηλεμαχία μεταξύ των δύο διεκδικητών της ηγεσίας; Καθημερινές, ούτως ή άλλως, οι τηλεοπτικές συνεντεύξεις τους, επί παντός εσωκομματικού ζητήματος η ανταλλαγή των επιχειρημάτων, αλλά και των αιχμών τους, αντί λοιπόν να βρίσκονται διαρκώς σε διαφορετικά τηλεοπτικά στούντιο και να απαντούν ο ένας στον άλλον παρακολουθώντας κάποιες φορές και αποσπάσματα από δηλώσεις του συνυποψήφιου, δεν θα μπορούσαν τελικά να έχουν βρεθεί και μία φορά στο ίδιο τραπέζι;
Γιατί να μην διεξαχθεί στον δεύτερο γύρο αυτός ο απευθείας διάλογος που τουλάχιστον ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Άδωνις Γεωργιάδης ζητούσαν σταθερά από την αρχή της προεκλογικής κούρσας; Δεν έγινε στην πρώτη φάση και μπορεί κανείς να αντιληφθεί τους λόγους. Και να αποδεχθεί φυσικά τη διαφορετική τακτική που είχε επιλέξει τότε ο Ευάγγελος Μεϊμαράκης. Ούτως ή άλλως χωρίς τηλεοπτικές συνεντεύξεις, σταθερός στην άποψη πως είναι υπόθεση μόνο των νεοδημοκρατών και τα «εν οίκω μη εν δήμω».
Αλλά στον β' γύρο ακολουθεί και εκείνος μία επικοινωνιακή τακτική που λίγο διαφέρει από του Κυριάκου Μητσοτάκη σε ό,τι αφορά στην συχνότητα των τηλεοπτικών εμφανίσεων. Ειδικά οι τελευταίες προεκλογικές ημέρες βρίσκουν καθημερινά και τους δύο σε τηλεοπτικούς σταθμούς και μία και δύο φορές την ημέρα, να επιχειρηματολογούν για τις θέσεις τους, να μιλούν για τα πάντα, να σχολιάζουν ο ένας τα λεγόμενα του άλλου, να αφήνουν αιχμές. Και κάθε Έλληνας βλέπει και ακούει όχι μόνο αυτοκριτική για την προηγούμενη κυβερνητική πολιτική ή διαφορετικές προσεγγίσεις επί της εφαρμοσμένης πολιτικής, αλλά και αντιπαραθέσεις για τα οργανωτικά, για την ανανέωση, για τα «συστήματα», για τις «βαρονίες», για τα fax, για τα mail, για την ανανέωση, για τους πιθανούς ρόλους την επόμενη ημέρα, για όλα τα εσωκομματικά. Χωρίς να έχουν βγει «μαχαίρια», χωρίς να έχει υπερβεί κάποιος τα όρια.
Δεν θα ήταν καλύτερο πέρα από τις παράλληλες συνεντεύξεις να είχαν τολμήσει τελικά οι δύο διεκδικητές να κάνουν και την απευθείας τηλεοπτική συζήτηση; Διεκδικώντας να πετύχουν μέσα απ΄ αυτή μία νίκη, όχι μόνο ο καθένας για τον εαυτό του στο επίπεδο των εντυπώσεων, αλλά και οι δύο μαζί για λογαριασμό της ΝΔ στο επίπεδο της ουσίας. Διότι εκείνη θα έβγαινε κερδισμένη από μία υψηλού επιπέδου απευθείας συζήτηση και ανταλλαγή επιχειρημάτων ανάμεσα στους δύο διεκδικητές της ηγεσίας. Και αυτή την περίοδο ένας απευθείας τηλεοπτικός διάλογος νομίζουμε πως θα ενίσχυε έτι περαιτέρω το κεκτημένο πλέον, του ενδιαφέροντος των πολιτών για τις εξελίξεις στη ΝΔ, που καταγράφηκε με την υψηλή συμμετοχή στον α΄ γύρο των εκλογών.