Στο νέο μοντέλο διακυβέρνησης που εφαρμόζεται στην Ελλάδα αναφέρθηκε ο υπουργός Επικρατείας, Γιώργος Γεραπετρίτης, κατά την ομιλία του στην εκδήλωση-συζήτηση με θέμα «Διακυβέρνηση του κράτους: Διεθνείς πρακτικές και το ελληνικό υπόδειγμα» που διοργάνωσε στο Ωδείο Αθηνών η Κίνηση Πολιτών για μια Ανοικτή Κοινωνία.
«Η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα της Ευρώπης όπου δεν υπήρχε νόμος επί τη βάσει του οποίου να λειτουργεί το κράτος και τα βασικά του όργανα», είπε ο Γ. Γεραπετρίτης και αναφέρθηκε διεξοδικά στις παθολογίες που είχε αναπτύξει το ελληνικό κράτος.
«Η έλλειψη διαδικασιών οδηγούσε σε μια μορφή άτυπης δημοκρατίας. Δεύτερη αδυναμία ήταν πως το κράτος ήταν προσωποποιημένο, ακριβώς γιατί δεν υπήρχαν θεσμοθετημένες διαδικασίες οι οποίες να οριοθετούν με αυστηρότητα τους θεσμούς, εναπόκειτο κάθε φορά σε εκείνον που βρισκόταν στην κορφή του κράτους να καθιερώσει το πλαίσιο.
Ο τρόπος ο οποίος λειτουργούσε το κράτος, προσδιοριζόταν εν πολλοίς από τη φυσιογνωμία του ηγέτη. Η τρίτη παθολογία ήταν η έλλειψη βασικής λογοδοσίας. Η συγκέντρωση του κράτους σε πολύ λίγα πρόσωπα και η έλλειψη ουσιαστικών αντιβάρων προς την πολιτική εξουσία, δημιουργούσε ένα σημαντικό έλλειμμα λογοδοσίας.
Τελευταία παθολογία η πελατειοκρατία, η οποία είχε ως αποτέλεσμα, όχι μόνο να παράγεται διαφθορά, αλλά το ίδιο το κράτος να μένει πίσω. Σήμερα δημιουργείται ένα νέο μοντέλο του κράτους. Δεν ανακαλύψαμε την πυρίτιδα. Στην πραγματικότητα μεταφέραμε καλές πρακτικές οι οποίες ισχύουν από δεκαετίες στα προηγμένα ευρωπαϊκά συστήματα διακυβέρνησης», τόνισε ο υπουργός Επικρατείας και συνέχισε:
«Οι μεταρρυθμίσεις οι οποίες ήρθαν με το πρώτο νομοσχέδιο το οποίο κατατέθηκε στη Βουλή τον Ιούλιο του 2019, δυο μόλις ημέρες μετά την ψήφο εμπιστοσύνης που έλαβε η νέα κυβέρνηση, ήταν ένα πλήρες πλέγμα διατάξεων για μια σύγχρονη λειτουργία του κράτους. Η μεγάλη επιφύλαξη που διατυπώθηκε τότε στη Βουλή, ήταν πως αυτό το νέο μοντέλο δεν θα εφαρμοζόταν ποτέ στην πράξη. Παρά ταύτα εφαρμόστηκε και είναι σήμερα μια κατάκτηση».
Στη συνέχεια, ο Γ. Γεραπετρίτης αναφέρθηκε στα βασικά σημεία αυτού του νέου μοντέλου, ξεκινώντας από τον τρόπο λειτουργίας του υπουργικού συμβουλίου.
«Το υπουργικό συμβούλιο εξαρτάτο απολύτως από το πότε θα το συγκαλέσει ο πρωθυπουργός, το οποίο, πριν το 2019, συνέβαινε κατά μέσο όρο κάθε πέντε ή έξι μήνες. Σήμερα τα υπουργικά συμβούλια λαμβάνουν χώρα στην έδρα της κυβέρνησης, και με τακτική περιοδικότητα τουλάχιστον ένα ανά μήνα.
«Όλα τα νομοσχέδια που έχουν εισαχθεί στη Βουλή έχουν περάσει προηγουμένως τη βάσανο του υπουργικού συμβουλίου.
Από το 2019 και μετά, υπάρχει μια πολύ συστηματική διάρθρωση στην παραγωγή της κεντρικής πολιτικής της κυβέρνησης και κάθε Δεκέμβριο το υπουργικό συμβούλιο εγκρίνει το ενιαίο σχέδιο κυβερνητικής πολιτικής για το επόμενο έτος. Το ενιαίο σχέδιο κυβερνητικής πολιτικής καταλαμβάνει το σύνολο των νόμων που πρόκειται να ψηφισθούν, τον προγραμματισμό των προσλήψεων, καθώς επίσης και το στρατηγικό σχέδιο κάθε υπουργείου.
