Όσοι πιστεύουν σοβαρά ότι η μετά COVID εποχή θα είναι μια γραμμική συνέχεια της προ της πανδημίας περιόδου, μετά από ένα σύντομο υγειονομικό διάλειμμα, εκφράζουν κυρίως προσωπικές επιθυμίες, υπολογίζοντας χωρίς τον ξενοδόχο.
Κι ο ξενοδόχος δεν είναι άλλος από τις μεγάλες αναγκαστικές αλλαγές και τον βίαιο εκσυγχρονισμό που επέβαλε ο κορονοϊός στην καθημερινότητα αλλά και στον τρόπο σκέψης των πολιτών.
Η «κανονικότητα» δεν θα είναι επιστροφή αλλά μετάβαση σε μια νέα κανονικότητα. Εξαίρεση, παρά τις σφοδρές αντιστάσεις που θα προβληθούν, δεν μπορεί να αποτελέσει ούτε η πολιτική κανονικότητα.
Τα κόμματα δεν θα μπορέσουν εύκολα να συνεχίσουν να κρύβονται πίσω από τις γενικές ιδεολογικές τους ταυτότητες και τις πολιτικές τους, κεντροδεξιές ή κεντροαριστερές, ταμπέλες. Ούτε και οι αντισυσπειρώσεις φαντάζουν πλέον αποτελεσματικές. Οι πολιτικές δυνάμεις είναι υποχρεωμένες να πάρουν ανοιχτά και υπεύθυνα θέσεις για τα νέα προβλήματα και τις σύγχρονες προκλήσεις.
Το ίδιο θα πρέπει να κάνουν και για τον ρόλο του κράτους, την ποιότητα της δημοκρατίας, τις κοινωνικές προτεραιότητες, τον προσανατολισμό και το περιεχόμενο της παιδείας, και το σχέδιο ανάπτυξης της χώρας την εποχή της 4ης βιομηχανικής επανάστασης.
Τα πολιτικά εγχειρήματα που στηρίζονται στη συνέχιση και, πολύ περισσότερο, δικαίωση του παρελθόντος δεν μπορούν να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης και αισιοδοξίας.
Η αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού δεν αφορά, αυτή τη στιγμή τουλάχιστον, τη συντηρητική παράταξη για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος είναι ότι η ΝΔ βρίσκεται στην εξουσία και φαίνεται να αντέχει δημοσκοπικά. Επομένως, οι τυχόν αμφισβητήσεις και πολιτικές διαφοροποιήσεις αναστέλλονται για... ευνοϊκότερες συνθήκες.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι στον μετά τη ΝΔ χώρο, η κανονικότητα είχε ήδη καταργηθεί από την προ COVID εποχή. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να ανέβει στην εξουσία καβαλώντας το αντιμνημονιακό κύμα των αγανακτισμένων και να κυριαρχήσει στον χώρο χάρη στην τυχοδιωκτική του πολιτική που προσέλκυσε ένα αλλοπρόσαλλο μείγμα ακροδεξιών ΑΝΕΛιτών και πρώην στελεχών του ΠΑΣΟΚ.
Παρά τις προσπάθειες που έγιναν έκτοτε, είτε από το ΠΑΣΟΚ, είτε από τη Δημοκρατική Συμπαράταξη, είτε από το Κίνημα Αλλαγής, ο ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαίωσε, όποτε χρειάστηκε, την αμετακίνητη θέση του στον νέο δικομματισμό.
Η ανατροπή του σκηνικού στην κεντροαριστερά δεν μπορεί να γίνει με τα ίδια πολιτικά και ιδεολογικά εργαλεία που δοκιμάστηκαν ήδη, ανεπιτυχώς. Αντίθετα, μια ακόμα εκλογική αποτυχία θα παγιώσει οριστικά τον σημερινό δυσμενέστατο συσχετισμό.
Η ανατροπή μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο από μια ισχυρή πολιτική δύναμη που θα συσπειρώσει όλο το φάσμα των δυνάμεων του σοσιαλδημοκρατικού και του κεντρώου-μεταρρυθμιστικού χώρου που θα καταθέσει μια ρεαλιστική πρόταση-σχέδιο για το μέλλον της χώρας.
Μια τέτοια συσπείρωση βέβαια, δεν μπορεί να επιτευχθεί με καλέσματα συμμετοχής σε εδραιωμένες καταστάσεις και τετελεσμένα γεγονότα αλλά σε ένα ανοιχτό, μαζικό, εγχείρημα όπου ο καθένας θα αναλάβει τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις που του αναλογούν. Είναι, ίσως, η τελευταία ευκαιρία για τον προοδευτικό χώρο και κυρίως, για τη χώρα.