Το ενιαίο σχέδιο, αφού εγκριθεί από το υπουργικό συμβούλιο, στη συνέχεια αναρτάται στον ιστότοπο της προεδρίας της κυβερνήσεως. Αυτή η καινοτομία είναι η πιο εμβληματική αλλαγή που μπορεί να γίνει στις σχέσεις μεταξύ κράτους και πολίτη, γιατί ο πολίτης μπορεί να γνωρίζει εκ των προτέρων τις δεσμεύσεις που ανέλαβε η κυβέρνηση, όχι προεκλογικά, αλλά προϊόντος του κυβερνητικού χρόνου, έτσι ώστε ο πολίτης να μπορεί να αξιολογήσει τις επιδόσεις της κυβέρνησης».
Ο υπουργός Επικρατείας, αναφέρθηκε επίσης στις υπόλοιπες σημαντικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί στον τρόπο λειτουργίας του κράτους. Τόνισε ότι το μεγαλύτερο μέρος των αποφασιστικών αρμοδιοτήτων του κράτους έχει μεταφερθεί στην υπηρεσιακή διοίκηση, αποδυναμώνοντας τη διαφθορά. Αναφέρθηκε επίσης στη θεσμοθέτηση θέσης υπηρεσιακού γενικού γραμματέα σε κάθε υπουργείο, ο οποίος προέρχεται από τη διοίκηση, επιλέγεται από το ΑΣΕΠ με τριετή θητεία και επιβλέπει τις δαπάνες και το προσωπικό του κάθε υπουργείου»
Τέλος, για πρώτη φορά συστήθηκε ενιαία αρχή ελέγχου της δημόσιας διοίκησης, η Εθνική Αρχή Διαφάνειας, η οποία έχει ήδη διεκπεραιώσει όλες τις επί χρόνια εκκρεμείς υποθέσεις και αξιολογεί τις νέες καταγγελίες εντός 30 ημερών από την κατάθεσή τους.
Στη σημασία του ρόλου της δημόσιας διοίκησης στην αντιμετώπιση των κρίσεων, αναφέρθηκε ο επικεφαλής του γραφείου στην Ελλάδα της γενικής διεύθυνσης Στήριξης Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων της Κομισιόν, Γιάννης Χατζηγιάννης.
Η δημόσια διοίκηση πρέπει να είναι ευέλικτη και να μπορεί να προσαρμόζεται σε ό,τι αφορά τις δομές, τους υπαλλήλους και τις δημόσιες πολιτικές. Για να συμβεί αυτό, πρέπει να γίνει ανταλλαγή σε καλές πρακτικές ανάμεσα στα κράτη μέλη.
Η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει σημαντικές επιτυχίες. Είναι μια από τις χώρες που υπέβαλαν πρώτες το σχέδιο ανάκαμψης, και από τις πρώτες που εκταμίευσαν. Ήταν η πρώτη χώρα, της οποίας το πρόγραμμα του ταμείου Δίκαιης Μετάβασης για το 2021-2027, εγκρίθηκε.
«Ένα βέλτιστο σύστημα διακυβέρνησης, ένα σύστημα που υποστηρίζει μια κυβέρνηση προκειμένου να υλοποιήσει το όραμα και τους στόχους της με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο, είναι όταν συνυπάρχουν τρεις συνθήκες: Η πρώτη συνθήκη είναι, όταν το όραμα μιας κυβέρνησης αποσκοπεί αποκλειστικά στην αύξηση της ευημερίας, της ποιότητας ζωής και στη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών, και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας.
Η δεύτερη συνθήκη είναι η διακυβέρνηση του κράτους να διέπεται από τις αρχές της ποιότητας της κυβέρνησης. Η τρίτη συνθήκη είναι, το Δημόσιο να λειτουργεί με βάση το μοντέλο της αριστείας της κυβέρνησης», είπε ο σύμβουλος επιχειρήσεων και μέλος του ΔΣ του Ινστιτούτου Επιχειρηματικής Αριστείας, Γιάννης Λαγός.
Στην εκδήλωση παραβρέθηκε και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Παναγιώτης Πικραμμένος. Συντόνισε ο πρώην επικεφαλής της αντιπροσωπείας της ΕΕ στην Ελλάδα, Πάνος Καρβούνης.